ανοίγουν ένα νέο μέτωπο εκρηκτικής αναμέτρησης στην ταξική πάλη
Την Δευτέρα 30/9 το Υπουργικό Συμβούλιο, ως όφειλε, οριστικοποίησε το λεγόμενο Μεσοπρόθεσμο Οικονομικό Πρόγραμμα που κατατίθεται στην Κομισιόν. Πρόκειται για τον σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής για την επόμενη τετραετία σύμφωνα με τους κανονισμούς της Κομισιόν. Και στο πλαίσιο αυτού του τετραετούς σχεδίου συγκεκριμενοποιείται και ο Προϋπολογισμός του 2025 του πρώτου από τα τέσσερα έτη του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος.
Πρόκειται για τον περιβόητο οικονομικό οδικό άξονα με τον οποίο η κυβέρνηση «δείχνει» ότι βαδίζει σύμφωνα με τις υποδείξεις του νέου Συμφώνου Σταθερότητας.
Ο σχεδιασμός αυτός αφορά την περίοδο 2025 – 2028 και σαν τέτοιος περιλαμβάνει τις προβλέψεις για το πώς θα κινηθεί η οικονομία. Από την άποψη αυτή δείχνει το «τι» σκέφτεται η κυβέρνηση ότι πρόκειται να συμβεί στην ελληνική οικονομία την επόμενη τετραετία, στη βάση βέβαια της εφαρμογής της «δικής της» πολιτικής.
Αν ήθελε να κωδικοποιήσει κανείς αυτή την πορεία με όρους πραγματικών οικονομικών «εσωτερικών» εξελίξεων θα μπορούσε να πει ότι ο καπιταλισμός στην Ελλάδα εισέρχεται σε μια πορεία σύνθλιψης ανάμεσα στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις του Ελλείμματος του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών και της νέας ασφυκτικής μέγγενης των αναγκών εξυπηρέτησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους μέσω των δεσμευτικών πρωτογενών πλεονασμάτων (που ορίζονται από το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας). Αυτό αφορά μόνο το τι έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει μέσα στη «γυάλα». Οι πραγματικές διαστάσεις αυτής της νέας κατάστασης μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο αν τοποθετηθούν στο πλαίσιο των ευρύτερων εξελίξεων στην Ευρωζώνη.
Ας ρίξουμε όμως πρώτα μια ματιά μέσα στη «γυάλα» της εσωτερικής πραγματικότητας.
Μερικά «νούμερα» από τα βασικά στοιχεία του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος είναι ενδεικτικά για το πού πατάει… και πού βρίσκεται το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης Μητσοτάκη σε σχέση με την οικονομική πραγματικότητα.
Αλλά και το πόσο πέραν κάθε πραγματικότητας βρίσκεται είναι από το να υπολογίζει στα σοβαρά την κατάσταση της εγχώριας οικονομίας μέσα στο διεθνές και ειδικά το ευρωπαϊκό περιβάλλον…
Το πρώτο που χτυπάει στο μάτι είναι ότι για την επόμενη τετραετία η Κυβέρνηση προβλέπει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας θα κινείται στα όρια του 2%. Με άλλα λόγια θα υπολείπεται από το επίπεδο του προβλεπόμενου πρωτογενούς πλεονάσματος που προβλέπεται στο 2,4% ΑΕΠ. Ή για να το πούμε με απλά λόγια η «εξοικονόμηση» του πλεονάσματος στην ουσία δεν θα προέρχεται από την αύξηση της οικονομίας, παρά μόνο κατά ένα μέρος του.
Και αυτό θα συμβαίνει σε ένα περιβάλλον στο οποίο ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας, δηλαδή του ΑΕΠ, θα υπολείπεται επίσης του ύψους των επιτοκίων (που αναμένεται να παραμείνουν πάνω από το 3%). Που σημαίνει ότι οι τόκοι αποπληρωμής χρέους σαν ποσοστό του κεφαλαίου, θα είναι μεγαλύτεροι του ρυθμού με τον οποίο θα αυξάνεται η οικονομική δραστηριότητα και το οικονομικό της αποτέλεσμα (ΑΕΠ).
Ανάλογη είναι και η συσχέτιση των δημόσιων επενδύσεων που παραμένουν –μακράν– κάτω του μέσου όρου της Ε.Ε., αν εξαιρέσουμε βέβαια τις επενδύσεις που «θα» γίνουν με τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης το οποίο λήγει κανονικά το 2026, δηλαδή σε δύο χρόνια. Δηλαδή στην αυξητική τάση του ΑΕΠ που κατά βάση θα συμβάλει το Ταμείο Ανάκαμψης (ΤΑ), θα πρέπει να συνυπολογιστεί αφ’ ενός το κόστος των δανείων του Ταμείου (αφού η Ελλάδα έχει πάρει περισσότερα δάνεια από το ΤΑ από επιδοτήσεις) και αφετέρου η αμφίβολη μέχρι στιγμής αποτελεσματικότητα της συμβολής των επενδύσεων αυτών, χρονικά αλλά και σε απόλυτα μεγέθη.
Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η διαχείριση των δημόσιων δαπανών και των δημόσιων εσόδων έχει αλλάξει καθοριστικά με το νέο επικαιροποιημένο Σύμφωνο Σταθερότητας που εφαρμόζεται για πρώτη φορά από το 2025.
Με τον νέο κανονισμό έχει «καταργηθεί» το δικαίωμα να αυξάνονται οι δημόσιες δαπάνες σε συνάρτηση με την αύξηση των δημοσίων εσόδων. Όσο δηλαδή και αν αυξηθούν –και αυξάνονται λόγω υψηλού ΦΠΑ– τα έσοδα των φόρων, η αύξηση των δημοσίων δαπανών ουσιαστικά «παγώνει», καθώς η όποια αύξηση επιτρέπεται να καλύπτει ΜΟΝΟ τις ωριμάνσεις των ήδη προβλεπόμενων αυξήσεων των δαπανών για το συνταξιοδοτικό, τους μισθούς και κυρίως τα ΕΞΟΠΛΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ. Για το 2025, για παράδειγμα, επιτρέπεται η αύξηση των δημοσίων δαπανών κατά 3% περίπου. Αλλά αυτή υπερκαλύπτεται σε απόλυτους αριθμούς από την αύξηση που έτσι κι αλλιώς –λόγω πληθωρισμού και ωριμάνσεων- προβλέπεται για μισθούς και συντάξεις αλλά κυρίως για τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Δεν υπάρχει καμία ουσιαστική αύξηση σε πραγματικούς όρους για Υγεία και Παιδεία, ούτε καν για δημόσιες επενδύσεις (εκτός ΤΑ).
Με αυτά τα «δεδομένα» σε μια οικονομία της οποίας η παραγωγική δομή δημιουργεί ένα αυξανόμενο Έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών της τάξης του 7,5% του ΑΕΠ (!), είναι να απορεί κανείς με το πού μπορεί να στηριχθεί αυτό το περίπου 2% ανάπτυξη ετησίως μέχρι και το 2028. Και μάλιστα σε μία οικονομία της οποίας ο δημόσιος τομέας συμπιέζει την δυνατότητα αύξησης της καταναλωτικής δαπάνης τόσο –κύρια– στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Γιατί αναφέρουμε την καταναλωτική δαπάνη; Μα γιατί στην ελληνική οικονομία το 70% του ΑΕΠ στηρίζεται στην ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση…, καθώς η παραγωγική δυναμική της μεταποίησης και της βιομηχανίας είναι ελάχιστη όπως και οι εξαγωγές.
Ας αφήσουμε όμως αυτή την περίεργη… αλγεβρική προσέγγιση του οικονομικού επιτελείου για την πορεία της εγχώριας οικονομίας και ας δούμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πρέπει να επιτευχθεί αυτός ο στόχος κατά ένα μαγικό (!) παρ’ όλα αυτά τρόπο.
Ας δούμε το ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Και ας συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στη μία από τις βασικότερες αν όχι κύρια πηγή κρίσης και προβλημάτων στην οικονομία της Ευρωζώνης, στην ενέργεια. Τι περιμένουμε να συμβεί στον τομέα αυτό που καθορίζει το κόστος λειτουργίας τής οικονομίας;
Μια ματιά αρκεί για να δούμε τα νέα σοβαρότερα προβλήματα.
Πρόσφατα όπως όλοι γνωρίζουμε από τις διεθνείς ανακοινώσεις όσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, που καθόρισε αυτή την βασική ανατροπή για την οικονομία της Ευρωζώνης, δηλαδή τον πολλαπλασιασμό του ενεργειακού κόστους, «έκλεισε» μία συμφωνία για την χρηματοδότηση της Ουκρανίας μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε.
Η συμφωνία αυτή προβλέπει όπως είναι γνωστό σε όλους την χρηματοδότηση της Ουκρανίας με ένα δάνειο 50 δις δολ. του οποίου η αποπληρωμή στηρίζεται στην εκμετάλλευση των δεσμευμένων 300 περίπου δις δολ. της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας στις δυτικές τράπεζες.
Μέχρι εδώ τίποτα το καινούργιο.
Αυτό που είναι όμως καινούργιο, αφορά σε μία από τις «λεπτομέρειες» αυτής της συμφωνίας. Η λεπτομέρεια αυτή είναι ότι προϋπόθεση για την συμμετοχή των ΗΠΑ στο δάνεια αυτό με 20 δις δολ., είναι η Ε.Ε. να διακόψει οριστικά με την λήξη του τρέχοντος συμβολαίου (λήγει τέλος του 2024) την παραλαβή φυσικού αερίου από την Ρωσία μέσω των αγωγών που περνάνε από την Ουκρανία.
Αφήνουμε στην άκρη το γεγονός ότι υπάρχουν χώρες όπως π.χ. η Αυστρία και άλλες κεντροευρωπαϊκές οικονομίες (π.χ. Τσεχία κ.ά.) ή του Νότου, όπως η Ιταλία (αλλά και η Ελλάδα σε πολύ μικρότερο ποσοστό) των οποίων η κάλυψη των αναγκών σε φυσικό αέριο γίνεται ακόμα από αυτό το ρωσικό αέριο μέχρι και κατά 70% (Αυστρία, κ.λπ.).
Η διακοπή της ροής του φυσικού αερίου από την Ρωσία, αν πραγματοποιηθεί η προϋπόθεση που έχουν θέσει οι ΗΠΑ –και η νέα Κομισιόν την υποστηρίζει αναφανδόν- ισοδυναμεί κατά τις υπάρχουσες προβλέψεις με μία νέα άνοδο της μέσης τιμής του φυσικού αερίου που τροφοδοτεί την Ε.Ε και μάλιστα λίγο πριν από τον χειμώνα.
Σήμερα μετά την εφαρμογή πάνω από 15 – 17 κύκλων κυρώσεων προς την Ρωσία, το ρωσικό φυσικό αέριο παραμένει ένας από τους τρεις μεγαλύτερους τροφοδότες της Ε.Ε. Πρώτη πλέον είναι η Νορβηγία ενώ δεύτερη και τρίτη είναι οι ΗΠΑ και η Ρωσία σχεδόν ισόποσα.
Με μία κρίσιμη διαφορά βέβαια.
Το φυσικό αέριο από την «δύση» (LNG) είναι τριπλάσιας έως και πενταπλάσιας τιμής από εκείνο της Ρωσίας (μέσω των αγωγών).
Με άλλα λόγια αν εφαρμοστεί η απόφαση διακοπής του συμβολαίου από την Ρωσία με την λήξη του στα τέλη του 2024 –οι σχετικές συνομιλίες θα έχουν ολοκληρωθεί μέσα στον Οκτώβριο– η Ε.Ε. είναι μπροστά σε ένα νέο κύκλο αύξησης του ενεργειακού κόστους (ανισομερώς από χώρα σε χώρα) αλλά και επάρκειας που με την σειρά της επηρεάζει επίσης το κόστος.
Αν σ’ αυτό το πλαίσιο «εξελίξεων» που λίγο πολύ είναι προδιαγεγραμμένο με βάση την συμφωνία για το δάνειο στην Ουκρανία, προσθέσει κανείς τις εκρηκτικές εξελίξεις του πολέμου στη Μέση Ανατολή, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει ότι το περιβόητο Μεσοπρόθεσμο του Μητσοτάκη, ανοίγει ένα νέο μέτωπο στην ταξική πάλη με εκρηκτικές διαστάσεις για το 2025.