
Αντίστροφη μέτρηση λίγων ημερών “τρέχει” μέχρι τις Ομοσπονδιακές Εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου 2021 στη Γερμανία. Όλες οι μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, δείχνουν πρωτιά των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) υπό τον Όλαφ Σολτς με 25%.
Τη δεύτερη θέση αναμένεται να λάβουν οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU-CSU) υπό τον Άρμιν Λάσετ με 22%, την τρίτη οι Πράσινοι με την Αναλένα Μπέρμποκ (16%), την τέταρτη θέση διεκδικούν από κοινού οι Φιλελεύθεροι (FDP) και οι ακροδεξιοί του AfD (11%), ενώ τελευταίο κατατάσσεται το κόμμα της Αριστεράς (die Linke) με 6%.
Αν δεν υπάρξει κάποια έκπληξη, αυτή αναμένεται να είναι σε γενικές γραμμές η κατάταξη των δυνάμεων την ερχόμενη Κυριακή. Μ’ άλλα λόγια αναμένεται μία ανατροπή του αποτελέσματος του 2017.
Το κεντροδεξιό CDU θα εκθρονιστεί από την 1η θέση μετά από 16 χρόνια διακυβέρνησης Μέρκελ λαμβάνοντας το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό του (22%) χάνοντας το 1/3 της δύναμης του σε σχέση με το 2017 (32%).
Από την άλλη μεριά, το κεντροαριστερό SPD αναμένεται να καταλάβει την 1η θέση (με 26% έναντι 20% το 2017) μετά από αντίστοιχο διάστημα παραμονής στη 2η θέση.
Οι Πράσινοι, ένα κόμμα που ανήκει στο χώρο του οικολογικού προοδευτικού κέντρου με αριστερές καταβολές, εκτινάσσεται στην 3η θέση, πετώντας στην 4η ή 5η θέση το ακροδεξιό, φασίζον κόμμα “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (Αlternative fuer Deutschland – AfD), το οποίο αναμένεται να έχει μικρή πτώση στο ποσοστό του. Όσον αφορά το φιλελεύθερο, αλλά με έντονες, τελευταία, δεξιές ευρωσκεπτικιστικές τάσεις, FDP, παραμένει στα ίδια πάνω-κάτω ποσοστά και στις ίδιες θέσεις στη γενική κατάταξη. Αντίθετα, το κόμμα της Αριστεράς φαίνεται πως θα εντοπιστεί στην 6η θέση (αντί της 5ης που είχε καταλάβει το 2017), χάνοντας περίπου το 1/3 των δυνάμεων του (από το 9% στο 6%).
Μ’ άλλα λόγια, κοιτώντας “από ψηλά” τον πολιτικό χάρτη, όπως τον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, φαίνεται μία μετατόπιση προς τα αριστερά (λόγω της αύξησης των ποσοστών του SPD και των Πράσινων) χωρίς όμως ο άξονας να ξεφεύγει από το Κέντρο (die Mitte) δίνοντας την πρωτιά στο SPD (βασική κοινωνική δύναμη στήριξη του οποίου είναι η βιομηχανική εργατική τάξη της χώρας) και μία πτώση των δεξιών κομμάτων (CDU, AfD κ.λπ.) με εμφανέστερο σημείο την απώλεια της πρωτοκαθεδρίας του CDU της απερχόμενης “κραταιάς” Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ (βασική κοινωνική δύναμη στήριξη της οποία είναι η πανίσχυρη μεγάλη και μεσαία αστική τάξη). Αναλυτές αποδίδουν την αλλαγή αυτή στον συσχετισμό των δυνάμεων υπέρ της κεντροαριστεράς, όπως αυτός αναμένεται να εκφραστεί στην κάλπη της Γερμανία, σε δύο βασικούς παράγοντες:
- Στις αρνητικές κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας οι οποίες έπληξαν ιδίως τη βιομηχανική εργατική τάξη η οποία εντάχθηκε σε “καθεστώς” ημι -απασχόλησης (kurzarbeit) κατά τη διάρκεια των lockdown της τελευταίας 2ετίας.
- Στη ραγδαία αύξηση των οικολογικών ανησυχιών λόγω της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες έχουν στρέψει ιδίως τα νεότερα (με βάση την ηλικία αλλά και τον κλάδο απασχόλησης τους) στρώματα της γερμανικής εργατικής τάξης προπαντώς προς τους Πράσινους.
Οι παραπάνω τάσεις έχουν εκφραστεί και στους δρόμους, με σημαντικές απεργίες (πχ στους σιδηροδρόμους μόλις τις περασμένες εβδομάδες) αλλά και σε συνεχόμενες διαδηλώσεις ενάντια στην κλιματική αλλαγή, στα υψηλά ενοίκια αλλά και ενάντια στην έκρηξη της νεοναζιστικής βίας τα προηγούμενα χρόνια.
Το SPD, αν και συμμετέχει στις κυβερνήσεις “Μεγάλου Συνασπισμού” με το CDU την τελευταία 8ετία και ο ίδιος ο υποψήφιος Καγκελάριος του, Σολτς, ήταν αντι-Καγκελάριος και Υπουργός Οικονομικών (από το 2018 έως σήμερα), φαίνεται πως κρίνεται από φτωχότερα λαϊκά στρώματα , τα οποία έχουν πληγεί από την κορονο-κρίση αλλά και τη διαχρονική, πριν, από αυτή λιτότητα, ως πιο “κατάλληλος” για να διαχειριστεί ως επικεφαλής της μελλοντικής κυβέρνησης τις συνέπειες της υπέρ τους.
Την ίδια στιγμή, αστικοί κύκλοι βλέποντας τη δημοσκοπική πτώση του κεντροδεξιού CDU υπό τον “μερκελικό” Άρμιν Λάσετ (σ.σ. η οποία δεν οφείλεται μόνο στα άθλια γελάκια του μπροστά στην καταστροφή που έφεραν οι πλημμύρες του περασμένου καλοκαιριού στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία) και όντας αρνητικοί απέναντι, κατά τους ίδιους, “ακραία” οικολογική στάση των Πρασίνων (οι οποίοι μέχρι πρότινος φαινόταν πως έχουν κατοχυρώσει τη 2η θέση) προτιμούν το SPD και έτσι δεν του πάνε κόντρα (πχ μέσω των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης).
Τα έως τώρα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, εφόσον επαληθευθούν, θα φέρουν την πρώτη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο SPD.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, η μετεκλογική συνεργασία του με τους Πράσινους, είναι σχεδόν “δεδομένη”. Mαζί αναμένεται να συγκεντρώσουν 42% (σ.σ. το 1998 το SPD του Σρέντερ 40% είχε λάβει 40% και οι Πράσινοι του Φίσερ είχε λάβει 7%).
Το πρόβλημα (και αυτό είναι πρωτοφανές στα μεταπολεμικά, τουλάχιστον, γερμανικά πολιτικά χρονικά και οφείλεται στη “βαλκανοποίηση” του πολιτικού σκηνικού στο Βερολίνο) είναι πως πιθανότατα θα χρειαστεί και τρίτο κόμμα για να σχηματιστεί κυβέρνηση.
“Υποψήφιο” για τρίτο κόμμα της μελλοντικής κυβέρνησης είναι το κόμμα της Αριστεράς από τη μια μεριά και οι Φιλελεύθεροι από την άλλη.
Η εκλογική βάση του SPD και των Πρασίνων, βάσει πρόσφατης δημοσκόπησης του Spiegel, θέλει συμμαχία με το κόμμα της Αριστεράς και όχι τους Φιλελεύθερους, ενώ η ίδια η Αριστερά είναι μάλλον θετική στη συμμαχία με το SPD και τους Πράσινους.
Από την άλλη, οι αστικοί κύκλοι της χώρας, ξεκάθαρα προτιμούν συμμαχία του SPD και των Πρασίνων με τους Φιλελεύθερους, ενώ οι τελευταίοι μαζί με το CDU, καλούν τους ψηφοφόρους να μην ψηφίσουν SPD προκειμένου να αποφευχθεί η συμμετοχή σε μελλοντική κυβέρνηση ενός κόμματος που “κατάγεται” από την πρώην (ανατολική) Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, δηλαδή του κόμματος της Αριστεράς. Και αυτό γιατί το κόμμα της Αριστεράς, κατά το ήμισυ προέρχεται από το Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS), του “διαδόχου” κόμματος του πάλαι ποτέ κυβερνητικού Κόμματος της Σοσιαλιστικής Ενότητας (SED) στην Ανατολική Γερμανία και την αριστερή διάσπαση του SPD μετά την εφαρμογή της αντιεργατικής ατζέντας 2010 από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση Σρέντερ – Φίσερ…
Όσον αφορά τους Φιλελεύθερους προτιμούν κυβερνητική συμμαχία με τους Χριστιανοδημοκράτες (ακόμα και αν λάβουν τη 2η θέση ) και τους Πράσινους, αν και θεωρείται δύσκολο να συνεννοηθούν οι Οικολόγοι με τους Νεοφιλελεύθερους…
Η τελική κατάταξη αλλά και τα τελικά ποσοστά των κομμάτων θα κρίνουν εν μέρει τη σύνθεση (και το μέλλον) της επόμενης κυβέρνησης, της πρώτης της μετά -Μέρκελ περιόδου.
Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος της Μέρκελ από την κορυφή της γερμανικής πολιτικής σκηνής έχει φέρει άγχος στους κορυφαίους διεθνείς και ευρωπαϊκούς οικονομικούς κύκλους, καθώς ήταν η τελευταία “κανονική” ηγέτης.
Η άποψη ότι ο Σολτς, εφόσον εκλεγεί, θα μπορούσε να αποτελέσει μία “αρσενική” εκδοχή της απερχόμενης Καγκελαρίου δεν μπορεί να σταθεί. Όχι μόνο για προσωπικούς λόγους, αλλά γιατί ο κόσμος, η Ευρώπη και η Γερμανία που ανέδειξαν τη Μέρκελ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 δεν έχει καμία σχέση με εκείνο του 2021. Το “κύμα” (κυκλοφορία ευρωνομίσματος, διεύρυνση της Ε.Ε. προς ανατολάς, ανάδυση της Γερμανίας στην οικονομική -πολιτική κορυφή της ευρωπαϊκής ηπείρου κλπ.) το οποίο σήκωσε τη Μέρκελ έχει αναχαιτιστεί : η ευρωζώνη έχει αποτύχει να αποτελέσει τον τρίτο πόλο απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα και δεν επελαύνει, πλέον, προς ανατολάς. Αντίθετα, είναι η Ρωσία που αυξάνει το ειδικό βάρος της στην περιοχή αυτή, στριμώχνοντας ιδίως τη Γερμανία που αν και οικονομικός γίγαντας, παραμένει στρατιωτικός νάνος, ενώ ο πολιτικός ρόλος κάθε άλλο παρά βελτιώθηκε με τη αιματηρή δήθεν διάσωση (από τη χρεοκοπία) των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και των προσφύγων…
Είναι γι’ αυτό που, πάνω απ’ όλα, καταρρέει δημοσκοπικά το κόμμα της Μέρκελ (όπως συνέβη και με όλες τις τοπικές εκλογικές αναμετρήσεις στη Γερμανία μετά το 2017 αλλά και τις ευρω-εκλογές 2019) και όχι επειδή ο Λάσετ κρίθηκε ανεπαρκής από μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων του CDU. Το επιχείρημα ότι αν το CDU-CSU είχαν επιλέξει το Φρίντριχ Μερτς (υποστηριζόμενο από τον Σόιμπλε) ή το δεξιότερο, Βαυαρό Πρωθυπουργό, Μάρκους Ζέντερ θα υπηρχε πολύ καλύτερη (δημοσκοπική) επίδοση από το “μερκελικό” Λάσετ έχει κοντά ποδάρια, γιατί και πάλι οι κεντρώοι ψηφοφόροι του CDU μπορεί να μην ελκύονταν εν τέλει από πρόσωπα σαν αυτά. Εξάλλου μόνο τυχαίο δεν είναι πως ο Μερτς έχασε δύο φορές στις εσωκομματικές εκλογές του CDU από τους εκλεκτούς της Μέρκελ (Κραμπ-Κάρενμπάουερ, Λάσετ), ενώ και το κόμμα του Ζέντερ (CSU) έχασε το 1/4 των ψήφων του στις τελευταίες τοπικές εκλογές στη Βαυαρία…
Οι ίδιοι λόγοι που οδηγούν στη διαφαινόμενη πτώση του κόμματος της Μέρκελ (οδηγώντας το, πιθανόν όχι μόνο εκτός κυβέρνησης αλλά και σε μία νέα, βαθύτερη εσωτερική κρίση) θα δυσκολέψουν εξ αρχής τη θητεία του νέου Καγκελάριου που όλα δείχνουν πως θα είναι ο Σολτς : Αυτός θα έχει να διαχειριστεί, για λογαριασμό του γερμανικού και κατ΄επέκταση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού δύο στρατηγικές συστημικές αποτυχίες : Η πρώτη αποτυχία αφορά την διαχείριση της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης ειδικά όπως αυτή έχει επιδεινωθεί από την πανδημία του κορονοϊού και η δεύτερη αφορά στη διαχείριση της ιμπεριαλιστικής επέλασης στην ανατολή (μετά την ανακατάληψη της εξουσίας στο Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν).
Αυτό σημαίνει πως παρότι ο Σοσιαλδημοκράτης Σολτς θα βγει (όπως όλα δείχνουν) με ψήφους προερχόμενους από την εργατική τάξη και από τα αριστερά, θα είναι υποχρεωμένος να επιτεθεί στους ίδιους εκείνους που τον ψήφισαν, προκειμένου να βγάλει τα σπασμένα από την “διπλή” συστημική κρίση (οικονομική, γεω-πολιτική).
Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία του, που το SPD θα κληθεί από το γερμανικό κεφάλαιο να κάνει τη “βρώμικη” δουλειά. Το έχει κάνει το 1914, ψηφίζοντας τον πολεμικό προϋπολογισμό του Κάιζερ, το έχει κάνει το 1919 συντρίβοντας την επανάσταση των Σπαρτακιστών, το έκανε από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 έως το ‘80 μέσω της Ost-Politik που δεν είχε άλλο στόχο από την ανατροπή της Ανατολικής Γερμανίας, το έκανε τo 1977 (επί του Χέλμουτ Σμιτ, ο οποίος μάλιστα αποτελεί και το πρότυπο του Σολτς!) εξοντώνοντας τη RAF, το έκανε στα τέλη του ‘90 -αρχές 2000 με την κατεδάφιση του γερμανικού “κράτος -πρόνοια”, το έκανε και όλη τη δεκαετία του 2000 κάνοντας τις πλάτες για τα άθλια Μνημόνια σε βάρος άλλων ευρωπαϊκών λαών…
Δ.Κ.