του Μιχάλη Μπαρμπαρέσου
Το υπέροχο τραγούδι από τις Τρύπες, ξαναφοράει την κατάμαυρη μάσκα του και βγαίνει τσάρκα για να πάρει την εκδίκηση του…
Πριν λυτρωθείς απ’ τα δάκρυα που πνίγεις
Πριν σε προδώσει η μυρωδιά της φωτιάς
Οι άνθρωποι με τις μάσκες στο μετρό. Μόνο μάτια. Ταλαιπωρημένα, διστακτικά, έχουν μπει στο ίδιο βαγόνι χιλιάδες φορές, όμως τώρα μπαίνουν για πρώτη φορά. Τα περισσότερα θέλουν πίσω την παλιά τους ζωή. Αυτή που είχαν και δεν είχαν, αυτή που ονειρευόντουσαν στα κρυφά ν’ αλλάξουν κι έτσι πριν αποκοιμηθούν ξόδευαν το μισό τους χρόνο στο χτίσιμο της φαντασίας τους και τον άλλο μισό στο να πείσουν τον εαυτό τους πως το ονειροπόλημα αυτό είναι δωρεάν. Ακόμα και τώρα που η επίδραση του οβερντοουζ ”να πάρουμε τη ζωή μας πίσω” είναι παραλυτική, η λέξη ”παλιά” καταφέρνει και τρυπώνει στη μέση της πρότασης. Η ζωή που ήξεραν, αυτή που τους είχε δοθεί, η μόνη που τους επιτρεπόταν στην πραγματική πραγματικότητα, έχει σφραγιστεί με κόκκινη ταινία στο απέναντι κάθισμα. Πρέπει τα βλέμματα να συναντηθούν διαγώνια για να συνομολογήσουν με το θάρρος που επιτρέπει η διαγώνιος: Και τώρα τι κάνουμε; Αγωνιούν να φτάσει γρήγορα ο συρμός, ν’ ανέβουν απ’ τον υπόγειο, να βγάλουν τη μάσκα, ν’ αναπνεύσουν ξανά το ψέμα που τελειώνει, όπως λίγο πριν έρθει ο λυτρωτικός ύπνος.
Πριν τυλιχτείς στις αλυσίδες της θλίψης
Πριν αρνηθείς τις μαχαιριές της χαράς
Πότε θα σε αγκαλιάσω ξανά; Πότε το στόμα σου θα ξαναγίνει μόνιμο στο πρόσωπο σου; Μου έλειψαν οι απέραντες κουβέντες που κρύβαμε τα πάντα αφού θα σε ξανάβλεπα κι αύριο. Κι όταν μπορέσουμε, θα είμαστε οι ίδιοι; Όχι ε… Και τότε πώς δε θα χρειάζεται να σου ζητάω βοήθεια; Πώς στο διάολο θα με θαυμάζεις; Το ξέρω γαμώτο, δε γίνεται αλλιώς, πιο κοντά, πιο γρήγορα, πιο μαζί, όμως εγώ πώς δε θα φοβάμαι; Άσε που θα νιώθουν κι άλλοι έτσι, μπλέξαμε. Πλάκα πλάκα, η μόνη λύση που σκέφτομαι είναι να ονειρευτούμε ξύπνιοι. Κάνε πως δεν το άκουσες αυτό, τρομαχτικό. Φαντάζεσαι να τρελαθούμε ξαφνικά όλοι και να φωνάζουμε ότι θέλουμε ζωή ζωένια, τι έχει να γίνει, δε θα μείνει κολυμπηθρόξυλο. Έγιναν βέβαια και στο παρελθόν αυτά, τότε όμως μας το έλεγαν πως είναι ”παλιά” και καλά θα κάνουμε να τα ξεχάσουμε.
Πριν σε τρομάξει το τραγούδι και φύγεις
Προτού χαθείς στην αγκαλιά μιας σκιάς
Φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις
Φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις
Φανέρωσέ μου τη μάσκα που κρύβεις
κάτω απ’ τη μάσκα που φοράς
κάτω απ’ τη μάσκα που φοράς
Η καινούργια μάσκα μας είναι ωραία. Μοιάζει στη χρήση της λίγο μ’ αυτές που φοράμε στη θάλασσα, μας επιτρέπει να κοιτάμε βυθούς. Τους είχαμε φανταστεί, τους ακούγαμε σε μουσικές, σε διηγήσεις ανθρώπων που νομίζαμε πως δεν είναι σαν εμάς, έτσι ενωμένοι που ήταν έδειχναν πελώριοι, τους χαζεύαμε σε πίνακες και τυπωμένους στίχους. Σε κάποιους βουτήξαμε κιόλας, όσο το επέτρεπε το λιγοστό οξυγόνο μας. Ο καταδύτης είναι περίεργος, η επιφάνεια όσο όμορφη κι αν είναι, δεν του φτάνει. Θέλει να ταράξει την γαλήνη της βουτώντας, ξέρει ότι δεν υπάρχει μόνο αυτό που τον αφήνει να δει, το καλύτερο είναι μέσα, βαθιά. Ένας κόσμος μέσα σ’ έναν άλλο, μια μπάμπουσκα εκπλήξεων και χαράς. Εισχωρώντας σ’ ένα νέο κόσμο, αλλάζεις και τον προηγούμενο. Στο βυθό δεν πας ποτέ μόνος, αφήνεις την ασφάλειά σου στα χέρια του συμβουτηχτή και κρατάς τη δική του. Κι αυτό δε γίνεται χωρίς να του φανερώσεις τη μέσα μάσκα σου. Ο ένας θα τραβήξει το φίμωτρο του άλλου και τότε το πρόστιμο θα το πληρώσουν οι τωρινοί θαλασσοκράτορες και θα λέγεται δικαιοσύνη…