του Γιάννη Κατσιάνη*
Η απόδοση των ευθυνών στο πρόσωπο μόνο του σταθμάρχη, δεν μπορεί να καλύψει τις τεράστιες διαχρονικές ευθύνες των πολιτικών, που οδήγησαν στο τραγικό και πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην περιοχή των Τεμπών.
Το πρωτοφανές και αδιανόητο στα σιδηροδρομικά χρονικά πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στις 28.02 προς 01.03. 2023 στην περιοχή των Τεμπών σήκωσε ξαφνικά το χαλί και φανέρωσε με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αλλά και εκκωφαντικό τρόπο όλες τις εγγενείς αδυναμίες και τις παθογένειες των ελληνικών σιδηροδρόμων, οι οποίες πολλαπλασιάσθηκαν και διευρύνθηκαν μετά από τη διάσπαση και την ιδιωτικοποίησή τους.
Στα δελτία ειδήσεων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης ανακοινώνονται αποσπασματικές πληροφορίες και αναλύονται από δημοσιογράφους και τηλεπαρουσιαστές οι αιτίες πρόκλησης του τραγικού αυτού πολύνεκρου συμβάντος.
Μιλάνε για «αποκαλύψεις» και αποδίδουν ατομικές ευθύνες στο Σταθμάρχη, κάνουν με βαρύγδουπους τίτλους αόριστες γενικές αναφορές για τις αδυναμίες του «πολιτικού συστήματος» και, δυστυχώς, πολλοί εξ αυτών, δεν ξεχνούν τον ρόλο του τηλεδικαστή φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να εκδίδουν πορίσματα, χωρίς την ενδελεχή διερεύνηση των αιτιών και των ειδικών συνθηκών που απαιτούνται στις περιπτώσεις αυτές.
Σε διάστημα λίγων ημερών η ελληνική κοινωνία πληροφορήθηκε για τις τεράστιες ελλείψεις προσωπικού, που σε όλες σχεδόν τις θέσεις εργασίας πρέπει να είναι έμπειρο και άρτια εκπαιδευμένο, πληροφορήθηκε σε γενικές γραμμές, για τη λειτουργία των σύγχρονων σιδηροδρομικών συστημάτων σηματοδότησης, τηλεδιοίκησης που πρέπει να είναι υποχρεωτικά εγκατεστημένα και να βρίσκονται σε λειτουργική κατάσταση σε σιδηροδρομικά δίκτυα υψηλών ταχυτήτων, ώστε να εξασφαλίζουν την ασφάλεια της κυκλοφορίας των αμαξοστοιχιών και κατ’ επέκταση των επιβατών, των εμπορευμάτων, του τροχαίου υλικού και φυσικά και των ίδιων των εργαζομένων.
Οι τραγικές ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού, η κατάρρευση των συστημάτων σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης, αλλά και οι καθυστερήσεις στην ανάταξη και στην εγκατάσταση συστημάτων σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού στον κεντρικό σιδηροδρομικό άξονα, που καθιστούν ανενεργά και τα τοποθετημένα συστήματα προστασίας συρμού και γραμμής, ήταν και είναι γνωστές στους πολιτικούς εκπροσώπους των κομμάτων, που κυβέρνησαν τη χώρα και υποκριτικά τώρα σε καθεστώς συναίνεσης αλληλοκατηγορούνται «διασταυρώνοντας τα ξίφη τους» στα τηλεοπτικά πάνελ.
Το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο σταδιακά, αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια του πρώτου μνημονιακού χρόνου, όπου σε ελάχιστο χρόνο «αποχώρησαν» με το νόμο 3891/2010 με εθελούσια ή υποχρεωτική μεταφορά, διωγμένοι στην κυριολεξία «είτε με το καλό είτε με το άγριο» 1500 εξειδικευμένοι σιδηροδρομικοί, μετατράπηκε ξαφνικά από μονάδα παραγωγής έντασης εργασίας σε μονάδα παραγωγής έντασης κεφαλαίου, χωρίς να συνοδεύεται από το απαραίτητο συστατικό στοιχείο, δηλ. τον τεχνολογικό κεφαλαιουχικό εξοπλισμό.
Η προηγηθείσα μετάβαση από το παραδοσιακό (χειροκίνητο) σύστημα διαχείρισης της κυκλοφορίας σε ένα σύγχρονο σύστημα διαχείρισης με χρήση σηματοτεχνικού εξοπλισμού στο τμήμα του δικτύου μεταξύ των Σιδηρ. Σταθμών Δομοκού – Πλατέος κατά τη χρονική περίοδο 2007- 2010 και η επιστροφή εκ νέου στο παραδοσιακό σύστημα, χωρίς τη μέριμνα στελέχωσης με το αναγκαίο προσωπικό, αφού οι σιδηροδρομικοί είχαν «μεταφερθεί» σε άλλους φορείς με την εφαρμογή του παραπάνω νόμου, προκαλούσε με το πέρασμα του χρόνου πλήθος προβλημάτων στη διαχείριση του δικτύου και οδηγούσε εκ των πραγμάτων σε οριακές καταστάσεις λειτουργίας της σιδηροδρομικής υποδομής.
Οι σταθμοί που ήταν απαραίτητοι για την απρόσκοπτη και την ασφαλή κυκλοφορία των αμαξοστοιχιών άρχισαν σταδιακά από εκείνη την περίοδο να τίθενται εκτός λειτουργίας και όσοι λειτουργούσαν για τις στοιχειώδεις ανάγκες ήταν και εξακολουθούν να είναι υποστελεχωμένοι.
Οι υπέρμετρες ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού στην εκμετάλλευση της σιδηροδρομικής υποδομής και οι υπερβολικές καθυστερήσεις στην εκτέλεση των συμβάσεων, όπως έχει καταγγελθεί, δημιούργησαν δυσμενείς εργασιακές συνθήκες παρατεταμένης χρονικής διάρκειας που από ένα σημείο και μετά ήταν αδύνατον να αντιμετωπιστούν, από ένα γερασμένο, κουρασμένο και ελαστικά απασχολούμενο εργατικό δυναμικό.
Οι αποκοπές της γραμμής, δηλαδή οι διακοπές κυκλοφορίας σε τμήματα διαδρομών τής μιας γραμμής, που απαιτούνται για τις ανάγκες εκτέλεσης εργασιών του σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού, αλλά και παρόμοιες επίσης διακοπές που απαιτούνται είτε για την αποκατάσταση έκτακτων βλαβών στην υποδομή, είτε για την απόσυρση αμαξοστοιχιών ή ελκτικών μονάδων που αμηχανούν, με εκτροπή της κυκλοφορίας στην παρακείμενη γραμμή πραγματοποιούνται από την ίδρυση του ΟΣΕ σε καθεστώς λειτουργίας με έκδοση προγραμματισμένων ή έκτακτων κυκλοφοριακών ρυθμίσεων.
Τα μικρότερης έκτασης καταγεγραμμένα σιδηροδρομικά συμβάντα την τελευταία πενταετία στο σταδιακά καταρρέον και ρημαγμένο σιδηροδρομικό δίκτυο, δυστυχώς, δεν στάθηκαν ικανά, παρά τις προειδοποιήσεις, τις καταγγελίες και τα εξώδικα των συνδικαλιστικών οργανώσεων, να κινητοποιήσουν τους αρμόδιους στη λήψη των ανάλογων μέτρων.
Οι αυξημένες απαιτήσεις σε χρονικά διαστήματα παραπεταμένης διάρκειας για εκτέλεση αυξημένου πλήθους εργασιών ανάταξης και εγκατάστασης σύγχρονων τεχνολογικών συστημάτων ασφάλειας της κυκλοφορίας που προκαλούνταν από τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των συμβάσεων θα μπορούσαν να είχαν μερικώς αντιμετωπισθεί και να είχαν βελτιώσει τους δείκτες ασφάλειας με τους ακόλουθους, ανεξάρτητους ή συνδυαστικούς, ενδεικτικούς τρόπους:
α) Με την πρόσληψη προσωπικού υποδομής όλων των ειδικοτήτων και ιδιαίτερα σταθμαρχών με αυξημένα τυπικά προσόντα (πτυχιούχοι ΑΕΙ/ΤΕΙ με σταθερές εργασιακές σχέσεις (όχι με «μπλοκάκι»), οι οποίοι θα είναι άριστα εκπαιδευμένοι και κατάλληλα προετοιμασμένοι για την αντίστοιχη θέση.
β) Με τη μείωση του πλήθους των δρομολογίων των αμαξοστοιχιών.
γ) Με τον ορισμό του ανώτατου πλήθους τμημάτων του δικτύου, εντός των οποίων πραγματοποιούνται εργασίες σιδηροδρομικής υποδομής.
Στο μοντέλο ωστόσο λειτουργίας του διασπασμένου και ιδιωτικοποιημένου σιδηροδρόμου, από την ΕΕ και τα μνημόνια, όπου κυριαρχούν οι ανταγωνισμοί μεταξύ των επιχειρήσεων και οι λογικές του κέρδους, δεν χωρούσαν ούτε χωράνε τέτοιου είδους επιλογές.
Για να μην ζήσουμε στο μέλλον ανάλογο δυστύχημα και να μην θρηνήσουμε άδικα άλλες ανθρώπινες ζωές, οι διαχρονικές ευθύνες των πολιτικών, που οδήγησαν στο τραγικό και πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην περιοχή των Τεμπών πρέπει στο ακέραιον να αποδοθούν.
Είναι πλέον η στιγμή που πρέπει η νεολαία και ο ελληνικός λαός να καταδικάσουν και να ανατρέψουν τις ακροδεξιές νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές που νοιάζονται πρωτίστως για τα κέρδη, χωρίς να υπολογίζουν τις ανθρώπινες ζωές, να διεκδικήσουν με συλλογική πάλη το δικαίωμα της ασφάλειας στη δουλειά και στη μετακίνηση και να απαιτήσουν την άμεση επανακρατικοποίηση της σιδηροδρομικής εκμετάλλευσης.
* Ο Γιάννης Κατσιάνης είναι συνταξιούχος σιδηροδρομικός με 35ετή εργασιακή εμπειρία
Αθήνα 05.03.2023