Ρ. Μαχαίρα – Μαρκίδου Τα παιδιά και Εγώ. Οι ιστορίες μας εκδ. ΒΗΤΑ, 2019

της Κατερίνας Μάτσα

Η Ράνια Μαχαίρα – Μαρκίδου είναι παιδοψυχίατρος, με τεράστια κλινική εμπειρία και μακρά διαδρομή σε δημόσια ψυχιατρεία και ψυχιατρικούς θεσμούς: Δαφνί, Νταού Πεντέλης, Ινστιτούτο Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Παγκράτι, Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής Βύρωνα – Καισαριανής του Πανεπιστημίου Αθηνών και, τέλος, διευθύντρια στο κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παγκρατίου του νοσοκομείου “Ευαγγελισμός” απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε το 2011.

Πρόκειται για μια σπάνια, ποιητική φυσιογνωμία, λάτρη της λογοτεχνίας και της ανθρώπινης γνώσης γενικά, που είχε το ταλέντο να μετατρέπει το κλινικό της έργο σε έργο τέχνης, με καταπληκτικά, χειροπιαστά αποτελέσματα.

Λέει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του βιβλίου ο σπουδαίος παιδοψυχίατρος Γρηγόρης Αμπατζόγλου: «Αυτό το βιβλίο αφήγησης που αποφάσισε τελικά να δημοσιεύσει η Ράνια με συγκινεί βαθειά, καθώς έρχεται να μου θυμίσει, αλλά και να υπενθυμίσει σε όλους εμάς που καλούμαστε να συναντήσουμε παιδιά σε θεραπεία, τη σημασία της μακράς πορείας ασκήσεων στην ελευθερία της σκέψης, ειδικά κάθε σκέψης που αρνείται να δεχθεί τις αγκυλώσεις των “σχολών”, ενώ συγχρόνως θρέφεται από τη φροντίδα, τη φροντίδα μας για τα παιδιά, η έγνοια της φροντίδας είναι αυτή που απελευθερώνει τελικά τη σκέψη μας και δεσμεύει την πράξη μας. Η θεραπεία φτιάχνεται σε τελευταία ανάλυση με ταπεινά υλικά τα οποία τα ζωντανεύει η σκέψη μας. Και η σκέψη μας αναζωογονείται χάρη σε αυτό το συνεχές πηγαινέλα μεταξύ επιστημονικής ενημέρωσης και απόλαυσης της λογοτεχνίας, χάρη στη συζήτηση του “περιστατικού” και τη συνειρμική συσχέτισή του με ένα αποθησαύρισμα παιδείας, χάρη σε έναν “δωρεάν” διάλογο που δεν αποσκοπεί στην επιπλέον κεφαλαιοποίηση της συζήτησης».

Σ’ αυτό το βιβλίο, στην εξαιρετικά καλαίσθητη έκδοση ΒΗΤΑ, η παιδοψυχίατρος αφηγείται ιστορίες παιδιών και εφήβων που παρακολούθησε στην κλινική διαδρομή της. Σε αυτά τα παιδιά το αφιερώνει, που την εμπιστεύθηκαν, της χάρισαν τις ζωγραφιές τους, της μίλησαν για τους φόβους, τις έγνοιες, τα όνειρά τους. Πολλές απ’ αυτές τις υπέροχες ζωγραφιές κοσμούν το βιβλίο, το οποίο εκδοτικά είναι άρτιο.

Εν τέλει, από τι πάσχουν τα παιδιά; θέτει εξαρχής το ερώτημα η συγγραφέας. “Σε όλα τους, και είναι κάμποσα τα παιδιά που είδα, ο κοινός παρονομαστής ήταν μια δυσκολία προσαρμογής στο περιβάλλον τους, σαν αυτό που τα αρρωσταίνει να ήταν, ανεξάρτητα από το πώς εκδήλωναν αυτού του είδους την αρρώστια, μια δυσαρμονία του βαθύτερου είναι τους, του ζωτικού τους χώρου, με τα αιτήματα και τις επιταγές του περιβάλλοντος. Αυτή η δυσαρμονία είναι φανερή είτε πρόκειται για σχολική αποτυχία, είτε για αυτισμό είτε για ψυχογενή ανορεξία.

Και όλες σχεδόν τις φορές εκφράζεται με συμπτώματα. Συμπτώματα που συχνά παρουσιάζει εκτός από το παιδί και το περιβάλλον του. Ενώ υπάρχουν και φορές που το παιδί χρησιμοποιείται σαν την αιχμή του δόρατος, και το περιβάλλον κυρίως είναι που νοσεί” (σ. 23).

Σ’ αυτή τη βάση προσεγγίζει η παιδοψυχίατρος τα παιδιά που έχει να αντιμετωπίσει με βασικό εργαλείο της τον λόγο, ένα “λόγο εποικοδομητικό, θεραπευτικό ταιριαστό με την ιστορία και την προσωπικότητα του παιδιού, ένα λόγο που να νοηματοδοτεί το σύμπτωμά του”.

Ο λόγος και η θεραπευτική σχέση δρουν καταλυτικά στη θεραπεία, υφαίνοντας αργά, κοπιαστικά μια νησίδα υγείας μέσα στον ψυχωσικό καμβά του ψυχοσυναισθηματικού κόσμου του παιδιού, όπως λέει η συγγραφέας. Η ψυχοθεραπεία διαρκεί πολύ, κάποια χρόνια τις περισσότερες περιπτώσεις, με παράλληλη παρέμβαση στην οικογένεια. Σε καμιά από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο βιβλίο δεν συνταγογραφήθηκε φαρμακευτική αγωγή, όλες, σχεδόν, κατάφεραν να ενταχθούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, στον κοινωνικό ιστό και να μην μετατραπούν σε χρόνιους ψυχιατρικούς ασθενείς.

Συχνά το σύμπτωμα αγγίζει το ασυνείδητο της θεραπεύτριας και αυτή μιλά στο παιδί για το ασυνείδητο. “Ο λόγος περί ασυνειδήτου, λοιπόν, αυτή η αποθήκη, η πίσω αυλή, η σοφίτα του νου μας, εκεί που στοιβάζονται τα όνειρά μας, οι παραδρομές της γλώσσας, τα ρετάλια της ρουτίνας μας, τα ξέφτια των σκέψεων μας, τα περισσεύματα των πράξεων μας, οι παραπραξίες, τα γκουρμέ των ψυχαναλυτών. Μιλώντας στα παιδιά για το ασυνείδητο, συνηθίζω να κάνω το σχέδιο ενός σπιτιού με υπόγειο, που τους λέω ότι όλοι διαθέτουμε, και όπου βάζουμε όσα δεν μας χρειάζονται άμεσα, τα όνειρα που βλέπουμε, τις λάθος λέξεις που λέμε, κομμάτια από τις κουβέντες που κάνουμε, ό,τι τελοσπάντων μας περισσεύει από την καθημερινή μας ζωή. Και από εκεί, από τον ακατάστατο χώρο, τα μπερδεμένα λόγια, οι ανάκατες εικόνες, οι απαγορευμένες επιθυμίες, τα κερματισμένα όνειρα, οι χαμένες αγάπες, οι σταθμοί που περάσαμε και δεν κατεβήκαμε, τα περασμένα χρόνια, αυτά που θέλαμε και κυρίως αυτά που δεν θέλαμε, όλα αυτά λοιπόν περιπλέκονται και ξεπηδούν εκεί που δεν το περιμένεις, τα φαντάσματα του εαυτού μας” (σ. 38).

Η θεραπεύτρια αντέχει τις σιωπές, προσπαθώντας πάντα να γυρίσει το χρόνο πίσω στην παιδική ηλικία και να πιάσει το νήμα από εκεί, να συνεχίσει την εποχή της αθωότητας και της εμπιστοσύνης. Φέρνει στο νου μας τη μέθοδο του μεγάλου ψυχιάτρου και ιδρυτή μαζί με τον Ουρύ της περίφημης κλινικής LaBorde Φρανσουά Τοσκεγιές, που έλεγε ότι πρέπει να ψάχνουμε πάντα να ξαναβρούμε τα πετραδάκια που άφησε η παιδική ηλικία στο λαβύρινθο της ψυχικής ζωής. Μόνο αυτά επιτρέπουν να μη χαθούμε μέσα στους δαιδάλους της ενήλικης ζωής. Και αυτή η ατομική διαδρομή είναι μοναδική για τον καθένα.

Εντυπωσιακή η αντιμετώπιση της Τασίας, δεκατεσσάρων ετών, μέτριας μαθήτριας στο Γυμνάσιο, που μεγαλώνει μόνο με τη μητέρα της, η οποία μέσα στο σπίτι, όχι στη δουλειά της, παραληρεί, έχει ακουστικές ψευδαισθήσεις. Η Τασία ακούει κι εκείνη τους ψιθύρους, που βγαίνουν από τους τοίχους, τους στέλνουν οι γειτόνισσες που ζηλεύουν μάνα και κόρη. Και τότε η θεραπεύτρια προτείνει στην Τασία να αντιτάξει στους ψιθυριστούς τοίχους το σαν της ποίησης για “να μετατρέψει την τρέλα σε νομίσματα του λόγου και της λογικής, μήπως κιόλας λειτουργήσει αυτό το σαν όπως ένας μαγνήτης και τραβήξει και τη μητέρα από το χάος. Η Τασία θα μπει διστακτικά στην αρχή στο παιχνίδι της γλώσσας, θαρρετά αργότερα, με ενθουσιασμό ακόμα πιο μετά. Θα της δανείσω ποιήματα του Μπωντλέρ, του Ρεμπό και του Βερλέν, θα της προτείνω να δώσει στους τοίχους τα ονόματα των μαγισσών του Μακμπέθ και θα δω αυτό το κορίτσι να αγκυροβολεί στις ακτές του λόγου, του λόγου της λογικής σε αντιδιαστολή με τον λόγο του παραληρήματος και των φαντασιώσεων” (σ. 52).

Τα παιδιά που οδηγήθηκαν στο Κοινοτικό Κέντρο ήταν παιδιά τραυματισμένα ψυχικά, βυθισμένα στον ψυχικό τους πόνο. Σ’ αυτά τα παιδιά, λέει η προικισμένη θεραπεύτρια, “το ψυχικό τραύμα δεν θα χάσει ποτέ τη βιαιότητά του, εάν το ωμό πράγμα δεν αναχθεί στα συμβολικά του συστατικά, και μέσω αυτών στο λόγο (σ.69). “Το θεραπευτικό πλάνο στηρίζεται σε όλα του τα σημεία στο ως εάν, στο ωσάν, στο σαν, και στην αποδοχή του λόγου ως εργαλείο εφαρμογής του” (σ.75).

Πιστεύω ότι δεν υπάρχει καλύτερη πολεμική κατά των βιολογικών ψυχιάτρων, των συνταγογράφων ψυχοφαρμάκων ακόμα και στις μικρές ηλικίες, στις “ευτελείς απομιμήσεις ψυχοθεραπειών που στηρίζονται στα πήλινα πόδια του δήθεν”.

Εν τέλει, το βιβλίο αυτό έχει τεράστια παιδευτική αξία και θα έπρεπε να είναι απαραίτητο βοήθημα για τους εκπαιδευόμενους παιδοψυχιάτρους ενώ συνάμα παρέχει στον αναγνώστη του πραγματική απόλαυση.