M. Casanova* (Μίτσισλαβ Μπορτενσταϊν)
O EMΦYΛIOΣ MEΣA ΣTON EMΦYΛIO
[ Ήταν τέτοιες μέρες, Mάης 1937, πριν 83 χρόνια, στη Βαρκελώνη, πρωτεύουσα της Iσπανικής επανάστασης. Kαι τότε, οι πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις είχαν απαγορευτεί. Όχι βέβαια λόγω κορονοϊού όπως σήμερα. H λεγόμενη ισπανική γρίπη, που κόστισε τη ζωή σε 50 – 60 εκατομμύρια ανθρώπους, είχε εκδηλωθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1918.
Tον Mάιο του 1937 οι πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις είχαν απαγορευτεί από τη δημοκρατική κυβέρνηση του «λαϊκού μετώπου» γιατί στο στρατόπεδο της επαναστατικής δημοκρατίας επικρατούσε μεγάλη ένταση και φοβόντουσαν εσωτερικό εμφύλιο πόλεμο πέρα από τον εμφύλιο πόλεμο με τους φασίστες του Φράνκο… Στην πραγματικότητα, οι απαγορεύσεις ήταν μέρος της στρατηγικής πειθάρχισης και ελέγχου της επανάστασης από το αστικό-σταλινικό στρατόπεδο.
Όσες υποχωρήσεις κι αν έκαναν οι αναρχοσυνδικαλιστές της CNT-FAI και οι τροτσκίζοντες του POUM, τα πράγματα είχαν τη δική τους εσωτερική λογική. O Στάλιν και οι Iσπανοί σταλινικοί ήθελαν να ξεκαθαρίσουν το τοπίο της δημοκρατικής Iσπανίας από τα ανεξέλεγκτα στοιχεία που ωθούσαν την επανάσταση πέρα από το δημοκρατικό και αντιφασιστικό της στάδιο. O έλεγχος και η λειτουργία των εργοσασίων από τους εργάτες, η κολλεκτιβίστικη καλλιέργεια της γης, η λειτουργία του στρατού χωρίς ιεραρχίες και πολλά άλλα δεν επρόκειτο να γίνονται ανεκτά από τους Σταλινικούς. Πολλώ δε μάλλον δεν μπορούσαν να έχουν άλλη πολιτική απέναντι στους Iσπανούς τροτσκιστές, την στιγμή που στη Mόσχα οι Δίκες με κατηγορούμενους τις «τροτσκιστο-ζηνοβιεφικές ύαινες» βρίσκονταν στο αποκορύφωμά τους…
Έτσι, στις 3 Mαΐου, οι σταλινικές Φρουρές Eπίθεσης (Asaltos) καταλαμβάνουν την Tηλεφωνία, το τηλεφωνικό κέντρο της Bαρκελώνης, το οποίο είχαν καταλάβει οι αναρχοσυνδικαλιστές από τις πρώτες μέρες της επανάστασης, τον Iούλιο του 1936, και το οποίο είχε μεγάλη σημασία για τον έλεγχο όλων των επικοινωνιών. H πρόκληση ήταν μεγάλη. Oι εργάτες εξεγέρθηκαν. Οδοφράγματα στήθηκαν σε όλη την πόλη. Οι Φρουρές Επίθεσης, η παραστρατιωτική δύναμη προστασίας της Ισπανικής Δημοκρατίας, μπορούσαν να σαρωθούν. Όμως οι ηγέτες της CNT-FAI, o Garcia Oliver και η Federica Montseny, έπεισαν τους εξεγερμένους να μην επιτεθούν. Tο επεισόδιο θα το διευθετούσαν “ειρηνικά”. Aλλά η άρνηση απάντησης στην εσωτερική αντεπανάσταση έδινε το σήμα για την κλιμάκωση της αντεπανάστασης. Tροτσκιστές και αναρχικοί σφαγιάστηκαν, το POYM απαγορεύτηκε, ο ηγέτης του Aντρές Nιν παραπέμφθηκε σε δίκη για προδοσία και συνεργασία με τους φασίστες. Αν και στο δικαστήριο μερικούς μήνες αργότερα αθωώθηκε, η δουλειά είχε γίνει. Kαι τον Aντρές Nιν μπορούσαν να τον «φάνε» αργότερα χωρίς δίκη, να τον εξαφανίσουνε λέγοντας ότι λιποτάκτησε προς το φασιστικό στρατόπεδο…
Aπό το βιβλίο «Προδομένη Ισπανία: Πώς το Λαϊκό Μέτωπο Άνοιξε τις πύλες στο Φράνκο», του Καζανόβα (Μίτσισλαβ Μπορτενσταϊν), παραθέτουμε το 11ο κεφάλαιο για τα γεγονότα της Bαρκελώνης τον Μάιο του 1937.
Θόδωρος Kουτσουμπός ]
Η δυαδική εξουσία πράγματι υπήρχε στην Ισπανία, αν και με μια ανολοκλήρωτη και μερική μορφή, τους πρώτους μήνες που ακολούθησαν την 19η Ιούλη [1936]. Η δεύτερη εξουσία, η εμβρυακή εξουσία της εργατικής τάξης, εκφράστηκε στις εργατικές επιτροπές που δημιουργήθηκαν σε κάθε πόλη και στα πιο μικρά χωριά της δημοκρατικής Ισπανίας. Οι επιτροπές αυτές, στις οποίες βρίσκονταν οι εκπρόσωποι των εργατικών οργανώσεων, έλαβαν πολυποίκιλες μορφές. Υπήρχαν οι Επιτροπές Άμυνας που εξασφάλιζαν τη δημόσια τάξη μέσω των Περιπόλων Ελέγχου και που διοικούσαν τα χωριά και τις πόλεις. Στα εργοστάσια σχηματίστηκαν Επιτροπές Eργασίας. Οι μεταφορές και ολόκληρη η κρατική διαχείριση ελέγχονταν από αντιπροσώπους των συνδικάτων. Οι ναύτες δημιούργησαν τα συνδικάτα τους πάνω στα πλοία. Από την αρχή οι πολιτοφυλακές οργανώνονταν από τα κόμματα και τα συνδικάτα. Η Κεντρική Επιτροπή των Αντιφασιστικών Πολιτοφυλακών δημιουργήθηκε στην Καταλονία με την πρόταση του Προέδρου Κομπανίς.[1] Τυπικά ήταν μια κυβέρνηση της Generalidad αλλά στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια αυτής της μοναδικής πρώτης περιόδου ήταν η αποκλειστική αποτελεσματική εξουσία στην Καταλονία. Η «κυβέρνηση» της Generalidad ήταν μια απάτη, η οποία γινόταν ανεκτή επειδή οι εργατικές οργανώσεις δεν είχαν το θάρρος να την διαλύσουν.
Παρόλα αυτά, όμως, ήταν αυτό το φάντασμα εξουσίας, η Generalidad, που νίκησε την εξουσία του λαού και των επιτροπών. Αυτή η ετοιμοθάνατη οργάνωση γέμισε με νέο αίμα από τους ηγέτες των εργατικών οργανώσεων. Η Κεντρική Επιτροπή των Αντιφασιστικών Πολιτοφυλακών καταργήθηκε και προς τα τέλη του Σεπτέμβρη σχηματίστηκε στην Καταλονία η κυβέρνηση συνεργασίας του Taradellas[2]. Ένα μήνα αργότερα οι Αναρχικοί εισχώρησαν και αυτοί στην κεντρική κυβέρνηση. Ξεκινώντας με το σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας, η κατάσταση στην «κυβερνητική» Ισπανία εξελίχθηκε μέσω της αποδυνάμωσης της εξουσίας των επιτροπών και την ενίσχυση της κεντρικής αστικής εξουσίας. Οι λόγοι γι’ αυτή την αντιδραστική εξέλιξη οφείλονται στην πολιτική των εργατικών κομμάτων.
Το κεντρικό σύνθημα του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και του Καταλάνικου τμήματος του ήταν «Όλη η εξουσία στη Κυβέρνηση!», στο οποίο οι Κομμουνιστές πρόσθεταν «Mas pan y menos comités!» (Περισσότερο ψωμί και λιγότερες επιτροπές!). Οι Σταλινικοί κατηγορούσαν τις επιτροπές, δηλαδή την επανάσταση, ότι ήταν υπεύθυνη για όλες τις διοικητικές δυσκολίες, την έλλειψη οργάνωσης και την καταστροφή των αποθεμάτων. Παρόλα αυτά, όμως, η κατάργηση των επιτροπών από το κόμμα του Comorera απλά έκανε τις δυσκολίες ακόμα μεγαλύτερες. Οι επιτροπές καταστράφηκαν αλλά το ψωμί έγινε ακόμα σπανιότερο. Οι Κομμουνιστές υποστηρίζονταν σθεναρά από τα αστικά και εθνικιστικά στοιχεία στην εκστρατεία τους για την καταστροφή των Επιτροπών Άμυνας, τις Περιπόλους Ελέγχου και τα Συμβούλια Ναυτών.
Η Esquerra Catalana (Καταλανική Αριστερά) το αστικοδημοκρατικό κόμμα και το Estat Catala[3] (Καταλανικό Κράτος), το Καταλανικό εθνικιστικό και αυτονομιστικό κόμμα, τους υποστήριζε σ’ αυτό το αντεπαναστατικό έργο στην Καταλονία. Αναφορικά με τους Αναρχικούς, τώρα, έγιναν η ουρά του Σταλινοαστικού μπλοκ. Αν η ηγεσία της CNT έδειξε πράγματι κάποια αντίσταση, αυτό οφείλονταν στην πίεση από τη βάση τους, μ’ άλλα λόγια στους Αναρχικούς εργάτες που επιθυμούσαν να διατηρήσουν τις κατακτήσεις της επανάστασης. Στην Καταλονία η επανάσταση είχε, από κοινωνική άποψη, προχωρήσει πολύ περισσότερο από ό,τι στην υπόλοιπη Ισπανία. Δεν μας προκάλεσε έκπληξη ότι η σύγκρουση των δυο δυνάμεων έλαβε την οξύτερη μορφή της εκεί.
Τα διατάγματα της Generalidad της Καταλονίας εφαρμόστηκαν μόνο όταν οι εργατικές οργανώσεις και ιδιαίτερα η CNT συμφωνούσε. Μετά το Νοέμβριο του 1936 π.χ. οι πολιτοφυλακές είχαν στρατιωτικοποιηθεί και είχε δημιουργηθεί με διάταγμα της Generalidad ο «Ejercito Popular» (Λαϊκός Στρατός). Σύμφωνα με το νόμο συνδέονταν αποκλειστικά με το Συμβούλιο Άμυνας και το Γενικό Επιτελείο της κεντρικής κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα όμως οι πολιτοφυλακές ήταν προσαρτημένες στις οργανώσεις που καθοδηγούνταν από τα κόμματα και τα συνδικάτα. Το ίδιο ίσχυε και για τη δημόσια τάξη.
Η δυαδική εξουσία, ένα γενικό φαινόμενο στην αρχή κάθε επανάστασης, μπορεί να αποτελεί μονάχα μια μεταβατική περίοδο. Μια από τις συγκρουόμενες δυνάμεις πρέπει να εξαφανιστεί. Η δυαδική εξουσία δεν μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει πολύ περισσότερο κατά η διάρκεια του εμφυλίου πολέμου κατά του Φασισμού. Η συγκεντροποίηση της εξουσίας είναι τόσο αναπόφευκτη όσο και αναγκαία. Σύμφωνα με εμάς, τους Μπολσεβίκους-Λενινιστές, θα έπρεπε να είχε λειτουργήσει πάνω στη βάση των γενικευμένων δημοκρατικών και συντονισμένων εργατικών επιτροπών. Σύμφωνα με τους Σταλινικούς και τους Δημοκρατικούς θα έπρεπε να είχε λειτουργήσει πάνω στη βάση του συντάγματος της αστικής δημοκρατίας.
Είναι αλήθεια ότι κάποιοι Αναρχικοί πίστευαν ότι οι δυο εξουσίες θα μπορούσαν να ανταγωνίζονται έπ’ αόριστον. Άλλωστε αυτό δεν είναι η αναρχία; Στην πραγματικότητα η δυαδική εξουσία έχει αυτό το κοινό με την αναρχία, με την χυδαία έννοια της λέξης, ότι δηλαδή η σύγκρουση της δικαιοδοσίας μεταξύ των αντιπάλων για την εξουσία, εμποδίζει τη δημιουργία μιας ισχυρής και συγκεντρωτικής εξουσίας. Αυτή όμως η «αναρχία» ή ακόμα καλύτερα η ανισορροπία της κοινωνίας στην πορεία της ιστορίας των επαναστάσεων, πάντα τελειώνει με μια σύγκρουση μεταξύ των αντίπαλων εξουσιών. Ως αποτέλεσμα αυτής της πάντα αιματηρής σύγκρουσης, η μια εξουσία επιβάλλεται πάνω στην άλλη και εξαφανίζει τον αντίπαλό της. Αυτή ήταν και η σημασία των γεγονότων μεταξύ 3 και 6 Μάη στη Βαρκελώνη.
Η κατάληψη του Τηλεφωνικού Κέντρου από τις Φρουρές Επίθεσης[4] ήταν απλά η πρόφαση από τη μεριά της Σταλινο-αστικής συμμαχίας για τον αφοπλισμό του προλεταριάτου. Ως αποτέλεσμα της μαλθακότητας του ΠΟΥΜ και ιδιαίτερα των ηγεσιών της CNT και FAI και των διαδοχικών τους υποχωρήσεων και συνθηκολογήσεων, οι Σταλινικοί και οι αστοί δημοκράτες, που τους πρώτους μήνες ούτε καν τόλμησαν να εμφανιστούν, από τις πρώτες μέρες του Μάη του 1937 ένιωθαν αρκετά ισχυροί να δοκιμάσουν το αισχρό πραξικόπημα τους κατά της επανάστασης και των οργανώσεων τους.
Όπως και οι υπόλοιπες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, το Τηλεφωνικό Κέντρο διευθυνόταν από τον Ιούλιο από εργατικές επιτροπές, με αντιπροσώπευση από δυο συνδικαλιστικά κέντρα, την UGT και την CNT. Η CNT κυριαρχούσε στην Καταλονία. Η κατάληψη του Τηλεφωνικού Κέντρου από τις Φρουρές Επίθεσης πραγματοποιήθηκε ως το αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας που εξυφάνθηκε από τους Σταλινικούς και τους Δημοκράτες, χωρίς την Καταλανική κυβέρνηση και με την Generalidad να βρίσκεται στο σκοτάδι. Οι Αναρχικοί υπουργοί δεν γνώριζαν την απόφαση για την κατάληψη του Τηλεφωνικού Κέντρου.
Οι εργάτες της CNT της Βαρκελώνης αντέδρασαν αυθόρμητα στήνοντας οδοφράγματα. Κατανόησαν ότι οι Σταλινικοί και οι Δημοκράτες ήθελαν να τους αφοπλίσουν και να απομακρύνουν τις κατακτήσεις τους της 19ης Ιούλη. Το POUM συμμετείχε στο κίνημα. Ωστόσο, η ηγεσία του περίμενε τις αποφάσεις της περιφερειακής επιτροπής της CNT. Το κίνημα ήταν πανίσχυρο. Οι επαναστάτες εργάτες της CNT κυριαρχούσαν στην πόλη. Η CNT βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση. Είχε την υποστήριξη της πλειοψηφίας του προλεταριάτου, επαρκείς ποσότητες όπλων και τις μεταφορές, που θα τις επέτρεπαν να εμποδίσει την άφιξη στρατευμάτων από τη Βαλέντσια. Η περιφέρεια της Καταλονίας θα ακολουθούσε το κίνημα. Τα απλά μέλη της CNT απλά περίμεναν τη διαταγή του κέντρου για να ξεκινήσει η επίθεση.
Από την άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων στη Βαρκελώνη είχαμε την αστυνομία και τους Σταλινικούς αλλά λόγω της κατωτερότητάς τους, η αστυνομία σε αρκετά μέρα αποφάσισε να μην επέμβει και δήλωσε ουδετερότητα. Οι Σταλινικοί ένιωθαν αρκετά ισχυροί για να προχωρήσουν στη δολοφονία επαναστατών αγωνιστών όπως οι Berneri, Barbieri[5] και άλλοι αλλά δεν τολμούσαν πια να περάσουν στην επίθεση. Περίμεναν τη βοήθεια από τη Βαλέντσια. Η κατάσταση απαιτούσε η ηγεσία της CNT να παίξει το ρόλο του καθοδηγητικού κέντρου στην προλεταριακή εξέγερση αλλά έπαιξε το ρόλο του εχθρικού φορέα. Πρόδωσε το κίνημα προτρέποντας αρχικά τους εργάτες να μην επιτεθούν και στη συνέχεια να εγκαταλείψουν τα οδοφράγματα και μ’ αυτό τον τρόπο πρόδωσε το προλεταριάτο της Βαρκελώνης στη σταλινο-αστική αντίδραση.
«Μα δεν μπορούσαμε να εμπλακούμε σε μια πλήρη μάχη καθώς κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την ανάκληση των πολιτοφυλακών μας από το μέτωπο και επομένως κάτι τέτοιο θα ευνοούσε το Φράνκο!», υποστήριζαν οι Αναρχο-υπουργοί. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτού του είδους το επιχείρημα δεν υπήρχε για τη δεξιά του Λαϊκού Μετώπου, μ’ άλλα λόγια για τους Σταλινικούς και την μπουρζουαζία. Οι τελευταίοι δεν δίσταζαν να στείλουν τα στρατεύματα που απαιτούνταν στο μέτωπο της Βαρκελώνης.
Η CNT όμως για να κυριαρχήσει σε Βαρκελώνη, Καταλονία και Αραγώνα, δεν χρειαζόταν να ανακαλέσει τις πολιτοφυλακές της CNT από το μέτωπο. Είχε επαρκείς δυνάμεις στα μετόπισθεν. Οι ηγέτες της CNT επικαλέστηκαν φανταστικούς κινδύνους για να δικαιολογήσουν την προδοσία τους. Από την άλλη: η διάλυση της αστικής εξουσίας, δηλαδή, της Generalidad και το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια των Επιτροπών Άμυνας, που δημιουργήθηκαν αυθόρμητα στην πορεία της πάλης, θα είχε αποτελέσει ένα σοβαρότατο πλήγμα για το Φράνκο. Η νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση στην Καταλονία θα είχε αλλάξει ανυπολόγιστα την κατάσταση σ’ ολόκληρη την Ισπανία. Θα είχε ενθαρρύνει τους εργάτες της Μαδρίτης και της Βαλέντσια, που θα είχαν ακολουθήσει το παράδειγμα της Βαρκελώνης, θα είχε ενισχύσει την ενέργεια και την μαχητικότητα του προλεταριάτου στο εκατονταπλάσιο, θα είχε αντίκτυπο πίσω στο Φρανκικό μετόπισθεν, το οποίο θα είχε αφυπνιστεί και επίσης θα είχε αντίκτυπο ακόμα και έξω από τα σύνορα της Ισπανίας.
Οι Garcia Oliver and Frederica Montseny[6] προτίμησαν τον άλλο δρόμο. Ακολούθησαν την μπουρζουαζία και τους Σταλινικούς. Δεν ανταμείφθηκαν: τρεις βδομάδες μετά εκδιώχθηκαν. Η παραδουλεύτρα είχε κάνει τη δουλειά της και τώρα η παραδουλεύτρα έπρεπε να φύγει. Η κυβέρνηση του Λάργκο Καμπαλιέρο αντικαταστάθηκε από την «El Gobierno de la Victoria», από την (Kυβέρνηση της Nίκης), του Δόκτoρα Νεγκρίν. Οι εργάτες της CNT αφοπλίστηκαν. Οι περίπολοι ελέγχου διαλύθηκαν. Οι οικονομικές κατακτήσεις του προλεταριάτου προοδευτικά εξαφανίστηκαν.
Η συντριβή των επαναστατών εργατών της Βαρκελώνης άνοιξε το δρόμο για τη Σταλινο-αστική αντίδραση και είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση του Φράνκο.
Mετάφραση Aρ. Mα.
* M. Casanova
M. Casanova ήταν το ψευδώνυμο του Mieczyslaw Bortenstein (1907-1942). Ο Καζανοβά γεννήθηκε στη Βαρσοβία τον Σεπτέμβριο του 1907 από πολωνική εβραϊκή οικογένεια. Σε ηλικία μόλις 16 χρονών οργανώθηκε στους Νέους Κομμουνιστές. Μετά την πρώτη του σύλληψη μετανάστευσε στο Βέλγιο και από εκεί στη Γαλλία, όπου έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας, το 1927. Συνελήφθη τον Αύγουστο του 1930, καταδικάστηκε σε ποινή τριών ετών για τη διανομή παράνομου τύπου και απελάθηκε στο Βέλγιο. Επέστρεψε παράνομα στη Γαλλία το 1932 και προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Απελάθηκε ξανά από τη Γαλλία, το 1934. Μετά, εντάχθηκε στη γαλλική τροτσκιστική οργάνωση Ligue Communiste Internationaliste.
Αμέσως μετά την εκδήλωση του φασιστικού πραξικοπήματος στην Ισπανία και το ξέσπασμα της Ισπανικής επανάστασης, ο Καζανοβά αναχώρησε για την Ισπανία, τον Ιούλιο του 1936. Στην Ισπανία εντάχθηκε πρώτα στην πολιτοφυλακή της αναρχοσυνδικαλιστικής CNT. Μετά εργάστηκε στα γραφεία ενός εργοστασίου κατασκευής πολεμικού υλικού που λειτουργούσε η CNT, ενώ βοηθούσε τη συντακτική ομάδα του La Voz Leninista, του περιοδικού των Ισπανών Μπολσεβίκων-Λενινιστών (Τροτσκιστών). Μετά τη σύλληψη των ηγετών αυτής της ομάδας, Munis και Carlini, ηγήθηκε της ομάδας μέχρι το τέλος του ισπανικού εμφυλίου πολέμου.
Μετά την ήττα των Δημοκρατικών της Ισπανίας, κατάφερε να περάσει στη Γαλλία, τον Μάρτη του 1939. Έφθασε στη Μασσαλία και προσπάθησε -όπως πολλοί άλλοι- να επιβιβαστεί σε πλοίο για το Μεξικό. Συνελήφθη από τη γαλλική αστυνομία του Βισύ και κλείστηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Vernet (Ariège), “Les Milles” και Drancy (Seine). Στις 19 Αυγούστου 1942 απελάθηκε στο διαβόητο Άουσβιτς, όπου θανατώθηκε.
Θ.K.
[1] Ο Luis Companys y Jover (1883-1940) ήταν Καταλανός εθνικιστής πολιτικός, πρόεδρος της περιφερειακής κυβέρνησης της Καταλονίας κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου. Παραδόθηκε στον Φράνκο από τον Πεταίν και εκτελέστηκε το 1940.
[2] Ο Josep Tarradellas (1900-1988) ήταν Καταλανός εθνικιστής και συνεργάτης του Companys. Επέστρεψε στην Ισπανία μετά το θάνατο του Φράνκο και έπαιξε παρόμοιο ρόλο στην περιφερειακή πολιτική της Καταλονίας μετά την εγκαθίδρυση συνταγματικού καθεστώτος.
[3] Η Esquerra ήταν το αριστερό κόμμα του Καταλανικού εθνικισμού, μικροαστικό και αυτονομιστικό, το Estat Catala ήταν ημιφασιστικό και αυτονομιστικό.
[4] Οι Φρουρές Επίθεσης (Asaltos) ήταν μια παραστρατιωτική δύναμη που δημιουργήθηκε από την Ισπανική Δημοκρατία για τη διατήρηση της τάξης.
[5] Ο Camillo Berneri (1897-1937) ήταν γνωστός Ιταλός φιλόσοφος και Αναρχικός που εγκατέλειψε την Ιταλία για να γλιτώσει από την καταδίωξη του Μουσολίνι. Ήταν εναντίον της κυβερνητικής συνεργασίας των Αναρχικών ηγετών στο Λαϊκό Μέτωπο με την εφημερίδα του Guerra di Classe. Ο Francesco Barbieri ήταν σύντροφός του. Τα σώματα τους ανακαλύφθηκαν ακρωτηριασμένα με βάρβαρο τρόπο, αφού δολοφονήθηκαν από τους Σταλινικούς.
[6] Η Federica Montseny Mané (1905-1994) ήταν η Αναρχική υπουργός υγείας στη Λαϊκομετωπική κυβέρνηση του Λάργκο Καμπαλιέρο (1936-37).