ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ!

Του Πέτρου Πέτκα

Ι) Σ’ ένα προγενέστερο άρθρο μας (βλ. Νέα Προοπτική της 24-10-2015 με τίτλο «Σχολάζοντες ελευθερίως άμα και σωφρόνως» – «Ένα “σχόλιο” για την “σχολή” και την… “σχόλη”») γράφαμε πως η ελευθερία από τον μόχθο ανήκε κάποτε στα πιο ακλόνητα προνόμια των ολίγων, πως εάν αδυνατείς να ελέγξεις τον χρόνο σου, πολλώ δε μάλλον, την εργασία σου, τότε αυτήν την αδυναμία σου την αισθάνεσαι με την μεγαλύτερη οξύτητα και πως, γι’ αυτόν τον λόγο, στον αρχαίο ελληνικό κόσμο είχαν σε πολύ χαμηλή εκτίμηση την μισθωτή εργασία και σε μεγάλην εκτίμηση την κατάσταση εκείνων που δεν είχαν ανάγκη να εργασθούν για να συντηρηθούν. Έτσι, αυτός που κέρδιζε τα προς το ζην με τα δικά του χέρια, καθιστούσε εαυτόν ακατάλληλο ως πρότυπο για τους νεαρούς Ελληνορωμαίους αριστοκράτες, ακόμη κι’ αν επρόκειτο για τον Φειδία ή τον Πολύκλειτο. Στο σημείο αυτό ο Πλούταρχος επιδεικνύει μια σαφήνεια ανελέητη, ανεπίδεκτη οποιασδήποτε παρεξήγησης: «Κανένας αξιοπρεπής νέος -αναφέρει ο Πλούταρχος- που βλέπει τον Δία της Πίσας ή το Ηραίο του Άργους δεν θα επιθυμήσει εξ αυτού να γίνει Φειδίας ή Απελλής· διότι, ακόμα και όταν ένα έργο τέχνης είναι αποδεκτό και μας ευχαριστεί, δεν συνάγεται επ’ ουδενί ότι αξίζει να ζηλεύουμε και να μιμούμαστε τον δημιουργό του» (παρατίθεται στον ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΡΟΚΕΡ, ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, εκδόσεις Άρδην, τόμος Δ, σελ. 36-37). Για να γίνουμε ακριβέστεροι και απόλυτα κατανοητοί πρέπει να προσθέσουμε και τούτο: Αν ο Φειδίας, ο Πολύκλειτος ή ο Απελλής σμίλευαν ερασιτεχνικά, χάριν προσωπικής ευχαρίστησης, είχαν μεγάλο ιδιωτικό εισόδημα και δεν πληρώνονταν για την καλλιτεχνική εργασία τους, τότε –και μόνον τότε– η ενασχόλησή τους με την τέχνη τους δεν θα εμπεριείχε τίποτε το άξιο περιφρόνησης! (βλ. G.E.M. DE STE CROIX, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, εκδόσεις ΡΑΠΠΑ, σελ. 349, 350).

Μεταξύ των στοχαστών της εκμεταλλεύτριας τάξης, υπήρχαν κάποιοι ελάχιστοι «αιρετικοί» που συνιστούσαν με θέρμη στους αριστοκράτες διανοούμενους, όχι μόνο να εποπτεύουν την εργασία στο αγρόκτημά τους αλλά και να εργάζονται με τα δικά τους χέρια, όχι μόνον χάριν άθλησης ή ψυχαγωγίας (όπως συνιστούσαν ο Ξενοφών και ο Κικέρων) αλλά διότι η γη ανταμείβει πολλές φορές τον κόπο που αναλώθηκε σ’ αυτήν και δίνει μεγάλη ποσότητα ειδών πρώτης ανάγκης στον άνθρωπο που έχει διάθεση να την δουλέψει. Και, μάλιστα, «το κάνει αυτό με τέτοιον τρόπο ώστε να διαφυλάξει την αξιοπρέπεια και χωρίς να προσβάλει κανένα» τονίζει ο Μουσώνιος Ρούφος, Ρωμαίος αριστοκράτης και στωικός φιλόσοφος του τέλους του πρώτου αιώνα. Επίσης, ο Διογένης απ’ τα Οινόανδα της Λυκίας (νοτιοδυτικά της Μικράς Ασίας), εκείνος ο επικούρειος φιλόσοφος με την μακροσκελή πέτρινη επιγραφή που έστησε στην γενέτειρά του γύρω στο 200 μ.Χ, περιγράφει έναν μελλοντικό Χρυσούν Αιώνα όπου ο καθένας θα παίρνει μέρος όχι μόνο στην μελέτη της φιλοσοφίας αλλά και σε γεωργικές και ποιμενικές δραστηριότητες (βλ. στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 166-169). Μόνο που οι προαναφερθέντες συναποτελούσαν, λαμπρήν έστω, εξαίρεση. Ο κανόνας συνίστατο στο ότι η καταβολή σωματικής προσπάθειας δεν είχε αξία παρά μόνον στο πλαίσιο αθλητικής άμιλλας ή πολέμου. Ως και οι Πατέρες της εκκλησίας δεν είχαν διαφορετική αντίληψη από τους σύγχρονους του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα και η εργασία παρέμενε γι’ αυτούς κατάρα. (βλ. CLAUDE MOSSÉ, Η εργασία στην Ελλάδα και τη Ρώμη, εκδόσεις Δαίδαλος – Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, σελ. 137). Ακόμη και σ’ ένα απόσπασμα της εβραϊκής γραμματείας (βλ. Εκκλησιαστής λη΄ 24-34) υποστηρίζεται ότι μόνον ο άνθρωπος που έχει ελεύθερο χρόνο μπορεί να «κατακτήσει την σοφία». Λόγια που θα μπορούσαν να ζεστάνουν τις καρδιές του Αριστοτέλη και -προεχόντως- του Πλάτωνα (βλ. G.E.M. DE STE CROIX, ό.π. σελ. 512).

Οι Έλληνες της αρχαιότητας είχαν ανακαλύψει και εκείνοι την χρυσή εποχή. Αντί να την προβάλουν όμως στο μέλλον και δη σε κάποιο αενάως μετατιθέμενο μέλλον με όρους τεχνολογικής πλησμονής, όπως κάνουν κάποιοι σύγχρονοί μας, την θρηνούσαν ως ένα παρελθόν που πέρασε ανεπιστρεπτί. Η εργασία τους φαινόταν μια καταδίκη στην οποία δεν αποδιδόταν καμία λυτρωτική αξία. Μόνο που ο σύγχρονος εργάτης και το εργατικό κίνημα εξιδανίκευσε την καταδίκη του αντλώντας από αυτήν «δόξα και υπερηφάνεια» (βλ. CLAUDE MOSSÉ, ό.π., σελ. 5 και 6.).

ΙΙ) Μια φορά κι έναν καιρό, οι αριστεροί και οι ριζοσπάστες συζητούσαν για την απελευθέρωση από την εργασία ή την κατάργησή της. Τώρα, η συζήτηση αφορά την πλήρη απασχόληση και την διαρκή επανεκπαίδευση της εργατικής δύναμης. Σήμερα, η περί σοσιαλισμού συζήτηση, ακόμη και στο πλαίσιο της Αριστεράς, όταν δεν αξιολογείται ως παλιομοδίτικη διασκέδαση ή ως κάτι το ανυπόληπτο, θεωρείται ως κάτι που πρέπει να υποστεί «μιαν αυστηρή βαθμιαία σμίκρυνση, έναν αυτοπεριορισμό». Ο σοσιαλισμός, στην καλύτερη των περιπτώσεων, πρέπει να αγκαλιάσει «βελτιωτικούς» στόχους και να σπεύσει να «εγκαταλείψει το απραγματοποίητο όνειρο ενός μέλλοντος ολοκληρωτικά απαλλαγμένου από την εκμετάλλευση» (παρατίθεται στο Ράσελ Τζάκομπι, Το τέλος της ουτοπίας, Πολιτική και κουλτουρα σε μια εποχή απάθειας, εκδόσεις Τροπή, σελ. 40). Υπήρξαν αιρετικοί αριστεροί διανοητές σαν τον Πωλ Λαφάργκ και τον Γουίλιαμ Μόρρις, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και τον Ερνστ Μπλοχ που πολέμησαν την ιδέα του μέλλοντος ως βελτιωμένου μοντέλου του παρόντος, όπου η εργασία δεν θα καταργούνταν ή θα ελαχιστοποιούνταν, αλλά απλώς θα αμειβόταν καλύτερα. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Πωλ Λαφάργκ, γαμπρός του Μαρξ, έγραψε το 1883 μια καυστική μικρή διατριβή όπου καταφερόταν εναντίον του φετίχ της εργασίας, «Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά». Ο Λαφάργκ ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο οι οικονομιστές και οι ηθικολόγοι, αλλά και οι σοσιαλιστές και οι εργατιστές, πιστεύουν ότι η περισσότερη εργασία είναι η θεραπεία για τις κοινωνικές και προσωπικές ασθένειες. Η διατριβή του άρχιζε με μιαν παρωδία του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: «Μια παράξενη πλάνη κυριεύει την εργατική τάξη… Αυτή η πλάνη είναι η αγάπη της εργασίας, το παράφορο πάθος για εργασία». Η θρησκεία της εργασίας έχει εξαπλωθεί σε όλη την κοινωνία, ακρωτηριάζοντας και σακατεύοντας τους ανθρώπους, αν και, όπως παρατηρεί ο Λαφάργκ, ενώ οι πλούσιοι κηρύσσουν την εργασία οι ίδιοι διαλέγουν την τεμπελιά. Η εργατική τάξη, όπως απελπισμένα ήλπιζε ο Λαφάργκ, πρέπει να απορρίψει το φετίχ της εργασίας. Πρέπει να απαιτήσει «τα Δικαιώματα της Τεμπελιάς», μειώνοντας την εργασία σε τρεις (3) ώρες και «διαθέτοντας την υπόλοιπη μέρα και νύχτα για τεμπελιά και γλέντι». «Εάν –συνεχίζει- η εργατική τάξη, ξεριζώνοντας από την καρδιά της το ελάττωμα που την διαφεντεύει και ευτελίζει την φύση της, υπήρχε… όχι για να απαιτεί τα Δικαιώματα του Ανθρώπου… όχι για να απαιτεί το Δικαίωμα στην Εργασία που δεν είναι τίποτε άλλο από το δικαίωμα στην μιζέρια, αλλά για να σφυρηλατήσει έναν τολμηρό νόμο που να απαγορεύει σε κάθε άνθρωπο να εργάζεται περισσότερο από τρεις ώρες την ημέρα, η γη, η γριά γη, τρέμοντας από χαρά θα ένοιωθε ένα καινούργιο παγκόσμιο σκίρτημα μέσα της».

Πάνω στο ίδιο ζήτημα ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αντιτίθεται σφόδρα στους ορθόδοξους σοσιαλιστές, οι οποίοι «ανέστησαν» την «παλιά προτεσταντική ηθική της εργασίας» και πίστεψαν ότι η εργασία σε εργοστάσιο συνιστούσε «τεχνολογική πρόοδο». Απέναντι σε τέτοιου είδους αντιλήψεις ο Μπένγιαμιν προτίμησε να επιστρέψει στον ουτοπιστή Σαρλ Φουριέ, «του οποίου οι φαντασίες, που τόσο συχνά γελοιοποιήθηκαν αποδείχτηκαν εκπληκτικά λογικές». Στο μέσον της επαναστατικής πλημμυρίδας που ακολούθησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Γκέοργκ Λούκατς ανέπτυξε μια θεωρία για την «παλιά και νέα κουλτούρα», ισχυριζόμενος ότι η σοσιαλιστική οικονομία δεν ήταν ο στόχος· ήταν απλώς μια προϋπόθεση  για να προαχθεί  η ανθρωπότητα σε μια νέα και ανθρώπινη κουλτούρα. Οι περισσότεροι ριζοσπάστες δεν κατανοούν ότι η πολιτική εξουσία και η οικονομική αναδιοργάνωση δεν είναι το τέλος όλων, ισχυρίστηκε ο Λούκατς. Ο στόχος δεν είναι μια νέα οικονομική τάξη, αλλά η απελευθέρωση από την έμμονη ιδέα της οικονομίας. (βλ. στο ίδιο, πιο πάνω, σελ. 46-48). Σήμερα, μιλώντας στο ίδιο πνεύμα, θα λέγαμε ότι σοσιαλισμός δεν σημαίνει μάστερ πλαν και συστήματα ενδοεπικοινωνίας, αλλά ελευθερία κι’ ευτυχία του ανθρώπου η οποία και δεν βρίσκεται υποχρεωτικά σε συνάρτηση και, μάλιστα άμεση, με την αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας.

 

Η συνέχεια στο επόμενο φύλλο