του Παύλου Τσαγέρα

Ένας χρόνος συμπληρώνεται σήμερα (1/2/2023) από την δολοφονία του Άλκη Καμπανού, στη Θεσσαλονίκη.

Ένας χρόνος κατά τον οποίο προσπάθησα δεκάδες φορές να γράψω λίγες γραμμές για το περιστατικό χωρίς να τα καταφέρω. Ίσως ότι με τον Άλκη μοιραζόμασταν τις ίδιες οπαδικές προτιμήσεις, ίσως ότι η επίθεση έγινε λίγα μέτρα από την πόρτα μου, βάζοντας στη θέση του Άλκη εμένα ή τα παιδιά μου, το έκανε πολύ δύσκολο να το διαχειριστώ, καθώς η οργή ξεχείλιζε.

Ασφαλώς η δολοφονία δεν συγκλόνισε μόνο εμένα αλλά ολόκληρη την κοινωνία, τουλάχιστον την υγιώς σκεπτόμενη. Το παράλογο σλόγκαν “τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο” που είχε ακουστεί αρχικά για την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, τώρα ήταν γεγονός. Όσο παράλογο κι αν ακούγεται όμως, για αυτούς που γνωρίζουν τα τεκταινόμενα στην πόλη αλλά και στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ήταν κάτι αναμενόμενο. Η κορυφή μιας πυραμίδας που οι βάσεις της είχαν μπει καιρό πριν.


Η έλευση ενός Ρώσου ολιγάρχη στην μονίμως αδικημένη Θεσσαλονίκη, που μοίραζε ρούβλια και μάλιστα εν καιρό κρίσης, ήταν για πολλούς Θείο δώρο. Η εξαγορά, πρώτα απ’ όλα, μιας λαοφιλούς ομάδας της πόλης, του άνοιξε διάπλατα τους διαύλους επικοινωνίας με το κράτος και ταυτόχρονα τον ενίσχυσε με έναν συμπαγή οπαδικό στρατό, που ήταν πρόθυμος να τον υπερασπιστεί σε κάθε περίπτωση στον αγώνα του κόντρα στο Αθηναϊκό κατεστημένο. Σύντομα όχι μόνο η πόλη αλλά ολόκληρη η βόρεια Ελλάδα κινούνταν στους ρυθμούς των δραστηριοτήτων του. Λιμάνια, ξενοδοχεία, εργοστάσια, επιχειρήσεις και ιστορικά κτήρια της πόλης είχαν περάσει στα χέρια του. Υπουργοί φιλοξενούνταν στις γηπεδικές του σουίτες και κομματάρχες υποστήριζαν ότι είχαν τις ευλογίες του. Στις τελευταίες Δημοτικές Εκλογές οι 5 από τους 6 πρώτους σε ψήφους εμφανίζονταν ως πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, ενώ η τελική εκλογή μετατράπηκε σε οπαδικό ντιμπέητ.

Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε μια μετατόπιση της οπαδικής βάσης της ομάδας. Η κερκίδα των οργανωμένων, έχασε το φιλολαϊκό της προφίλ και άρχισαν να επικρατούν ακροδεξιά στοιχεία. Κουκουλοφόροι με διακριτικά της ομάδας επιτέθηκαν στα αριστερά στέκια, σε αγωνιστές, σε σχολεία, κ.τ.λ. Κατά την διάρκεια των συλλαλητηρίων για την Μακεδονία, οπαδοί πυρπόλησαν ιστορική κατάληψη. Εντελώς συμπτωματικά ο ιδιοκτήτης της ΠΑΕ κατηγορήθηκε ευθέως από τις ΗΠΑ ως υποκινητής αντίστοιχων επεισοδίων με όργανα οπαδούς και από την άλλη πλευρά των συνόρων, καθώς η ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, ήταν ενάντια στα ευρύτερα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή. Το Πρωτάθλημα εκείνου του έτους θεωρήθηκε από πολλούς ως ένα μικρό αντάλλαγμα για τις Πρέσπες.

Φυσικά, μέσα σε αυτό το κλίμα δεν υπήρχε χώρος για αντιπολίτευση. Με την έλευση του ολιγάρχη, προωθήθηκε και επικράτησε απόλυτα στους οπαδικούς κύκλους το φασιστικής αντίληψης δόγμα “Μία πόλη, μία ομάδα”. Οι αντίπαλοι έπρεπε να εξαφανιστούν και αγωνιστικά και οπαδικά. Όταν άρχισαν να έρχονται και οι πρώτοι τίτλοι, φάνηκε πλέον ότι η επικράτηση ήταν πολύ κοντά. Μετά από μία επιτυχία, ο ίδιος ο γιος του ιδιοκτήτη, σε μία επίδειξη δύναμης, ηγήθηκε αυτοκινητοπομπής που κατέληξε έξω από το γήπεδο του αντιπάλου. Το άβατο είχε σπάσει. Το επόμενο διάστημα ξεκίνησαν και οι πρώτες επιθέσεις εναντίον οπαδών, στην ίδια περιοχή, που από τύχη δεν είχαν την κατάληξη του Άλκη.

Τον Ιανουάριο του 2021, μία μέρα μετά το τοπικό ποδοσφαιρικό ντέρμπι της Θεσσαλονίκης, που είχε αναδείξει θριαμβευτικό νικητή την έτερη ομάδα της πόλης και λίγες ώρες πριν το αντίστοιχο μπασκετικό ντέρμπι, δολοφονήθηκε ο Βούλγαρος οπαδός Τόσκο Μποζατζίσκι. Ο Τόσκο, ο οποίος είχε έρθει στην χώρα μας για το συγκεκριμένο ποδοσφαιρικό παιχνίδι, εντοπίστηκε μαζί με την παρέα του σε καφετέρια της παραλίας, στην περιοχή του Μεγάρου Μουσικής, φορώντας διακριτικά των αντιπάλων και δέχθηκαν επίθεση από τάγμα εφόδου. Εγκέφαλος της επίθεσης φέρονταν πρόσωπο σχετιζόμενο με την διοίκηση της ομάδας, ενώ συμμετείχε και ο γιος, χρωματισμένου οπαδικά, αξιωματικού του τμήματος οπαδικής βίας. Όλοι οι εμπλεκόμενοι έπεσαν στα μαλακά και είναι σήμερα ελεύθεροι.


Όλα αυτά οδήγησαν στον Άλκη. Μετά την δολοφονία ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη ζήτησε, όπως πάντα, το μαχαίρι να φτάσει στο κόκκαλο. Τελικά η έρευνα έκλεισε μέσα σε λίγες μέρες και στο εδώλιο οδηγήθηκαν οι 12 που συμμετείχαν στη δολοφονία. Καμία έρευνα για τους ηθικούς αυτουργούς, καμία έρευνα για να εντοπιστεί ποιος όπλισε αυτά τα παιδιά.

Ασφαλώς αυτά δεν αφορούν μόνο την Θεσσαλονίκη. Και στην Αθήνα, τον Πειραιά και στη Νέα Φιλαδέλφεια υπάρχουν αντίστοιχες καταστάσεις. Ιδιοκτήτες ΠΑΕ ελέγχουν Δήμους, πολιτικούς, ΜΜΕ, και με την απειλή των οπαδικών στρατών τους και με τις ψήφους τις οποίες φέρουν, ελέγχουν και κατευθύνουν τις Κυβερνήσεις. Όσο συνεχίζουν να εμπλέκονται αυτά τα συμφέροντα και δεν σπάει αυτό το απόστημα τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, όχι μόνο στο Ελληνικό ποδόσφαιρο αλλά στην Ελληνική κοινωνία γενικότερα και ο Άλκης θα βρίσκεται ανάμεσα στα θύματα που περιμένουν δικαίωση, μαζί με τον Παύλο, τον Αλέξη, τη Ζάκι, και που πλήρωσε την δική του διαφορετικότητα, αυτή της φανέλας.