Η ανακοίνωση της συνδικαλιστικής παράταξης ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΤΕΕ με αφορμή το δικαστικό και συνδικαλιστικό αγώνα για επαναπρόσληψη 15 συμβασιούχων που κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες στο Τεχνικό Επιμελητήριο, σχετικά με άρθρο της εφημερίδας ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ της 11/3/2021 δεν θα μπορούσε να μην τραβήξει την προσοχή κάθε εργαζόμενου συνδικαλιζόμενου ή μη.Η Αγωνιστική Εργαζομένων εύστοχα απαντά στην εφημερίδα Ριζοσπάστη για το ειδικό ζήτημα που αφορά συγκεκριμένα τους συμβασιούχους του ΤΕΕ και το γενικό αφορά όλους τους εργαζόμενους με ελαστικές σχέσεις εργασίας και τους τρόπους διεκδίκησης του δικαιώματος για μόνιμη και σταθερή εργασία.
ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΤΕΕ
Σχόλια σε άρθρο του «Ριζοσπάστη»
Την Πέμπτη 11 Μαρτίου η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε άρθρο για το ζήτημα του «εγκλωβισμού σε νομικούς λαβύρινθους» των συμβασιούχων. Την Παρασκευή 12 Μαρτίου τα μέλη του ΣΕΤΕΕ, Κ. Καρύδης και Π. Γκουντούμη, έστειλαν ανακοίνωση στους εργαζόμενους του ΤΕΕ που την υπέγραφαν ως «Συνδικαλιστική Πρωτοβουλία Εργαζόμενων ΤΕΕ» και κατά τη συνήθη πρακτική τους πήραν το άρθρο του «Ριζοσπάστη» το οποίο αναδημοσίευσαν ως ανακοίνωση, χωρίς αναφορά στην πηγή, προσθέτοντας απλώς την υπογραφή της παράταξής τους. Δεν μας αφορά εδώ αν υπάρχουν ζητήματα δεοντολογίας για τέτοιες πρακτικές ούτε ζητήματα συνδικαλιστικής ανεξαρτησίας από κομματικά έντυπα που καλύπτονται με τα copy paste. Eκείνο όμως που μας αφορά ως εργαζόμενους στο ΤΕΕ, είναι το άρθρο και οι θέσεις μιας πολιτικής εφημερίδας, του «Ριζοσπάστη», στα συνδικαλιστικά και πολιτικά ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τις διεκδικήσεις και το αγωνιστικό πλαίσιο του Συλλόγου μας. Το ότι το άρθρο στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» δεν έχει υπογραφή κάποιου συγκεκριμένου συντάκτη φανερώνει ότι αποτελεί άποψη της σύνταξης της εφημερίδας. Ας δούμε λοιπόν το άρθρο στα σημεία που κατά την άποψή μας πρέπει να επισημανθούν και να σχολιαστούν
1) Το άρθρο έχει στον πυρήνα του την θέση ότι δεν έχει νόημα οι συμβασιούχοι να στρέφονται για δικαίωση στα δικαστήρια αφού όπως επισημαίνεται εμφαντικά στο άρθρο του «Ριζοσπάστη»: «δεν υπάρχει καμία δικαστική απόφαση που να επιβάλλει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου»(!). Έτσι μετά από αυτή την πληροφορία που μας παρέχει η εφημερίδα, ο «Ριζοσπάστης» καθοδηγεί τους εργαζόμενους στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή στα δικαστήρια είναι μάταιος κόπος και πεταμένα λεφτά στους δικηγόρους. Ο ισχυρισμός όμως ότι «δεν υπάρχει καμία δικαστική απόφαση που να επιβάλλει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου.» σαφώς δεν επαληθεύεται. Όχι μόνο υπάρχουν πανελλαδικά πολλές δικαστικές αποφάσεις που δικαίωσαν συμβασιούχους και οδήγησαν τους εργαζόμενους σε κατάταξη σε θέσεις ΙΔΑΧ ακόμη και μέσα στο 2021, αλλά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στο ΤΕΕ έχουμε ήδη μια σειρά από δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες δικαιώθηκαν απολυμένοι συμβασιούχοι. Ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων ΙΔΑΧ στο ΤΕΕ και σε άλλους φορείς εργάζεται μετά από δικαστικές αποφάσεις που τους δικαίωσαν και οι οποίες έγιναν αμετάκλητες. Αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο στο ΤΕΕ (ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν σε πολλούς εργασιακούς χώρους του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα):
α) την απόφαση για τους 36 συναδέλφους μας που δικαιώθηκαν το 2007 και εργάζονται στο ΤΕΕ από το 2011 ως ΙΔΑΧ, β) τους 8 συναδέλφους μας που δικαιώθηκαν δικαστικά και εργάζονται στο ΤΕΕ γ) τους 3 συναδέλφους μας που δικαιώθηκαν δικαστικά και που επίσης εργάζονται στο ΤΕΕ, δ) 1 συνάδελφο από το Βόλο που επίσης δικαιώθηκε δικαστικά και επίσης εργάζεται, ε) τους 15 συναδέλφους μας που έχουν δικαιωθεί στο εφετείο που ακύρωσε τις απολύσεις τους και αναγνώρισε επίσης την εργασιακή τους σχέση ως αορίστου χρόνου, με βάση την οποία το ΤΕΕ είναι υποχρεωμένο να τους επαναπροσλάβει όταν κοινοποιηθεί η απόφαση.
Συνεπώς το συμπέρασμα του «Ριζοσπάστη» που μεταφέρουν οι Κ. Καρύδης και Π. Γκουντούμη αναπαράγοντας το άρθρο ως ανακοίνωσή τους, ότι «δεν υπάρχει καμία δικαστική απόφαση που να επιβάλλει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου.» αφορά σε σκόπιμη παραπληροφόρηση. Ειδικά όταν αυτό μεταφέρεται σε ένα φορέα, στον οποίο το ζήτημα που κυριαρχεί στις διεκδικήσεις των εργαζομένων είναι η εφαρμογή της τελεσίδικης εφετειακής απόφασης 5703/20, η οποία ακυρώνει τις απολύσεις των συναδέλφων μας, επιβάλλει την μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου, διατάσσει την επιστροφή τους στο ΤΕΕ και ορίζει εις βάρος του ΤΕΕ ποινική ρήτρα 150€ σε κάθε εργαζόμενο για κάθε μέρα μη συμμόρφωσης του φορέα, τότε η σκόπιμη παραπληροφόρηση γεννά σοβαρά πολιτικά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν.
Τα ερωτήματα αυτά όμως αφορούν και στην εφημερίδα που δημιουργεί απογοήτευση στους απολυμένους συμβασιούχους με εσφαλμένες αναφορές.
2) Ο αρθρογράφος σχολιάζει τον ευνοϊκό για τους συμβασιούχους Ν. 2112/1920 σχετικά με την παλαιότητά του και διατυπώνει την αμφιβολία: «αν μπορεί να εφαρμοστεί ένας νόμος του …1920 που προβλέπει ότι μία από τις κυρώσεις για την κατάχρηση μπορεί να είναι η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, παρόλο που η μετατροπή απαγορεύεται από το άρθρο 103 του Συντάγματος».
Η αναπαραγωγή της αμφισβήτησης από το «Ριζοσπάστη» για το αν μπορεί να εφαρμοστεί ένας ευνοϊκός για τους συμβασιούχους νόμος, όταν αυτός ήδη εφαρμόζεται, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, καθώς η αναφορά στο άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 υπάρχει σε κάθε δικαστική απόφαση που δικαιώνει εργαζόμενο συμβασιούχο σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Μάλιστα στην τελεσίδικη απόφαση 5703/20 που αφορά στους 15 παράνομα απολυμένους συμβασιούχους στο ΤΕΕ, ο νόμος αυτός αποτελεί θεμελιώδες έρεισμα στο νομικό σκεπτικό με το οποίο δικαιώθηκαν οι συνάδελφοί μας στην εφετειακή απόφαση. Προς τι λοιπόν αυτά τα ερωτήματα που δημιουργούν σύγχυση και απογοήτευση στους εργαζόμενους και αποδυναμώνουν τις δίκαιες διεκδικήσεις μας;
3) Στα δικαστήρια, που καταφεύγουν συνήθως όταν απολυθούν οι συμβασιούχοι, ο «Ριζοσπάστης» αντιπαραθέτει ότι «Μόνος δρόμος είναι η οργάνωση της πάλης τους, η ανάπτυξη κοινών αγώνων με το των εργαζομένων, σε σύγκρουση με την πολιτική που γενικεύει την «ευελιξία» για να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου».
Η αντιπαράθεση της δικαστικής προσφυγής με τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις, κατά την άποψή μας, σαφώς αποτελεί τακτική που ωθεί στην απογοήτευση τους συμβασιούχους. Οι συμβασιούχοι στο ΤΕΕ που απολύθηκαν το 2011 διεκδίκησαν αγωνιστικά και δικαστικά την επιστροφή τους στο ΤΕΕ. Την ημέρα μάλιστα της δίκης, το Δ.Σ. του ΣΕΤΕΕ στήριξε με μάρτυρες και με απεργιακή κινητοποίηση τους απολυμένους. Σήμερα ο ΣΕΤΕΕ, χωρίς να μπαίνει σε τέτοια διλήμματα, κινητοποιείται, θέτει το ζήτημα των ελαστικών εργασιακών σχέσεων στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις παρατάξεις του ΤΕΕ και στα πολιτικά κόμματα. Παράλληλα στηρίζει δικαστικά τους συμβασιούχους, όπως οφείλει, απέναντι στις καταχρηστικές κι εκδικητικές νομικές ενέργειες του ΤΕΕ που σέρνουν τους 15 απολυμένους στον Άρειο Πάγο.
Πέρα από αυτό όμως, στο εύλογο ερώτημα κάθε εργαζόμενου για την μορφή που πρέπει να έχουν αυτοί οι αγώνες ώστε να είναι νικηφόροι, η εφημερίδα διευκρινίζει πως αντιλαμβάνεται τους αγώνες, καθώς αναφέρεται σε συγκεκριμένες κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις για το άρθρο 103 του Συντάγματος: «το 2018 και το 2019 απέρριψαν την αναθεώρηση του συγκεκριμένου άρθρου, τη σχετική πρόταση του ΚΚΕ και την πρόταση άνω των 150 Σωματείων, Νομαρχιακών Τμημάτων της ΑΔΕΔΥ και Ομοσπονδιών του Δημοσίου.».
Τι νόημα έχει όμως να κάνει προτάσεις νόμου στο κοινοβούλιο ένα κόμμα που μειοψηφεί, ειδικά για αλλαγές σε άρθρα του Συντάγματος (που απαιτούν ιδιαίτερα αυξημένη πλειοψηφία), χωρίς καμιά αποφασιστική πανεργατική απεργιακή διεκδικητική κινητοποίηση για την στήριξη του στόχου πάλης; Η ευθύνη για την καταψήφιση λοιπόν δεν βρίσκεται μόνο στη, δεδομένη άλλωστε, στάση κάποιων κομμάτων, αλλά στον αυτοπεριορισμό του ΚΚΕ σε αδιέξοδες κοινοβουλευτικές παρεμβάσεις.
Αντίθετα, κατά την άποψή μας, πρέπει με ενωτικές προτάσεις προς τα σωματεία και την αριστερά, με απεργίες και διαδηλώσεις, να ισχυροποιείται ο μαζικός αγώνας ασκώντας πίεση προς κάθε κατεύθυνση. Η αναίρεση στον Άρειο Πάγο από το ΤΕΕ της εφετειακής τελεσίδικης και εκτελεστέας απόφασης και η διαπίστωση του ΣΕΤΕΕ ότι μια δίκη σε αυτό το επίπεδο κάνει το δικαστικό επίδικο πολιτικό, αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία για όποιον το εννοεί να παλέψει για την «ανάπτυξη κοινών αγώνων με το σύνολο των εργαζομένων, σε σύγκρουση με την πολιτική που γενικεύει την «ευελιξία» για να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου». Περιμένουμε λοιπόν, σαν πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, να σπάσει τη σιωπή γύρω από τον δίκαιο αγώνα των εργαζομένων του ΣΕΤΕΕ ο «Ριζοσπάστης» και να παρουσιάσει αντικειμενικά το θέμα κι όχι να επιχειρεί να ξεφύγει με γενικεύσεις.
4) Το άρθρο της εφημερίδας αναφέρεται στην απόφαση C-760/2018 από το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), που απάντησε στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου και εκτιμά ότι η απόφαση αυτή δεν επηρεάζει τη δικαστική τύχη των συμβασιούχων που καταφεύγουν στα δικαστήρια έχοντας συνεχόμενες καταχρηστικές συμβάσεις ετών. Το ΔΕΕ στην απόφαση αυτή ερμήνευσε την κοινοτική Οδηγία 1999/70 και χρησιμοποίησε στο νομικό σκεπτικό του το Ν. 2112/1920.
Κατά την άποψή μας δεν υπάρχει περίπτωση όχι μόνο η ΕΕ να λύσει τα ζητήματα της επισφαλούς εργασίας στην Ελλάδα αλλά και καμιά καπιταλιστική χώρα της Ευρώπης ξεχωριστά. Και αυτό για έναν απλό λόγο: χωρίς να υποτιμούμε τα νομικά ζητήματα, το βασικό εμπόδιο βρίσκεται στο ότι η ίδια η ανθρώπινη εργασία στην καπιταλιστική κοινωνία είναι εμπόρευμα και κάθε τι που γίνεται εμπόρευμα είτε προέρχεται από τη φύση είτε μεταποιείται από τον άνθρωπο, ακόμη και η ίδια η ανθρώπινη εργασία, ο εργαζόμενος ο ίδιος με μια έννοια, υπάγεται στους νόμους της αγοράς και υφίσταται τις συνέπειές της.
Αυτό που έχει σημασία όμως να κατανοήσουμε είναι ότι στο πλαίσιο του αέναου κοινωνικού ανταγωνισμού, της ταξικής πάλης δηλαδή, οι εργαζόμενοι οφείλουν να διεκδικούν από την Πολιτεία κάθε ρύθμιση για την προστασία τους από την χωρίς όρια εκμετάλλευση από το κεφάλαιο.
Ειδικά σήμερα, στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας που την επιδεινώνει, έχει ιδιαίτερη αξία η υπεράσπιση τέτοιων κατακτήσεων. Πως όμως θα υπερασπιστούμε αυτές τις κατακτήσεις, αν οι ίδιοι τις απαξιώνουμε; Αν εμείς δεν απαιτήσουμε τόσο κύρια αγωνιστικά όσο και επικουρικά προσφεύγοντας δικαστικά από την κυβέρνηση ή τον εργοδότη να εφαρμοστούν διατάξεις που κατακτήσαμε και μας προστατεύουν, τότε οι αγώνες της εργατικής τάξης που αποτυπώθηκαν στο εργατικό δίκαιο θα καταντήσουν νομοθετικά απολιθώματα, εύκολη λεία για τις κυβερνήσεις του κεφαλαίου που επιδιώκουν να πάρουν πίσω τις κατακτήσεις «ολόκληρου αιώνα» και να τις σβήσουν ακόμη και από τη μνήμη μας.
Γι αυτό τα ζητήματα εναντίωσης στην επισφαλή εργασία, και όχι μόνο ότι αφορά τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, πρέπει να είναι συνεχώς κεντρικό σημείο αναφοράς και αγώνα για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα μαζί με τους εργαζόμενους της Ευρώπης.
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να γίνει κατανοητή η απόφαση C-760/2018 του ΔΕΕ η οποία, όπως σωστά επισημαίνει και η δικηγόρος της ΑΔΕΔΥ, δεν υποχρεώνει σε συμμόρφωση την χώρα μας στο ζήτημα των διαδοχικών συμβάσεων που «συνιστούν μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου». Όμως, παρόλα αυτά είναι σημαντικό ότι για πρώτη φορά σε αυτή την απόφαση, η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, με βάση το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, δεν μπορεί να αποκλειστεί με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα προσέκρουσε στο άρθρο 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, όπως δεχόταν μέχρι σήμερα ο Άρειος Πάγος. Σύμφωνα με την παραπάνω γνωμοδότηση της δικηγόρου της ΑΔΕΔΥ, «Κάθε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης, ανανέωσης/παράτασης συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να αξιολογείται ad hoc και χρήζει ατομικής νομικής υποστήριξης ενώπιον των Εθνικών Δικαστηρίων, στα οποία ασφαλώς θα αξιοποιηθούν οι επιμέρους αιτιολογικές σκέψεις της απόφασης του Δικαστηρίου της Ένωσης.»
Συναδέλφισσες –οι,
το πρόβλημα των ελαστικών εργασιακών σχέσεων μπορεί να το αντιμετωπίσει μόνο ο επίμονος αγώνας των εργαζομένων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Σε αυτό το εργατικό και κοινωνικό επίδικο μετέχει και ο ΣΕΤΕΕ απαιτώντας την απόσυρση του ΤΕΕ από τα ένδικα μέσα και την εφαρμογή της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης 5703/20 που δικαίωσε τους συμβασιούχους συναδέλφους μας. Σε αυτό τον αγώνα καλούμε τις δυνάμεις που εκφράζονται στο εργατικό κίνημα όπως και κάθε αγωνιστική εργατική συλλογικότητα να σταθούν αλληλέγγυες.
30/3/2021
i
1) Εφετειακή απόφαση – μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου – υπ’αριθμ. 5753/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, (Τμήμα 4ο)
2) ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΥ – ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΗΣ ME ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑΣ – ΝΠΔΔ – 54/2012
3) κλπ