Bιβλιοπαρουσίαση
Κατερίνα Μάτσα
Συνηγορία υπέρ των αδυνάτων και της κοινωνικής αλληλεγγύης
Χ. Πουλόπουλου «Κρίση, φόβος και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής» εκδ. Τόπος, 2014
Πρόκειται για ένα μανιφέστο ανθρωπισμού στην Ελλάδα της Κρίσης, για μια ανοιχτή καταγγελία των νεοφιλελεύθερων, μνημονιακών πολιτικών, ένα κάλεσμα σε κινηματικές συλλογικές δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης, με στόχο την ανθρώπινη χειραφέτηση και την κοινωνική αλλαγή.
Το βιβλίο εξετάζει το κοινωνικό σώμα σε όλες τις πλευρές του μέσα στις συνθήκες της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Εξετάζει, πολύ εμπεριστατωμένα και με πλούσια βιβλιογραφία σε κάθε κεφάλαιο, τις συνέπειες των μνημονιακών πολιτικών άγριας λιτότητας και καταστολής στη ζωή των ανθρώπων. Δίνει μια πλήρη εικόνα, παραθέτοντας στοιχεία από τις πιο σοβαρές επιστημονικές έρευνες, φτωχοποίησης του πληθυσμού λόγω της λιτότητας και της τρομακτικής αύξησης της ανεργίας, που φέρνει την Ελλάδα πρώτη (με 27,4%) από όλες τις χώρες της Ε.Ε.. Συγκλονιστικά τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας. Χιλιάδες οι άστεγοι γεμίζουν τους δρόμους των μεγάλων πόλεων, κάποιοι μάλιστα καίγονται ζωντανοί όταν ανάβουν φωτιά να ζεσταθούν τις χιονισμένες νύχτες, όπως έγινε πριν λίγες μέρες στην περιοχή του Γηροκομείου. Η φτώχεια που μαστίζει τον λαό έχει κάνει πολλές μάννες να εγκαταλείπουν τα παιδιά τους στα μαιευτήρια ή στους παιδικούς σταθμούς γιατί δεν μπορούν να τα θρέψουν. Δείγμα και αυτό μιας κοινωνίας, που μέσα στην κρίση της, τρώει τα παιδιά της. Και τα τρώει με πολλούς τρόπους. Ένας απ’ αυτούς και οι αυτοκτονίες που ο ρυθμός τους αυξήθηκε τρομακτικά στην περίοδο της κρίσης. Οι άνθρωποι, πιο συχνά οι άνδρες που χάνουν τη δουλειά τους και τη δυνατότητα να συντηρήσουν την οικογένειά τους, αισθάνονται ότι τα χάνουν όλα. Βλέπουν τον κίνδυνο να χάσουν ακόμα και την αξιοπρέπεια τους, εκτιμούν ότι η ζωή τους δεν έχει πια κανένα νόημα και μέσα στην απελπισία τους δίνουν τέλος. Εδώ παρατίθεται και το σημείωμα που άφησε πριν αυτοκτονήσει, τον Απρίλη του 2012 στην πλατεία Συντάγματος, ο αείμνηστος Δημ. Χριστούλας, όπου μεταξύ άλλων λέει: «Δεν βρίσκω άλλη λύση από ένα αξιοπρεπές τέλος πριν αρχίσω να ψάχνω στα σκουπίδια για τη διατροφή μου» Το ίδιο το τελευταίο αυτό σημείωμα δίνει σ’ αυτή την αυτοκτονία τον χαρακτήρα μιας απελπισμένης πολιτικής πράξης. Υπενθυμίζει τον «Λόγο περί αξιοπρέπειας του ανθρώπου», το λεγόμενο Μανιφέστο της Αναγέννησης» του σπουδαίου φιλοσόφου του 15ου αιώνα Πίκο Ντέλλα Μιράντολα, που έλεγε ότι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου είναι το όνομα της ελευθερίας.1
Έγκυρες επιστημονικές μελέτες αποδεικνύουν ότι η οικονομική κρίση επιδεινώνει την υγεία και τη ψυχική υγεία των πολιτών. Αυξάνει τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τους καρκίνους, τις καταθλίψεις, τις αγχώδεις διαταραχές, τις κρίσεις πανικού, τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, του αλκοόλ και των παράνομων ουσιών, της μετάδοσης του ιού HIV, ιδιαίτερα στους εξαρτημένους ενδοφλέβιους χρήστες ουσιών (όπως έγινε στην Ελλάδα στα χρόνια 2011- 2012).
Και ενώ οι δείκτες νοσηρότητας του πληθυσμού αυξάνονται δραματικά, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές διαρκών περικοπών που εφαρμόστηκαν οδήγησαν στην πλήρη κατάρρευση του ΕΣΥ και όλων των δομών πρόνοιας και κοινωνικής φροντίδας. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις τελευταίες χώρες του ΟΟΣΑ ως προς τις δημόσιες δαπάνες υγείας.
Η «ελληνική τραγωδία» στην Υγεία έχει συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία της σημερινής τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης, με τα τρία εκατομμύρια ανασφάλιστων συμπολιτών μας, που δεν έχουν πρόσβαση ούτε στην περίθαλψη του ΕΣΥ, ούτε σε φάρμακα. Και μόνο τα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης που δημιουργήθηκαν, τα Κοινωνικά Ιατρεία και φαρμακεία, έβαλαν, όσον ήταν δυνατόν, ανάχωμα στον αφανισμό.
Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση η ανάλγητη κοινωνική πολιτική που εφαρμόσθηκε δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ποινικοποιεί την φτώχεια και την αρρώστεια.
Στο βιβλίο αναλύονται με υποδειγματικό τρόπο οι μηχανισμοί δημιουργίας εξιλαστηρίων θυμάτων και αποδιοπομπαίων τράγων, η καλλιέργεια από τους κρατούντες συλλογικών φόβων και ενοχών, η κατασκευή «εσωτερικών εχθρών» στο πρόσωπο όλων των διαφορετικών, των ξένων, των μεταναστών, των τοξικομανών, των οροθετικών αλλά και όσων αμφισβητούν την κυρίαρχη λογική και την καθεστηκυία τάξη. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η διαπόμπευση τον Απρίλη του 2012 των οροθετικών εξαρτημένων γυναικών από το δίδυμο Λοβέρδου – Χρυσοχοΐδη. Οι γυναίκες αυτές χαρακτηρίστηκαν ως «υγειονομικές βόμβες», που θα τίναζαν στον αέρα τα θεμέλια της «αγίας» ελληνικής οικογένειας και υποχρεώθηκαν με τη βία σε υγιειονομικό έλεγχο, βάσει της υγειονομική διάταξης Λοβέρδου 39Α/12 που ακόμα δεν έχει καταργηθεί!
Με τη βοήθεια των συστημικών ΜΜΕ καλλιεργήθηκε τότε ένα κλίμα γενικευμένου φόβου, που έντεχνα και συστηματικά συνδέθηκε με τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού HIV από τους φορείς του (τις εξαρτημένες οροθετικές εκδιδόμενες γυναίκες) στους «νοικοκυραίους» διοχετεύοντας την συσσωρευμένη, λόγω της κρίσης, οργή του κόσμου, στις θεσμικά στοχοποιημένες γυναίκες, που διαπομπεύτηκαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο και έγιναν βορά στο σαδισμό της εξουσίας, της κρατικής αλλά και της ιατρικής, αφού γιατροί του ΚΕΕΛΠΝΟ συμμετείχαν στην «επιχείρηση» μαζί με τους αστυνομικούς που τις κακοποίησαν πριν τις οδηγήσουν στη φυλακή. Ένα από τα θύματα αυτής της «επιχείρησης», η Κατερίνα, που τελικά, μετά από 2 χρόνια, το Νοέμβρη 2014, αυτοκτόνησε, έγραψε στο τελευταίο της σημείωμα: «Είμαι μια από τις 27 τοξικοεξαρτημένες οροθετικές γυναίκες, που διαπομπευθήκαμε και στη συνέχεια μας φυλάκισαν για διάστημα ως ένα χρόνο με την κατηγορία της πορνείας, που δεν αποδείχθηκε, και στη δίκη δύο από εμάς που καταθέσαμε αγωγή ενάντια στο ελληνικό κράτος για παράνομη φυλάκιση, στις 4/4/2014 κερδίσαμε αποζημίωση ύψους… 10 ευρώ την ημέρα. Η βλάβη που μας έγινε θα κυνηγά αιώνια εμάς και τα παιδιά μας. Εμείς, όμως, είμαστε φορείς δικαιωμάτων…».
Όμως, για ποια δικαιώματα μπορεί να γίνεται λόγος σήμερα, που τόσο κατάφωρα αυτά παραβιάζονται για ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, ιδιαίτερα τις πιο ευάλωτες; Στο πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου που αφορά τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ρατσιστική βία αναλύεται και το φαινόμενο του φασισμού, ο ρόλος της «Χρυσής Αυγής» και η κάλυψη της εγκληματικής δράσης της κατά των μεταναστών και των αντιφασιστών από την αστυνομία.
Μέσα σε όρους απώλειας υλικών αγαθών, ονείρων και προσδοκιών αλλά και ταυτοτικών ερεισμάτων και κοινωνικών αναφορών γενικεύεται το πένθος για όλες αυτές τις απώλειες. Ο βίαιος χαρακτήρας των απωλειών συσσωρεύει βίαια συναισθήματα, θυμό και οργή, που ζητούν εκδίκηση. Αυτά τα συναισθήματα που έντεχνα διοχετεύονται στους αποδιοπομπαίους τράγους (τους μετανάστες, τους εβραίους, τους τοξικομανείς, τους οροθετικούς, τους ρομά, τους ψυχασθενείς) χειραγωγούνται από ναζιστικά μορφώματα σαν την «Χρυσή Αυγή», που βλέπει, μέσα σε αυτές τις συνθήκες, τα εκλογικά ποσοστά της να ανεβαίνουν διαρκώς.
Η κοινωνική οδύνη μεταβαίνει, μέσα από πολλές διαμεσοποιήσεις, στον ατομικό ψυχισμό, ως ψυχική οδύνη, που γίνεται το υπόβαθρο της ψυχικής ευαλωτότητας και όλων των τάσεων φυγής από την πηγή των κοινωνικών αντιφάσεων. Το ευάλωτο άτομο, τσακισμένο από τους πολύπλοκους μηχανισμούς της βιοεξουσίας μαθαίνει από νωρίς να υποτάσσεται στην κυρίαρχη τάξη και στα ισχύοντα κανονιστικά πρότυπα και την ίδια στιγμή να λειτουργεί με όρους ανομίας.
Πρέπει να τονίσουμε, όμως ότι η ανομία που κυριαρχεί σήμερα, με την έννοια που δώσαμε παραπάνω, δεν είναι μια ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου αλλά μια ιδιότητα ενός κοινωνικού συστήματος, στο οποίο έχουν διαρραγεί οι κοινωνικοί δεσμοί. Αυτή η ρήξη των κοινωνικών δεσμών, η εξατομίκευση των ανθρώπων, η ατροφία της κοινωνικής ζωής έχει αρνητικές συνέπειες στη δόμηση του ψυχισμού των ανθρώπων και στη συμβολική δραστηριότητα, μέσα από την οποία οικοδομείται ο πολιτισμός.
Η αναγωγή του υποκειμένου σε άτομο, μοναχικό και καταναλωτικό, δημιουργεί ρήγματα και κενά στον ψυχισμό. Γιατί η ψυχική ζωή του ανθρώπου δεν μπορεί να αναπτυχθεί παρά μόνο στη βάση εκείνης της ψυχικής εργασίας που επιβάλει την εγγραφή του στους πρωταρχικούς διϋποκειμενικούς δεσμούς και στους κοινωνικούς δεσμούς. Γιατί αυτές ακριβώς οι διϋποκειμενικές, ψυχικές συμμαχίες που αποτελούν τις οργανωτικές αρχές της δόμησης του ανθρώπινου ψυχισμού. Όταν αυτές δεν καταφέρνουν να εγκαθιδρυθούν ή βρίσκονται σε κρίση τότε δεν μπορεί να εγκαθιδρυθεί σε στέρεες βάσεις η θέση του ατόμου μέσα στην ομάδα και το νοηματοδοτημένο λόγο της, ο οποίος περιλαμβάνει τα ιδανικά και τις αξίες της, τη μετάδοση της κουλτούρας και το λόγο της βεβαιότητας της κοινής με την ομάδα καταγωγής. Έτσι διαμορφώνονται οι όροι ανάπτυξης του εγωκεντρισμού, της αναδίπλωσης στον εαυτό, της αναζήτησης ατομικών λύσεων, της εσωστρέφειας, της αδυναμίας επικοινωνίας με τους άλλους, της άρνησης της ετερότητας, του ρατσισμού.
Αυτό το δυστυχισμένο άτομο ζει αποξενωμένο από τους άλλους και από τον εαυτό του. ΟΙ σχέσεις που κάνει είναι ρευστές, εφήμερες, χωρίς βάθος και διάρκεια, ανακλητές κάθε στιγμή, με αποτέλεσμα να μην αναπτύσσεται το αίσθημα της συνέχειας του εαυτού και να μεγαλώνει το αίσθημα του εσωτερικού κενού, της ανίας και του ανικανοποίητου.
Μέσα στο πλαίσιο του «ευέλικτου» καπιταλισμού, όπου η κοινωνική επισφάλεια αποτυπώνεται στον ψυχισμό ως ψυχική επισφάλεια, τροφοδοτείται διαρκώς «η κούραση να είσαι ο εαυτός σου», όπως λέει ο Alain Ehrenberg2, αφού αυτός ο εαυτός αυτό – υποτιμάται, καθώς απαξιώνεται πιεζόμενος να προσαρμοσθεί με κάθε τίμημα σε μια ρευστή πραγματικότητα, ακόμα και σε βάρος των αξιών του.
Η κρίση λοιπόν σε όλα τα επίπεδα βιώνεται από αυτό το εξατομικευμένο άτομο ως μια διαρκής, τραυματική διαδικασία, που δημιουργεί σύγχυση, αστάθεια και εμπνέει φόβο, το φόβο της καταστροφής, το φόβο της εγκατάλειψης, το φόβο του απρόβλεπτου, ένα φόβο ρευστό, που διαβρώνει την ψύχη και την γεμίζει αισθήματα ενοχής. Όπως λέει ο Σπινόζα, στην Πραγματεία περί της ελευθερίας τα σκέψης του ανθρώπου σε ένα ελεύθερο κράτος, το πνεύμα του ανθρώπων κλυδωνίζεται μεταξύ φόβου και ελπίδας. Η κλυδωνιζόμενη ψυχή του πλήθους διεκδικείται επίμονα από τον φόβο και την ελπίδα. Ακόμα και όταν ο φόβος φαίνεται να έχει νικηθεί, όπως αυτή την εποχή, ο κλυδωνισμός της ψυχής παραμένει σε εκκρεμότητα, με την ελπίδα να σηκώνει κεφάλι, ενώ την ίδια στιγμή, ο φόβος καραδοκεί.
Ο φόβος τροφοδοτεί τον παραλογισμό, τη δεισιδαιμονία, κατά τον Σπινόζα, και κάνει τους ανθρώπους να μάχονται για τη δουλεία τους, σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους. Τίποτε δεν είναι πιο αποτελεσματικό από τη δεισιδαιμονία, ως εξουσιαστικό μηχανισμό υποδούλωσης. Αυτός ο κλυδωνισμός της ψυχής δημιουργεί αισθήματα τρομερής δυσφορίας και ψυχικού πόνου. Όταν αυτά πάρουν ακραίες διαστάσεις, όπως συμβαίνει στους πιο ευάλωτους ψυχισμούς, τότε τα άτομα αναζητούν οδούς διαφυγής και στρέφονται στις ψυχοδραστικές ουσίες, αλλά και στις νέες εξαρτήσεις, ως «παράδοξη στρατηγική επιβίωσης».
Με τη μεγάλη εμπειρία και τη γνώση του, ο συγγραφέας, που υπήρξε επί 20 χρόνια διευθυντής του ΚΕΘΕΑ, αναλύει με ενάργεια το θολό κοινωνικό τοπίο της κρίσης, μέσα στο οποίο σήμερα κάνουν θραύση τα λεγόμενα «ναρκωτικά της κρίσης», πολύ φτηνά, πολύ τοξικά, πολύ επικίνδυνα για τους απελπισμένους, που καταφεύγουν σ’ αυτά για να ξεφύγουν από το απόλυτο αδιέξοδό της μίζερης και στερημένης ζωής τους. Περιγράφει επίσης την ανάλγητη στάση της Πολιτείας απέναντι στα εξαρτημένα άτομα που οδηγεί ουσιαστικά στην εξόντωσή τους.
Στο βιβλίο παρουσιάζεται με εξαιρετικό τρόπο η αποτυχία του εγχειρήματος της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, που κατέληξε σε μια διαδικασία «απονοσοκομειοποίησης» των μεγάλων ψυχιατρείων και στο επικείμενο κλείσιμο των τριών τελευταίων, βάσει της συμφωνίας Λυκουρέντζου – Αντόρ, χωρίς να έχουν δημιουργηθεί οι αναγκαίες, εναλλακτικές στο ψυχιατρικό άσυλο δομές μέσα στην κοινότητα, ξενώνες, οικοτροφεία, κινητές μονάδες, δομές επαγγελματικής αποκατάστασης, δομές στήριξης των οικογενειών αυτών των ανθρώπων.
Μέσα στις σημερινές συνθήκες της καταστροφής του κοινωνικού κράτους οι υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας που έχουν απομείνει μετατρέπονται και αυτές σε εργαλεία κοινωνικού ελέγχου των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Στο βιβλίο γίνεται αναλυτικά λόγος για την βαθειά κρίση των οργανισμών υγείας και κοινωνικής φροντίδας και προτείνονται μέτρα διεξόδου. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται οι συμμαχίες των λειτουργών αυτών των δομών με κοινωνικά κινήματα, η προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ενίσχυση των εργαζομένων «πρώτης γραμμής», η ενδυνάμωση των στελεχών, μέσα από διαδικασίες εποπτείας, αλληλοβοήθειας, συμμετοχικής δημοκρατίας και εκπαίδευσης με στόχο της υπέρβαση της ιατρικοποίησης κοινωνικών προβλημάτων και την κριτική στάση απέναντι στην κρίση. Τελικά, η μόνη πηγή αισιοδοξίας μέσα στο ζόφο της κρίσης, είναι οι νέες συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της κοινωνικής αλληλεγγύης, της προστασίας του περιβάλλοντος, του πολιτισμού, στα πλαίσια της μετάβασης από το «εγώ» στο «εμείς», από το φόβο και την παραίτηση στην αισιοδοξία της συλλογικής πράξης.
Σ’ αυτή την εποχή, λοιπόν, που ανοίγει τρομακτικά η ψαλίδα των κοινωνικών ανισοτήτων και διευρύνεται το φάσμα των κοινωνικά αποκλεισμένων ατόμων, εποχή που ο Άλλος, ο διαφορετικός βρίσκεται πάντοτε σε κίνδυνο, όπως θα έλεγε ο Horkheimer, το διακύβευμα είναι η δημιουργία μέσα από ένα δίκτυο κοινωνικών συμμαχιών, ενός μετώπου πολιτικής αντίστασης στην αποδόμηση του κράτους πρόνοιας. Το αντίδοτο στο φόβο, που καλλιεργείται από τους κρατούντες, είναι η συλλογικότητας και η αντίσταση. «Ο εγκλωβισμός στον ιδιωτικό χώρο αναπαράγει το φόβο και την έλλειψη αυτοπεποίθησης, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο. Αντίθετα, οι συλλογικότητες καλλιεργούν την αντοχή και την ψυχική ανθεκτικότητα, ως παράγοντα άμυνας για την επιβίωση» λέει σε μια συνέντευξη του ο Χ. Πουλόπουλος (Εφ. Συν. 27-28 Δεκεμβρίου 2014), κάνοντας αναφορά στην περίφημη μελέτη των ψυχιάτρων Καλούτση, Παπαδημητρίου, Σκούρα και Χατζηδήμου «Η ψυχοπαθολογία του άγχους, του φόβου και της πείνας τον καιρό της Κατοχής», που έδειξε ότι απέφυγαν την ψυχική εκμηδένιση όσοι μπήκαν στην αντίσταση και λειτούργησαν συλλογικά. Ακρογωνιαίος λίθος της αντίστασης είναι το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό μέτωπο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται, λέει ο Χ. Πουλόπουλος, ο εξαιρετικά σημαντικός ρόλος της ριζοσπαστικής, κριτικής κοινωνικής εργασίας. Η ριζοσπαστική κριτική κοινωνική εργασία, ως εφαρμοσμένη κοινωνική επιστήμη, αποβλέπει στην χειραφέτηση των ατόμων και στην κοινωνική αλλαγή. Έχει τις ρίζες της στον μαρξισμό και στη Σχολή της Φρανκφούρτης των Adorno, Horkheimer, Marcuze, Benjamin, εξετάζει το κριτικό υποκείμενο και την κριτική πρακτική ως πολιτική πράξη, που αποβλέπει στην ενίσχυση του κράτους πρόνοιας, την στήριξη και ενίσχυση των πιο ευάλωτων ατόμων και κοινωνικών ομάδων, των κινημάτων κοινωνικής αλληλεγγύης και συμμετοχικής δημοκρατίας, την ενίσχυση, με άλλα λόγια της κοινωνικής συνοχής. Κατά τον Adorno, μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού διαμορφώνονται οι όροι απώλειας της αυτονομίας του φιλελεύθερου ατόμου και της υποκειμενικότητας. Ο άνθρωπος, όμως, είναι τόσο ισχυρός όσο και αδύναμος, ένας σκεπτόμενος άνθρωπος που ο κόσμος συνθλίβει. Αλλά από τον πόνο, από τη συνείδηση του Υποκειμένου όταν συνθλίβεται ανάβει η σπίθα της Διαλεκτικής και το κριτικό πνεύμα καθοδηγεί την κριτική πράξη, που μπορεί να φέρει την κοινωνική αλλαγή.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βιβλίο του Χ. Πουλόπουλου αποτελεί την καλύτερη συνηγορία υπέρ των κοινωνικά αποκλεισμένων, αυτών που η βιοεξουσία θωρεί παρίες, «παράσιτα» της κοινωνίας, έξω απ’ τον παραγωγικό και τον κοινωνικό ιστό, όχι από τη σκοπιά της φιλανθρωπίας, αλλά από την σκοπιά της πάλης για την κοινωνική αλλαγή. Κατεδαφίζοντας το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της κοινωνίας ο Χ. Πουλόπουλος προσβλέπει σε ένα νέο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας «από τα κάτω», μέσα από την ανάπτυξη των δυνάμεων αποκεντρωμένης, συμμετοχικής δημοκρατίας, συλλογικότητας και κοινωνικής ένταξης. Ένα νέο – κεϋνσιανό, θα λέγαμε εμείς, μοντέλο μέσα σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης νέο – φιλελεύθερης διακυβέρνησης. Και όπως λέει ο ίδιος στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου «η κριτική κοινωνική εργασία εμπλέκει σε ισότιμη βάση τους λειτουργούς κοινωνικής φροντίδας, τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο, τους φορείς, τα κοινωνικά κινήματα και τις συλλογικότητες που αναπτύσσονται στην κοινωνία. Δίνει τη δυνατότητα για ανοικτή επικοινωνία, κριτική σκέψη, ανάλυση και δράση. Βοηθάει τους επαγγελματίες να κατανοήσουν τη στάση και την πρακτική τους, να διερευνήσουν σε βάθος τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που οδηγούν τα άτομα σε αδιέξοδο και να δραστηριοποιηθούν προς την κατεύθυνση της προσωπικής και κοινωνικής αλλαγής. Τους διευκολύνει να αναγνωρίσουν τις καταπιεστικές κοινωνικές δομές και τις εξουσιαστικές σχέσεις που αναπτύσσονται στην κοινωνία και να επιχειρήσουν να προωθήσουν μια πολιτική και πρακτική χειραφέτησης των ανθρώπων από την κοινωνική ανισότητα και αδικία» (σελ. 175-6).
1. Pico della Mirandola «Λόγος περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου», Άγρα 2014.
20/2/2015