Zαπατίστας: Ξεπληρώνοντας ένα πολιτικό χρέος
Jeremy Lester*
Mέρος δεύτερο (τελευταίο)
Μετά από τρεις μέρες ερωτήσεων, και έχοντας περάσει με επιτυχία όλους τους απαιτούμενους ελέγχους και κόντρα ελέγχους, μου επιτράπηκε να ξεκινήσω μόνος μου για την ελεγχόμενη από τους Ζαπατίστας ιθαγενή περιοχή Tzozz choi της Morelia, ψηλά στους λόφους, γύρω στα 120 χιλιόμετρα απόσταση από το San Cristobal. Τα 120 χιλιόμετρα μπορεί να μη φαίνονται μεγάλη απόσταση αλλά πάνω στους λόφους πολλές κοινότητες –των Ζαπατίστας ή άλλες– χάνονται πολλές φορές από το δρόμο και μπορεί να χρειασθούν πολλές ώρες και πολλά μέσα μεταφοράς για να φτάσεις τελικά στον προορισμό σου (όπως ήταν η δική μου περίπτωση). Έτσι, έχοντας φτάσει τόσο μακρυά, σίγουρα δεν επρόκειτο να αφήσω να με αποθαρρύνουν μερικά βρώμικα κάρα και μερικά καθόλου ελκυστικά και σχεδόν σπασμένα φορτηγά (με ένα χώρο για να σταθείς στο πίσω ακάλυπτο μέρος).
Φτάνοντας στην κύρια θέση του caracol της Morelia, έμαθα γρήγορα ότι η οργάνωση για τα ανθρώπινα δικαιώματα που μου είχε δώσει τη συστατική επιστολή δεν αστειευόταν όταν έλεγε ότι αυτό δεν αποτελούσε εγγύηση για την είσοδο εκεί. Εάν υπήρχε ένας βαθμός ευφορίας και υπερηφάνειας που έφτασες επιτόπου, αυτό γρήγορα το διαδεχόταν μια πολύ μεγάλη, γεμάτη άγχος αναμονή, προτού σου δοθεί τελικά η άδεια να μπεις. Επαναλαμβάνω, μπορεί κανείς να κατανοήσει πλήρως την ανάγκη και το πλαίσιο για αυτά τα μέτρα προφύλαξης. Ακόμα και στις πιο καλές περιστάσεις υπάρχει συχνά μια λεπτή διάκριση που διαχωρίζει τον «επισκέπτη» από τον «εισβολέα». Παρόμοια, μπορεί κανείς να καταλάβει καλά και να εκτιμήσει ότι αυτοί τώρα έχουν το προνόμιο να αποφασίζουν ποιος έχει και ποιος δεν έχει το δικαίωμα να μπει στο στρατόπεδό τους, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να ληφθούν αποφάσεις για (λευκούς, αρσενικούς) «ξένους» στα δικά τους «σύνορα». Εάν η αναμονή είχε ως στόχο να με κάνει να αισθανθώ άβολα και ίσως ανεπιθύμητος, εκτός τόπου, ανοίκεια, τότε αυτά είναι τα αισθήματα που και εκείνοι βίωναν σε όλη τους τη ζωή και επί πολλές προηγούμενες γενιές για αυτήν την δικαιωματικά πατρογονική τους εστία. Πρέπει επίσης να θυμάται κανείς ότι, πέρα από τη συνεχιζόμενη τωρινή απειλή της παραστρατιωτικής βίας, η Morelia έχει υπάρξει στο παρελθόν τόπος αληθινού, σωματικού βασανισμού, δολοφονίας και καταπίεσης και αυτές οι μνήμες παραμένουν ζωντανές στο νου όσων ζουν στην περιοχή.
Στις δύο ημέρες που έμεινα εδώ ποια ήταν τα πιο σημαντικά ευρήματα; Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να πει κανείς, βέβαια, είναι ότι δύο μέρες είναι πολύ μικρό χρονικό διάστημα και οποιαδήποτε «συμπεράσματα» βγάλει, μπορεί να είναι μόνο περιορισμένα, υποκειμενικά και να μένουν εντελώς στο επίπεδο των εντυπώσεων. Αυτό πρέπει να το τονίζουμε και να το θυμόμαστε πάντα. Αν υπάρχει μια εντύπωση μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη που πήρα μαζί μου φεύγοντας, είναι η συγκεκριμένη έκταση στην οποία η κοινότητα –και οι Ζαπατίστας σαν σύνολο– έχει σε ακραίο βαθμό απομονωθεί. Μου φαίνεται ότι υπάρχουν τρεις διαστάσεις, αλληλοσυνδεόμενες, αυτής της απομόνωσης. Πρώτον, όπως ανέφερα προηγουμένως, υπάρχει η απομόνωση, που πηγάζει από το γεγονός ότι με το πέρασμα του χρόνου το ενδιαφέρον για τους Ζαπατίστας και την υπόθεσή τους –τόσο διεθνώς όσο και εθνικά– έχει σε σημαντικό βαθμό μειωθεί. Άλλες υποθέσεις, άλλοι αγώνες, άλλες μορφές κινημάτων έχουν αρχίσει να έχουν προτεραιότητα και όσο ο έξω κόσμος «τους αφήνει» ή «κουράζεται» απ’ αυτούς, τόσο πιο αναπόφευκτο γίνεται να αποσύρονται όλο και περισσότερο στο καβούκι τους.
Δεύτερο, οι εχθροί τους -πρώτα απ’ όλα εδώ το ελεγχόμενο από τη Δεξιά μεξικανικό κράτος- έχουν γίνει, όσο περνούν τα χρόνια, όλο και πιο αποτελεσματικοί στο να τους απομονώνουν. Οι προηγούμενες προσπάθειες να καταστρέψουν τον EZLN και να τον ξεκάνουν με στρατιωτικά μέσα κατέληξαν σε παταγώδη αποτυχία. Όμως, όσο περνά ο καιρός, οι Ζαπατίστας τώρα όλο και περισσότερο καταβάλλονται από τον ισχυρό συνδυασμό της καθημερινής πίεσης των τακτικών παραστρατιωτικών επιθέσεων και αντι-εξεγέρσεων, καθώς και από την αυξανόμενη εισβολή του ξένου κεφαλαίου στην περιοχή τους με στόχο την «ανάπτυξη». Όσον αφορά την τελευταία, υπάρχουν ουσιαστικά πέντε οικονομικοί τομείς-κλειδιά πίσω από την «ανάπτυξη» της περιοχής των Τσιάπας – το πετρέλαιο, τα βιοκαύσιμα, ο χαλκός, τα ορυχεία (ιδιαίτερα του χρυσού) και ο (οικο)-τουρισμός. Και οι πέντε τομείς προσελκύουν σημαντικό ενδιαφέρον και επενδύσεις από το εξωτερικό και παρά τα επιζήμια αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τους πολύ φτωχούς όρους εργασίας σε όλες αυτές τις περιοχές, κάποια από τα παραγόμενα κέρδη χρησιμοποιούνται ανοιχτά για να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις κοινότητες που ελέγχονται από τους Ζαπατίστας λόγω των καλύτερων οικονομικών προοπτικών που προσφέρονται. Αυτό φοβούνται περισσότερο οι ίδιοι οι Ζαπατίστας, δηλαδή αυτή την μετανάστευση που γίνεται λίγο-λίγο και που έχει δυνητικά τη δυνατότητα να καταστρέψει την ίδια την υφή της κοινότητας που αγωνίζονται να εγκαθιδρύσουν και να οικοδομήσουν.
Τρίτον, ακριβώς επειδή έχουν όλο και περισσότερο απομονωθεί από τους άλλους, έχουν εξίσου –αν όχι περισσότερο– φτάσει να απομονώνονται και μόνοι τους. Και για πολλούς εξωτερικούς παρατηρητές αυτή η αυτοαπομόνωση αποδεικνύεται πιο επικίνδυνη. Επαναλαμβάνω, υπάρχουν πολλές πλευρές του ζητήματος. Σε ένα επίπεδο, για παράδειγμα, βλέπει κανείς πολύ λίγα σημάδια του «διεθνισμού» που βγαίνει προς τα έξω και αποτελούσε χαρακτηριστικό στοιχείο της πρώτης περιόδου της εξέγερσης των Ζαπατίστας. Στην πραγματικότητα, περισσότερο και από αυτό, οι ίδιοι δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται και πολύ για ό,τι συμβαίνει σε άλλα μέρη του κόσμου. Κάθε προσπάθεια, για παράδειγμα, να εμπλέξει κανείς την junta σε οποιαδήποτε συζήτηση για την τρέχουσα διεθνή κατάσταση και την αναπτυσσόμενη κρίση του καπιταλισμού αντιμετωπιζόταν με σιωπή και φανερή άγνοια για όσα συμβαίνουν. Φαίνεται πως το επαναλαμβανόμενο μήνυμα του Μάρκος ότι «δεν δίνει δεκάρα» για τις σημαντικότερες πλευρές των εξελίξεων σε άλλα μέρη του κόσμου έχει διαπεράσει τον καθένα μέσα στις κοινότητες. Και, φυσικά, υπάρχει μια έντονη αίσθηση ότι οι σκέψεις των ανθρώπων της κοινότητας κυριαρχούνται από το απόφθεγμα: «άσε τον κόσμο να γυρίζει γύρω-γύρω όσο αυτός σε αφήνει στην ησυχία σου».
Επιπρόσθετα, αυτό το είδος αυτο-απομόνωσης δεν μπορεί παρά να έχει και άλλες συνέπειες, όπως αυτές που επηρεάζουν την καθημερινή συμπεριφορά και την ψυχολογική συγκρότηση των ανθρώπων στις κοινότητες. Για να δώσω ένα παράδειγμα: Η «συστατική μου επιστολή» υποδείκνυε ότι ήμουν κατάλληλος για να έχω συνομιλίες ή να πάρω συνέντευξη από τα μέλη της junta πάνω σε μια σειρά ζητημάτων. Για μένα οι λέξεις «συνομιλίες» και «συνέντευξη» είναι συνώνυμες με το διάλογο και δεν ήθελα τίποτα περισσότερο από ένα διάλογο. Όμως για τα μέλη της junta ο διάλογος ήταν το τελευταίο πράγμα που είχαν στο μυαλό τους. Για αυτούς, μια συνέντευξη σήμαινε να τους δώσω (τουλάχιστον μια μέρα πριν) μια λίστα ερωτήσεων, επί των οποίων θα έδιναν, μετά από σκέψη, μια απάντηση την επόμενη μέρα.
Όμως, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, το μεγαλύτερο μέρος των ερωτήσεων απλά αγνοήθηκε. Και όσο για τις απαντήσεις στις άλλες, αυτές ήταν σύντομες. Εκείνο, όμως, που με εντυπωσίασε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ήταν ο τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα πράγματα. Και στις δύο συναντήσεις –την πρώτη για να δώσω τις ερωτήσεις και τη δεύτερη για να πάρω τις απαντήσεις– τα μέλη της junta κάθισαν στο ένα άκρο του δωματίου που προοριζόταν για τις καθημερινές υποθέσεις της «καλής κυβέρνησης» (buen gobierno), ενώ εγώ καθόμουν σε ένα πάγκο σε μεγάλη απόσταση από αυτούς. Και επιπλέον, όλοι αυτοί κάθονταν σε γραφεία, τα οποία βρίσκονταν σε ένα υπερυψωμένο επίπεδο του πατώματος, ενώ εγώ καθόμουν πιο χαμηλά από αυτούς. Εν ολίγοις, όλο αυτό αποτελούσε μια χορογραφία του τρόπου που καθόμασταν με σκοπό να με κρατήσει σε απόσταση. Ο χώρος ανάμεσά μας αποτελούσε ένα αγεφύρωτο χάσμα. Και ακόμα περισσότερο, όχι μόνο δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα ουσιαστικού διαλόγου ή οποιασδήποτε αυθόρμητης έκφρασης σε όλα αυτά, αλλά επιπλέον δεν υπήρχε και καμιά επιθυμία για διάλογο ή αυθορμητισμό. Γιατί; Μήπως υπήρχε φόβος για το διάλογο;
Αυτός ο τρόπος να με κρατήσουν σε απόσταση διατηρούνταν σταθερά και συνειδητά: Μόνο πολύ σπάνια ήταν δυνατό με κάποια μέλη της κοινότητας να γεφυρώσεις την απόσταση και να δημιουργήσεις μια αμοιβαία, γεμάτη νόημα και από τις δύο πλευρές σχέση διαλόγου μαζί τους. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, με μια νέα γυναίκα που μου ανοίχτηκε. Από τη μια πλευρά, για παράδειγμα, ήθελε να καταλάβω καλά πως ήταν η ζωή της όταν ήταν πολύ νέα, γιατί εντάχθηκε στους Ζαπατίστας, τους αγώνες στους οποίους είχε πάρει μέρος και πως άλλαξε η ζωή της από τότε που ανήκει στο κίνημα και είναι μέλος της κοινότητας. Από την άλλη μεριά, ενδιαφερόταν πολύ να μάθει τι συνέβαινε στον κόσμο και τι συνέπειες θα μπορούσε αυτό να έχει πάνω στη δική τους κατάσταση. Το δώρο των λόγων της και το άνοιγμα που έκανε είναι κάτι που θα θυμάμαι με συγκίνηση. Τι κρίμα που απαγορευόταν να πάρω φωτογραφίες των ανθρώπων της κοινότητας, αφού αργά ή γρήγορα, η εικόνα της θα εξαφανισθεί από το μυαλό μου.
Με εξαίρεση αυτή τη νέα γυναίκα και λίγους ακόμα, επαναλαμβάνω, η απόσταση ανάμεσά μας ήταν αγεφύρωτη4. Στ’ αλήθεια, όλο αυτό είναι μέρος της σημασίας που έχει ένα caracol.
4Αξέχαστη θα μου μείνει η αντίδραση που είχαν πολλοί κάτοικοι στο άκουσμα ενός μικροσκοπικού οργάνου που έπαιζε τη Διεθνή. Τους συνεπήρε και τους γοήτευσε. Τα πρόσωπα όλων όσων άκουγαν γέμισαν παιδιάστικη χαρά και απορία.
Δηλαδή, ενώ η εξωτερική άκρη του κοχυλιού είναι ευλύγιστη και μπορεί να ανοίξει, το εσωτερικό μέρος του κοχυλιού είναι σκληρό (από την σκοπιά της προστασίας). Όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν είναι δύσκολο να σκεφθείς ότι είναι υπερπροστατευτικό (κάποιες φορές) και ότι η κοινότητα είναι πολύ απομονωμένη, πολύ φοβισμένη μήπως «μολυνθεί από τους απέξω» και πολύ καχύποπτη απέναντι στον εξωτερικό κόσμο.
Μ’ αυτό τον τρόπο, ριψοκινδυνεύουν να κλειδωθούν μόνοι τους και να μείνουν μακρυά απ’ όλους, ατενίζοντας μόνο τους εαυτούς τους. Σ’ αυτό δεν μπορεί να βοηθήσει κανείς. Μπορεί μόνο να θυμηθεί τα λόγια του Franz Kafka: «ένα κλουβί αναζήτησε ένα πουλί».
Επαναλαμβάνω, προσπαθώντας να είμαι δίκαιος με αυτούς που «με φιλοξένησαν», πρέπει να αναγνωρίσω ότι αυτή η αποκοπή από τον έξω κόσμο και η συγκέντρωσή τους στις μικρές φιλοδοξίες τους που αφορούν το να έχουν καλύτερη (στο επίπεδο της πρόληψης) φροντίδα υγείας, εκπαίδευση, πολιτιστική ανάπτυξη και οικονομική αυτάρκεια είναι το δύσκολα κατακτημένο δικαίωμα και προνόμιό τους. Όμως και με την καλύτερη θέληση του κόσμου δεν μπορείς να ξεφύγεις από το γεγονός ότι πρόκειται για μια στρατηγική καταδικασμένη να αποτύχει. Η δύναμη της πραγματικότητας που τους περιέβαλε είναι πολύ μεγάλη για να της αντισταθούν. Απλά, δεν μπορούν να χτίσουν για τους εαυτούς τους και να ζήσουν μέσα σ’ ένα «γυάλινο σπίτι». Δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα γεμάτο φαντασία, ουτοπικό όνειρο το να σκέφτονται ότι μια τέτοια απομόνωση θα τους κάνει εντελώς ελεύθερους και θα τους αφήσει στην ησυχία τους να χτίσουν τις κλινικές τους, τα σχολεία τους, να κάνουν τη γη να παράγει καρπούς, να φέρουν δικαιοσύνη και καλή κυβέρνηση όσο διάστημα το θελήσουν. Έχουν σίγουρα καταφέρει πάρα πολλά σ’ αυτούς τους τομείς, και όλα όσα έχουν κατακτήσει αξίζουν το μεγαλύτερο έπαινο, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν ο χρόνος είναι σύμμαχός τους. Οι εξωτερικές δυνάμεις που προανέφερα και είναι εχθρικές σ’ αυτούς σκοπεύουν να διεισδύσουν όλο και πιο βαθειά στο δικό τους χώρο και εφόσον το επιτρέψουν οι περιστάσεις να καταβροχθίσουν και να καταπιούν το πείραμα των Ζαπατίστας. Σίγουρα, σε ορισμένα μέρη της περιοχής που ελέγχουν οι Ζαπατίστας, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη μέρα με τη μέρα και οι κοινότητες αγωνίζονται σκληρά για να τα βγάλουν πέρα. Και πιο μεγάλη ειρωνεία είναι ότι οι πιο πολλές αυτόνομες κοινότητες δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν αν δεν είχαν τις προσφορές των ομάδων της διεθνούς υποστήριξης που παραμένουν πιστές στη δική τους υπόθεση.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην περιοχή των Ζαπατίστα δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου το πόσο μου θυμίζουν μια σύγχρονη σέκτα μοναχών – πολύ υπερήφανων (και όχι χωρίς λόγο) για τον λιτό τρόπο ζωής τους και τους ισχυρούς δεσμούς αδελφότητας και αλληλεγγύης μεταξύ εκείνων που ήταν έτοιμοι να το δεχθούν. Είναι μια σύγκριση, που ενισχύθηκε πολύ όταν διάβασα την τελευταία μελέτη του Giorgio Agamben, που αφορούσε αυτούς ακριβώς τους μοναστικούς κανόνες και τους τρόπους ζωής της πρώιμης Χριστιανοσύνης. Όπως με τους μοναχούς στο παρελθόν, υπάρχει και εδώ μια αυτονομία και μια διεκδίκηση της λιτότητας και της φτώχειας, όπως και μια ορισμένη έννοια χρήσης, που αποκλείει κάθε ιδέα «ιδιοποίησης» που αξίζει να διερευνηθεί σε βάθος. Πραγματικά, όπως σημειώνει ο Agamben, η μοναστική ζωή –ειδικά με την φραγκισκανή μορφή της– αντιπροσώπευε μια πρόκληση απέναντι σε όλες τις μορφές του κράτους δικαίου. Και ας μην ξεχνάμε ότι και οι δύο τρόποι ζωής –οι μοναχοί στα μοναστήρια τους και οι Ζαπατίστας στις περιχαρακωμένες κοινότητες τους σήμερα– αποτελούν με πολλούς τρόπους παραδείγματα προσπαθειών διαφυγής από τον περιβάλλοντα κόσμο και αναζήτησης ενός καταφυγίου μακρυά από αυτόν τον κόσμο. Αλλά, όπως συνεχίζει ο Agamben, η πρόκληση που θέτει η μοναστική ζωή δεν θα μπορούσε εύκολα να τα βρει με το ευρύτερο πλαίσιο της εκκλησιαστικής εξουσίας, ούτε βέβαια και με την αυξανόμενη εξουσία των αναδυόμενων καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής. Μ’ αυτήν την έννοια το ίδιο τους το παράδειγμα «να σκεφτείς τη ζωή σαν κάτι που ποτέ κανείς δεν μπορεί να κατέχει ως ιδιοκτησία αλλά μόνο ως κοινή χρήση» ήταν αναπόφευκτα καταδικασμένο να αποτύχει εκείνη ειδικά την εποχή.
…. «το μοναστήρι (είναι) ένα πεδίο δυνάμεων που διασχίζονται από δύο αντίθετες τάσεις που την ίδια στιγμή αλληλοσυνδέονται και μέσα από την αμοιβαία τους ένταση κάτι νέο και ανήκουστο, δηλαδή μια– μορφή– ζωής προσεγγίζει σταθερά την πραγμάτωσή της και με την ίδια σταθερότητα τη χάνει5».
Αλλά μια ακόμη παρατήρηση που πρέπει να γίνει εδώ, γιατί αφορά αυτήν την έννοια της (αυτο)–απομόνωσης και του (αυτο)– αποκλεισμού. Σε πολλές μελέτες του κινήματος των Ζαπατίστας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις τελευταίες εξελίξεις του, γίνονται συχνά παραλληλισμοί με τα αγροτικά κινήματα των Xωρίς Γη στη Βραζιλία –MST, Movimento dos Trabalhadores Rurals Sem Terra– τόσο ως προς τα ιδανικά όσο και ως προς τις πρακτικές δραστηριότητες. Ως προς ορισμένους βασικούς τρόπους η σύγκριση ευσταθεί. Όμως, υπήρξε πάντα και σίγουρα εξακολουθεί να υπάρχει μια απόλυτα θεμελιακή διαφορά μεταξύ των δύο δυνάμεων. Και είναι μια διαφορά που πάντα τονιζόταν, σε κάθε ευκαιρία, από τον κύριο εκπρόσωπο του MST – τον Joao Pedro Stedile. Η θεμελιακή διαφορά είναι η παρακάτω: το MST ήταν πάντα μια ισχυρή ταξική δύναμη και έχει κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να διαμορφώσει και να αναπτύξει τις ισχυρότερες μορφές ταξικής συνείδησης ανάμεσα στα μέλη του. Αυτό δεν έγινε ποτέ στην περίπτωση των Ζαπατίστας.
Όπως έλεγε ο ίδιος ο Stedile:
«Οι σχέσεις μας με τους Ζαπατίστας είναι απλά σχέσεις αλληλεγγύης. Ο αγώνας τους είναι δίκαιος, αλλά η κοινωνική του βάση και η μέθοδός του είναι διαφορετική από τη δική μας. Ο δικός τους αγώνας αρχικά ήταν ο αγώνας των ιθαγενών για αυτονομία – και αν πρέπει να κάνει κανείς κριτική στην εμπειρία τους αυτή θα αφορούσε την αργή πρόοδό του εξαιτίας της ανικανότητάς τους να τον διευρύνουν σε ταξικό, εθνικό αγώνα. Έχουν αποδεχθεί τους όρους της μάχης για μια ορισμένη εθνότητα, σε μια ιδιαίτερη περιοχή – ενώ στη δική μας περίπτωση έχουμε ένα κίνημα (χωρικών) που έχει μεταμορφωθεί και έχει πολιτικοποιηθεί ως αποτέλεσμα της προόδου του καπιταλισμού, του νεοφιλελευθερισμού»6.
Επιπλέον, όπως ο ίδιος σημειώνει στην ίδια συνέντευξη: «ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία είναι η αξιοπρέπεια που οι άκληροι (sem terra) έχουν κερδίσει. Μπορούν να περπατούν με το κεφάλι ψηλά, με αυτοσεβασμό. Ξέρουν γιατί παλεύουν. Δεν αφήνουν τις ερωτήσεις αναπάντητες. Αυτή είναι η μεγαλύτερη νίκη. Κανείς δεν μπορεί να εξαλείψει αυτή την ταξική συνείδηση7».
Εδώ, μέσα σε ένα κοχύλι, βρίσκεται το γιατί το ένα κίνημα απομονώνεται όλο και περισσότερο και κλείνεται στον εαυτό του, ενώ το άλλο κοιτάζει συνεχώς προς τα έξω και επεκτείνεται. Σκεφτείτε το ρόλο και την επιρροή του MST σήμερα, όχι μόνο στην ύπαιθρο της Βραζιλίας, αλλά και στα κινήματα μέσα στις πόλεις σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της χώρας. Και πρέπει να προσθέσουμε τον αποφασιστικό διεθνή ρόλο οργανώσεων, όπως η Via Campesina και η Μπολιβαριανή Συμμαχία των Λαών της δικής μας Αμερικής (ALBA).
Για να συνοψίσουμε: οι Ζαπατίστας περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο κίνημα, στις σκοτεινές, καταθλιπτικές μέρες των αρχών της δεκαετίας του 1990, βοήθησαν να ξαναγεννηθούν μορφές επαναστατικής ελπίδας και αντίστασης, που έχουν από τότε ωριμάσει και δυναμώσει με πολλούς, σημαντικούς τρόπους σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Αυτές οι μορφές είναι τώρα πολύ διαφορετικές από εκείνες των Ζαπατίστας και από τους στόχους που τους ενέπνευσαν και όσο περνά ο καιρός η αυτοαπομόνωση των Ζαπατίστας έχει κάνει το κίνημα όλο και πιο εσωστρεφές και εύθραυστο.
5 Giorgio Agamben “Antissima poverta. Regole monastische e forma di Vita (Vicenza: Neri Pozza, 2011, p. 7-8.
6 Joáo Pedro Stedile “Landless Battalions” New Left Review, 15 May – June 2002, p. 98-99.
7 ό.π., σελ. 92.
Αλλά δεν πιστεύω ότι θα έπρεπε ποτέ να ξεχάσουμε ότι αυτοί ήταν οι αποδέκτες και οι φορείς της ελπίδας σε μια εποχή που λίγοι τολμούσαν να παίξουν αυτό το ρόλο. Γι’ αυτό το λόγο έχουμε απέναντί τους ένα πολιτικό χρέος, και χαίρομαι, από μια προσωπική σκοπιά έκφρασης της ευγνωμοσύνης μου προς αυτούς, που είχα την ευκαιρία να ξεπληρώσω το χρέος. Το αν το έλαβαν καλώς ή όχι δεν είμαι εγώ αυτός που θα το πει. Και χαίρομαι που το χρέος ξεπληρώθηκε τώρα, γιατί δεν είμαι σίγουρος για τον τύπο του μέλλοντος που έχουν οι Ζαπατίστας, ή αν έχουν, στην πραγματικότητα, κάποιο μέλλον. Φοβάμαι ότι βαθμιαία καταναλώνονται. Και το χειρότερο απ’ όλα, φοβάμαι ότι βαθμιαία καταναλώνουν τον εαυτό τους.
Υστερόγραφο
Στην λακανική εμπνευσμένη ανάλυση του υψηλού (sublime) ιδεολογικού κόσμου στον οποίο κατοικούμε, ο Σλαβόι Ζίζεκ μας θυμίζει ότι όλα τα ζωντανά προορίζονται να πεθάνουν όχι μόνο μία αλλά δύο φορές. Αυτό που είναι σημαντικό εδώ δεν είναι απλώς η διαφορά μεταξύ των δύο μορφών επικείμενου θανάτου, αλλά αυτό που υπάρχει στο διάστημα μεταξύ των δύο θανάτων. Διευκρινίζω ότι ο Ζίζεκ αναφέρεται στην κλασική, αρχετυπική σκηνή: «μια γάτα πλησιάζει στην άκρη ενός γκρεμού αλλά δεν σταματά, προχωρεί ήρεμα, και μολονότι κρέμεται ήδη στον αέρα, χωρίς έδαφος κάτω από τα πόδια της, δεν πέφτει – πότε πέφτει; Τη στιγμή που κοιτάζει κάτω και συνειδητοποιεί το γεγονός ότι κρέμεται στον αέρα. Η ουσία αυτού του ανόητου ατυχήματος είναι ότι όταν η γάτα περπατά αργά στον αέρα, φαίνεται σαν το Πραγματικό (Real) να ξέχασε για μια στιγμή τη γνώση του: όταν η γάτα τελικά κοιτάζει κάτω, θυμάται ότι πρέπει να ακολουθεί τους νόμους της φύσης και πέφτει»8.
Κατά τον Ζίζεκ, στην ίδια λογική αναφέρεται και ο Φρόυντ σε κάποιο σημείο της «Ερμηνευτικής των Ονείρων», όταν αναφέρεται στην περίπτωση ενός «πατέρα που δεν γνωρίζει ότι είναι νεκρός». Η ουσία και εδώ είναι ότι επειδή δεν γνωρίζει ότι είναι νεκρός, εξακολουθεί να ζει – πρέπει να θυμηθεί το θάνατό του ή για να δώσουμε στην κατάσταση μια κωμική χροιά, εξακολουθεί να ζει γιατί ξέχασε να πεθάνει. Έτσι πρέπει να διαβασθεί η φράση memento mori: μην ξεχνάς να πεθάνεις9. Μ’ άλλα λόγια, υπάρχει ένα «πραγματικός θάνατος» και ένας «συμβολικός θάνατος».
Στο μεταξύ, για τον Ζακ Λακάν η θεμελιακή διαφορά μεταξύ των δύο θανάτων βρίσκεται στη σφαίρα της «συμβολοποίησης»: «Αυτή η θέση, «μεταξύ των δύο θανάτων», μια θέση υψηλής ομορφιάς αλλά και τρομακτικών τεράτων, είναι ο τόπος […] του πραγματικά τραυματικού πυρήνα μέσα στη συμβολική τάξη. Αυτή η θέση ανοίγει από την συμβολοποίηση / ιστορικοποίηση: η διαδικασία της ιστορικοποίησης συνεπάγεται μια άδεια θέση, έναν μη–ιστορικό πυρήνα γύρω από τον οποίο διαρθρώνεται το συμβολικό δίκτυο10». Για να εκπληρωθεί ο συμβολικός προορισμός πριν επέλθει ο συμβολικός θάνατος, είναι αναγκαίο να τακτοποιηθούν όλοι οι λογαριασμοί και να ξεπληρωθούν όλα τα χρέη.
Μετάφραση: Κατερίνα Μάτσα
* O Jeremy Lester είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Reading και εκδότης του περιοδικού Counter – Hegemony
8 Slavoi Zizek “The Sublime Object of Ideology (London, Verso, 1989), p. 133 – 134
9 ο.π., σ. 134
10 ο.π., σ. 135
Νέα Προοπτική τεύχος#553# Σάββατο 20 Ιουλίου 2013