«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ» ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΝΕΥ… ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Α) Στις παραμονές της βασιλομεταξικής φασιστικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, μια διαδήλωση φοιτητών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κυλούσε, σαν πολύβουο ποτάμι, στους κεντρικούς δρόμους της πόλης με συνθήματα υπέρ των δημοκρατικών ελευθεριών που, εντός ολίγου, έμελε να καταργηθούν. Επικεφαλής της φοιτητικής διαδήλωσης, ο πρύτανης του Α.Π.Θ Αβροτέλης Ελευθερόπουλος! Όταν, στην συνέχεια, στίφη έφιππων χωροφυλάκων εφόρμησαν κατ’ αυτής, τσαλαπατώντας με τις οπλές των αλόγων τους και δέρνοντας ανηλεώς με μαστίγια τους άοπλους κι ανυπεράσπιστους φοιτητές, ο επικεφαλής των τελευταίων πρύτανης ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό και κραύγαζε συντετριμμένος: «Οϊμέ! ά – λογα επί αλόγων»! Μετά από μικρό χρονικό διάστημα, η κρατική εξουσία τον απέλυσε απ’ την θέση του καθηγητή και του πρύτανη. Την ίδια εποχή, ο καθηγητής του συνταγματικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Αλέξανδρος Σβώλος απολύθηκε απ’ την θέση του απ’ την δεξιά κυβέρνηση η οποία υλοποίησε, έτσι, την προγενέστερη απειλή του Ελευθερίου Βενιζέλου και της «δημοκρατικής» προκάτοχης κυβέρνησης του ότι « θα καταργήσει την έδραν του συνταγματικού δικαίου προκειμένου να παύση ο καθηγητής τούτου να ενοχλεί την κυβέρνησιν με τας επιστημονικάς του απόψεις»

Μετά παρέλευση οκτώ (8) περίπου δεκαετιών από την εποχή εκείνη, ο πρύτανης του Πανεπιστημίου της Αθήνας Φορτσάκης επιχειρεί να διαλύσει τους φοιτητικούς συλλόγους εισάγοντας πρωτάκουστες νομοθετικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή και, προκειμένου, να καταστήσει πειστικότερα τα «επιχειρήματά» του, κλείνει το πανεπιστήμιο και καλεί τα ΜΑΤ (την σύγχρονη μετεξέλιξη της έφιππης χωροφυλακής) να επιβάλουν την ακαδημαϊκή τάξη εντός και πέριξ του ιδρύματος. Όπερ και εγένετο. Τις ίδιες ημέρες, ο αντιπρύτανης του Α.Π.Θ Τζιφόπουλος, προφανώς εναμιλλώμενος προς τον εν Αθήναις συνάδελφό του Φορτσάκη, δηλώνει στα ΜΜΕ πως η εξουσία, μηδέ της πανεπιστημιακής εξαιρουμένης, «πρέπει να φασιστοποιηθεί». Επ’ αγαθώ του Έθνους και της Κοινωνίας βεβαίως!

Β) Κάθε νοερή σύγκριση των πρώην με τους νυν αναποδράστως μας οδηγεί σε αποτροπιαστικές εντυπώσεις εις βάρος των δεύτερων. Δεν πρόκειται για μια θεμελιώδη, έστω, μεταβολή διανοητικών ευαισθησιών. Πρόκειται για συντριπτικές, αδιάψευστες μαρτυρίες μιας ηθικής παρακμής, ενός πολιτιστικού αυτοχειριασμού της κατεστημένης «διανόησης». Στα τέλη του 19ου αιώνα, στην Ευρώπη και στην Ρωσία, οι διανοούμενοι έλαβαν μια συγκεκριμένη μορφή, εκείνη των διαφωνούντων και επαναστατών. Ο Πιότρ Στρούβε έκανε διάκριση ανάμεσα στην τάξη των μορφωμένων και την διανόηση {intelligentsia, ρώσικος όρος που διεθνοποιήθηκε στην συνέχεια}. Υπογράμμιζε πως δεν συνταυτίζονται: η διανόηση διακρίνεται από την ιδεολογική και πολιτική της δύναμη και, προεχόντως, από την αποξένωσή της από – και την εχθρότητά της – προς το κράτος. Οι διανοούμενοι ασκούσαν κριτική στο κράτος και στην κοινωνία. Γι’ αυτό ήσαν διανοούμενοι. Ο Eric Cahn όριζε τον διανοούμενο ως στρατευμένο μέλος μιας ομάδας συναποτελουμένης από συγγραφείς, καλλιτέχνες κι’ εκείνους που ζουν από την διάνοιά τους, έξω από τις δομές της εξουσίας και της κοινωνίας (βλ. Ράσελ Τζάκομπι, Το τέλος της ουτοπίας, εκδόσεις Τροπή, σελ. 143, 144, 145). Το να προτάσσεις καθολικές έννοιες (π.χ ελευθερία, ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ισότητα, κοινοκτημοσύνη) το να διαμαρτύρεσαι υπέρ αυτών σημαίνει πως η διαμαρτυρία σου δεν περιορίζεται μόνο «στο να διαμαρτύρεται», αλλά, ταυτοχρόνως, καταφάσκει σ’ ένα κόσμο πέρα απ’ την αθλιότητα και την δυστυχία. Εξυπονοεί την ουτοπία (βλ. στο ίδιο πιο πάνω σελ. 209). Ο ρόλος του διανοούμενου είναι να φωτίσει ανθρώπινα μυαλά, όχι να τα κυβερνήσει. Αγωνίζεται προκειμένου οι ίσοι, εξ ορισμού, άνθρωποι, να αναπτύσσονται κάτω από ίσες συνθήκες κι’ όχι άνισες, διακρίνεται από ένα ασίγαστο πάθος για «γλυκύτητα και φως» εννοούμενα όχι ως αφηρημένα αγαθά αλλά ως χαρακτηριστικά ενός άλλου κόσμου, γενναιόδωρου, έναντι μιας ζωής αγκιστρωμένης στο χρήμα και την εργασία, αγωνίζεται για να εναγκαλισθεί, η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, «τα καλύτερα που έχουν νοηθεί και ειπωθεί», γι’ αυτό και είναι ανυποχώρητος αντίπαλος της μαζικής κουλτούρας, αυτού του, αποκλειστικά και άμεσα, αντικείμενου μαζικής κατανάλωσης, όπως το μάσημα της τσίχλας. (παράβαλε πιο πάνω σελ. 102, 138). Οι κάθε λογής Φορτσάκηδες και Τζιφόπουλοι δεν συναποτελούν καν παράδειγμα ανεπαρκούς διανοούμενου· βρίσκονται στον αντίποδα του διανοούμενου: λένε «ναι» σ’ ένα θανατηφόρο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, λένε «ναι» σ’ έναν κόσμο ελέγχου, καταστολής και κυριαρχίας· δεν αντιπαρατίθενται στην εξουσία, αλλά παρίστανται ως ικανοποιημένοι εταίροι αυτής· οι δε σιωπώντες συνάδελφοί τους τους ονειρεύονται, μετά νευρικής αδημονίας, την φαιδράν ημέραν που θα σημάνει «την ενθρόνισή τους στις θέσεις της εξουσίας ως αξιωματούχοι ή διευθύνοντες».

Γ) Αυτό είναι και το όνειρο του «καλλιτέχνη» – τραγουδοποιού Κωστή Μαραβέγια που έσπευσε να κακίσει την αλληλεγγύη πλατιών στρωμάτων της νεολαίας και της κοινωνίας προς τον εικοσάχρονο αναρχικό απεργό πείνας Νίκο Ρωμανό, τονίζοντας ανερυθρίαστα «καμία συμμετοχή στον πιθηκισμό της ιδιοτελούς συμπαράστασης σε άδικα «δίκαιους αγώνες» που φέρουν όπλα, φωτιές και δακρυγόνα» (βλ. το ΠΡΙΝ της 14-12-2014 σελ. 10 όπου σχετικό σημείωμα του Γιώργου ΛΑΟΥΤΑΡΗ). Δεν μπόρεσε και δεν ήθελε να κατανοήσει, αυτός ο λιλιπούτειος του πνεύματος, πως στην κρατική πολιτική αντιμετώπισης του Νίκου Ρωμανού (με την σπάνια βουλητική δύναμή του) υλοποιούνταν εμπειρικά η ολοκληρωτική αντιδραστική ανατροπή των ατομικών ελευθεριών, πως επρόκειτο για ένα ανατριχιαστικό σάλπισμα «μηδενικής ανοχής» που κατέτεινε, όχι «στην εξόντωση ή ταπείνωση» αλλά και στην ταπείνωση (ηθικός θάνατος) ΚΑΙ στην εξόντωση! Γι’ αυτό και έσπευσε να συνταυτισθεί, επί του προκειμένου, με τους κακανισμούς της κυβερνητικής εκπροσώπου Σοφίας Βούλτεψη και τους γρυλλισμούς των ακροδεξιών κυβερνητικών βουλευτών Άδωνη Γεωργιάδη και Θάνου Πλεύρη. Ο όποιος Μαραβέγιας ανήκει στους «εντός» που υποκρίνονται τους «απ’ έξω»· προτάσσει και διεκδικεί μια περιθωριακότητα που δεν έχει· αυτήν την περιθωριακότητα (με την επιμελώς ατημέλητη εμφάνιση και συμπεριφορά) την μετατρέπει σε «πόζα». Η «ανατροπή» της αμφίεσης, της κόμμωσης και της «χαλαρής» συμπεριφοράς του, ανατρέπει την προσπάθεια για υπέρβαση της υπάρχουσας κοινωνίας. Είναι η κατάληξη της τελειοποιημένης μορφής του ανεπαρκούς που επιλέγει να σκανδαλίσει βάναυσα με τις εξωφρενικά αντιδραστικές του θέσεις μήπως και ξεκολήσει, μ’ αυτήν την απεχθή μεθόδευση, απ’ τον ιλώδη πυθμένα της μετριότητας!

31- ΧΙΙ- 2014
Πέτρος Πέτκας

Σημείωση: Στο προμνημονευόμενο σημείωμά του ο Γιώργος ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ λέει, μεταξύ των άλλων, και τ’ ακόλουθα: «Οι «καλλιτεχνικοί κύκλοι» απέφυγαν να δουν ό,τι εντόπισε ακόμη και η ίδια η κυβέρνηση Σαμαρά: το γεγονός πως διατυπώθηκε ένα αίτημα διεκδίκησης (αστικών) – η υπογγράμμιση δική μας – δημοκρατικών δικαιωμάτων με έναν τόσο αποφασιστικό τρόπο, ώστε να μην αφήσει ούτε τη Βουλή ασυγκίνητη». Ο προστεθείς, μέσα σε παρένθεση, επιθετικός προσδιορισμός «αστικών» μπορεί μεν να εκφράζει μιαν άκριτη ιδεοληπτική εμμονή του αρθρογράφου, αλλά, ταυτοχρόνως, πέρα από την απομείωση της δημοκρατικότητας του αγώνα του εικοσάχρονου αναρχικού απεργού πείνας Νίκου Ρωμανού, που επέδειξε (και απέδειξε) σπάνια βουλητική δύναμη, ευνουχίζει και την επικριτική διάθεση του αρθρογράφου απέναντι στους Μαραβέγηδες. Για να το καταστήσουμε σαφέστερο και παραστατικότερο: η ανθοδέσμη που φέρεται να καταθέτει ο Γ. ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ στο αγωνιστικό πεδίο του αναρχικού κρατούμενου Νίκου Ρωμανού, συναποτελείται από πεταλορροήσαντα ήδη άνθη! Ίσως – Ίσως, να έχει και περισσότερα αγκάθια παρά άνθη!