Ένας γνωστός πληροφοριοδότης από την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ, ο 89χρονος Έλσμπεργκ, δήλωσε στη δίκη του Ασάνζ ότι αισθάνεται «μεγάλη ταύτιση», τόσο με τον Ασάνζ όσο και με την «πηγή» του, Τσέλσι Μάνινγκ, οι οποίοι, είπε, «ήταν πρόθυμοι να υποστούν τον κίνδυνο φυλάκισης ή ακόμα και θανάτου για να δώσουν σημαντικές πληροφορίες στο αμερικανικό κοινό» και ευρύτερα.
Ο Έλσμπεργκ, πρώην Αμερικανός πεζοναύτης που υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ στο Βιετνάμ κατά τη διάρκεια του τότε πολέμου, είναι περισσότερο γνωστός για τη διαρροή τεράστιας ποσότητας εγγράφων της Αμερικανικής κυβέρνησης για τον πόλεμο στο Βιετνάμ στους New York Times, το 1970, έγγραφα που έδειχναν ότι η κυβέρνηση εξ αρχής έλεγε ψέματα στον Αμερικανικό λαό για τη σύγκρουση. Αργότερα διώχθηκε ποινικά και δέχθηκε σειρά επιθέσεων, συμπεριλαμβανομένων και απειλών από την κυβέρνηση Νίξον, η οποία τον αποκάλεσε τότε «τον πιο επικίνδυνο άνθρωπο στην Αμερική», ένα τίτλο «τιμής» που σήμερα φαίνεται να κατέχει ο Ασάνζ. Οι αποκαλύψεις του έχουν πλέον γίνει ευρέως γνωστές ότι συνεισέφεραν στον τερματισμό της καταστροφικής σύγκρουσης και έχει λάβει αρκετά διεθνή βραβεία.
Ο Έλσμπεργκ στην κατάθεσή του απέρριψε την ιδέα ότι τα «Έγγραφα του Πενταγώνου» ήταν «καλά» και τα Wikileaks «κακά», λέγοντας ότι πολλοί από τους ανθρώπους που τον είχαν διασύρει για χρόνια τώρα τον επαινούν ως «πατριώτη», ως κάποιον που δεν έχει σχέση με τους Ασάνζ και Σνόουντεν. Επίσης δήλωσε είπε ότι συμμεριζόταν πολλές από τις ιδέες του Ασάνζ και ότι η προσέγγιση του Ασάνζ ήταν «το ακριβώς αντίθετο της απερίσκεπτης δημοσίευσης».
Ο Έλσμπεργκ δήλωσε στο δικαστήριο ότι ο Ασάνζ αποκάλυψε ξεκάθαρα εγκλήματα πολέμου σε Ιράκ και Αφγανιστάν και ότι έμεινε έκπληκτος από το γεγονός ότι ενώ εξέδιδε στο Βιετνάμ αποδεικτικά στοιχεία για εγκλήματα πολέμου των ΗΠΑ που θα χαρακτηρίζονταν άκρως απόρρητα, με ελάχιστους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση σε αυτά, τα «ημερολόγια πολέμου» του Ιράκ και Αφγανιστάν που διέρρευσαν από την Τσέλσι Μάνινγκ ήταν διαθέσιμα σε ένα σύστημα στο οποίο είχαν πρόσβαση πάνω από 100.000 άτομα.
Ανέφερε επίσης στο δικαστήριο ότι κατά τη διάρκεια της δίωξής του το 1971 δεν του επιτρεπόταν να δηλώσει στους ενόρκους τα κίνητρα των πράξεών του και ανέφερε ότι στις υποθέσεις κατασκοπείας των ΗΠΑ δεν επιτρέπεται να εξετάζονται τα κίνητρα. “Ο Τζούλιαν Ασάνζ δεν θα καταφέρει να έχει μια δίκαιη δίκη στις Ηνωμένες Πολιτείες», κατέληξε.
Σε μια σκληρή αντεξέταση με το δικηγόρο που εκπροσωπεί την Αμερικανική κυβέρνηση στην υπόθεση, ο Έλσμπεργκ επανειλημμένα αρνήθηκε ότι άνθρωποι είχαν πληγεί από τις ενέργειες των Wikileaks, κάτι που αποτελεί βασικό στοιχείο της υπόθεσης έκδοσης του Ασάνζ στις ΗΠΑ. Ο εισαγγελέας αποκάλεσε τις δηλώσεις του «απόλυτη ανοησία», λέγοντας ότι ο Μπιν Λάντεν είχε αντίγραφα των εγγράφων των Wikileaks όταν σκοτώθηκε από τις Αμερικανικές δυνάμεις το 2011, και ότι οι Ταλιμπάν είχαν δηλώσει δημόσια ότι χρησιμοποιούσαν τις διαρροές για να αναγνωρίσουν πληροφοριοδότες. Είπε ότι κάποιοι άνθρωποι μπορεί να εγκατέλειψαν τις χώρες τους εξαιτίας αυτού και εξέφρασε τη λύπη του γι’ αυτό, αλλά πρόσθεσε, «Πόσοι πρόσφυγες έχουν δημιουργηθεί στην περιοχή από τους πολέμους των ΗΠΑ»; Είπε στο δικαστήριο ότι οι Αμερικάνικες κυβερνήσεις «προσποιούνται ότι νοιάζονται για τους ανθρώπους σε αυτή την περιοχή όταν οι πολιτικές τους έχουν δείξει την απόλυτη περιφρόνησή τους για αυτούς τα τελευταία 19 χρόνια κι ότι «ακόμα και αν ήταν αλήθεια, θα ήταν ένα μικρό τμήμα του αριθμού των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στους πολέμους των ΗΠΑ στην περιοχή».
Κατά την επανεξέταση της υπεράσπισης, ο Έλσμπεργκ είπε ότι τα «έγγραφα του Πενταγώνου» που διέρρευσε περιείχαν χιλιάδες ονόματα, συμπεριλαμβανομένου ενός αξιωματικού της CIA που είχε εμπλακεί σε πολιτική δολοφονία. Δεν τα είχε αφαιρέσει, οπότε δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για «επιλεκτική επεξεργασία» των εγγράφων, αν και απέκρυψε τέσσερις φακέλους πληροφοριών για τη διπλωματική στρατηγική των ΗΠΑ, καθώς δεν ήθελε να υπονομεύσει την πιθανότητα ειρηνευτικής διευθέτησης μέσω διαπραγματεύσεων.
Η δίκη συνεχίζεται.
Αρ. Μα.