του Σουνγκούρ Σαβράν
Η επέμβαση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στη Συρία ήταν φυσικό να προσελκύσει μεγάλη προσοχή παγκοσμίως. Αυτή η πράξη μεταβάλλει ριζικά τη συγκεκριμένη κατάσταση στη Συρία και έχει συνέπειες για τη διεθνή πολιτική σε μεγάλο βαθμό. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ας οριοθετήσουμε τα σχόλιά μας για τις επιπτώσεις της ρωσικής επέμβασης στη Συρία επι της Τουρκίας, αφήνοντας τις γενικότερες πτυχές σε άλλες ευκαιρίες. Η εισβολή της Ρωσίας στη Συρία είναι πολύ πιο στενά συνδεδεμένη με τον τουρκικό παρεμβατισμό στη χώρα αυτή από ό,τι είναι γενικώς δεκτό. Έχουμε την άποψη ότι η χρονική στιγμή αυτής της κίνησης της Ρωσίας είναι στενά συνδεδεμένη με τις προθέσεις του Ερντογάν σχετικά με τη Συρία. Στο προηγούμενο άρθρο μας που αναφέρθηκε παραπάνω, δηλώσαμε ότι αν το ΑΚΡ επρόκειτο να αποτύχει να αποκτήσει την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, το στρατόπεδο του Ερντογάν θα έβρισκε κατά πάσα πιθανότητα μια δικαιολογία για να στείλει τον τουρκικό στρατό στη Συρία. Καθώς ο αναγνώστης πιθανώς γνωρίζει, η κυβέρνηση έχει ήδη θέσει τις βάσεις για μια τέτοια δικαιολογία: η ύπαρξη της Ροζάβα ως μία αυτόνομη κουρδική οντότητα με δεσμούς με το ΡΚΚ έχει ήδη διακηρυχθεί απαράδεκτη για την τουρκική κυβέρνηση. Αλλά δεδομένου ότι οι ΗΠΑ συνεργάζονται με τις ένοπλες δυνάμεις της Ροζάβα για την καταπολέμηση του ISIL, η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει κατά πάσα πιθανότητα το τελευταίο ως δικαιολογία για να κάνει μια στρατιωτική επιδρομή με χερσαίες δυνάμεις στη Συρία, δήθεν για την καταπολέμηση του τελευταίου, αλλά στην πραγματικότητα για να υποκαταστήσει την παρουσία των ένοπλων δυνάμεων της Ροζάβα.
Όλα αυτά τα σχέδια έχουν τιναχτεί στον αέρα με την είσοδο της Ρωσίας στο προσκήνιο. Η κυβέρνηση Πούτιν, κατά τη γνώμη μας, παρενέβη ακριβώς αυτήν τη στιγμή, επειδή το είδος της στρατιωτικής εισβολής από την πλευρά της Τουρκίας στη Συρία που έχουμε μόλις περιγράψει θα μπορούσε πιθανότατα να οδηγήσει σε πυρκαγιά ασύλληπτων διαστάσεων στη Μέση Ανατολή, τραβώντας το Ιράν σε εμπλοκή κι οδηγώντας σε μια ανεξέλεγκτη κρίση. Έχοντας αισθανθεί, ή ακόμη και μάθει μέσω των μυστικών υπηρεσιών τις προθέσεις του στρατοπέδου Ερντογάν, η κυβέρνηση Πούτιν έκανε απλά μια προληπτική κίνηση. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τα ρωσικά πολεμικά αεροσκάφη έχουν παραβιάσει επανειλημμένα τον τουρκικό εναέριο χώρο και αμφισβήτησαν τους κανόνες εμπλοκής που η Τουρκία είχε καθορίσει απέναντι στην πολεμική αεροπορία του Άσαντ. Σε τέτοιο βαθμό που ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, σε μια αρκετά διπλωματική ομιλία του, δήλωσε ότι αυτές οι παραβιάσεις των Ρώσων δεν ήταν τυχαίες, υπονοώντας ότι η Ρωσία προσπαθούσε να πει κάτι στην Τουρκία. Συμφωνούμε. Τα πράγματα έχουν φτάσει σε τέτοια ενοχλητικό σημείο για την Τουρκία που ενώ η τελευταία αυτή χώρα έχει απαιτήσει μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων ενάντια στην πολεμική αεροπορία της Συρίας στο βόρειο τμήμα της χώρας για μεγάλο χρονικό διάστημα, τώρα μια de facto ζώνη απαγόρευσης πτήσεων έχει καθιερωθεί από τη Ρωσία κατά της ίδιας της Τουρκίας! Το γενικότερο συμπέρασμα που πρέπει να αντλήσουμε από όλα αυτά είναι σαφές: εκτός εάν το στρατόπεδο Ερντογάν είναι έτοιμο να προκαλέσει έναν παγκόσμιο πόλεμο, τα σχέδια για μια τουρκική στρατιωτική εισβολή στη Συρία, θα πρέπει να τεθούν σε αχρηστία βραχυπρόθεσμα.
Τι περιθώρια μένουν έτσι στο στρατόπεδο του Ερντογάν; Εάν οι εκλογές δεν τους παρέχουν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, αυτό θα επαναφέρει το φάντασμα μιας κοινοβουλευτικής έρευνας που θα απειλούσε να καταστρέψει ολόκληρο το πολιτικό μέλλον, ή μάλλον καλύτερα ολόκληρο το μέλλον του Ερντογάν. Τώρα ο δρόμος προς την σωτηρία μέσα από τη Δαμασκό, δηλαδή μια κατάσταση πολέμου παραχωρώντας ειδικές εξουσίες στην κυβέρνησή του, είναι επίσης κλειστός από τη ρωσική εισβολή στη Συρία. Η μόνη επιλογή που απομένει, είναι η συριοποίηση της ίδιας της Τουρκίας. Με αυτό εννοούμε μια στρατηγική εμφυλίου πολέμου με βάση τις εγχώριας προέλευσης takfiri, σουνιτικές-θρησκευτικές παραστρατιωτικές δυνάμεις για να κρατήσουν τον Ερντογάν στην εξουσία. Οι ισλαμιστικές δυνάμεις που η κυβέρνηση του AKP έχει προστατεύσει και υποστηρίξει σε όλο το συριακό εμφύλιο πόλεμο μπορεί να αποφασίσουν να ανταποδώσουν και να βοηθήσουν το στρατόπεδο του Ερντογάν στη διεξαγωγή αυτού που πραγματικά αντιστοιχεί σε εμφύλιο πόλεμο. Η στρατηγική αυτή μπορεί να συνοψιστεί με τον ακόλουθο τύπο: αν δεν μπορείτε να πάτε την Τουρκία στη Συρία, τότε φέρτε τη Συρία στην Τουρκία!
Οι εγχώριες Σουνιτικές-θρησκευτικές πολιτοφυλακές
Μια σειρά από γεγονότα που εκτιλίχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτών των τελευταίων μηνών έφερε στο φως μια διαδικασία που αποδεδειγμένα ξεκίνησε μετά τη λαϊκή εξέγερση που ξέσπασε με αφορμή το περιστατικό στο Γκεζί τον Ιούνιο του 2013. Διαρκώντας όλο το καλοκαίρι, η εξέγερση αυτή δημιούργησε μεγάλο φόβο και ανησυχία στην κυβέρνηση του ΑΚΡ. Επινοήθηκαν δύο διαφορετικές στρατηγικές. Το στρατόπεδο που αποκρυσταλλώθηκε γύρω από τον Αμπντουλάχ Γκιούλ, επίσης ιδρυτή και ηγετικό στέλεχος του AKP και στη συνέχεια Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για να αντικατασταθεί από τον Ερντογάν τον Αύγουστο το 2014, προτίμησε μια στρατηγική διχασμού/διάχυσης, βασιζόμενη στη διαίρεση των εξεγερμένων μαζών σε μετριοπαθή και ριζοσπαστική πτέρυγα. Το στρατόπεδο Ερντογάν, από την άλλη πλευρά, επέλεξε την καθαρή καταστολή με τη βία, βασιζόμενο στην ακόμα ισχυρή εκλογική στήριξη που τα πιο συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας ήταν διατεθειμένα να παρέχουν στην ηγεσία του. Έχει πλέον αποκαλυφθεί ότι ένα απαραίτητο στοιχείο αυτής της στρατηγικής της καταστολής ήταν η προετοιμασία μιας σειράς από ανοιχτά αντεπαναστατικές δυνάμεις, για να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση που η απειλή για την εξουσία του Ερντογάν επανεμφανιστεί.
Χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες επί του θέματος, που αναπόφευκτα θα ήταν βαρετά και θα δημιουργούσαν σύγχυση στον αμύητο αναγνώστη με τις περιπλοκές της τουρκικής πολιτικής, ας δώσουμε γρήγορα μια πανοραμική άποψη των δυνάμεων που παρασκευάστηκαν από το στρατόπεδο του Ερντογάν. Οι πρόσφατες επιθέσεις έφεραν στο προσκήνιο ένα νέο σχηματισμό που ονομάζεται «Osmanli Ocaklari»[«Οσμανλί Οτζακλαρί», Σ.τ.M.]. Η λέξη «οτζακλάρ» αναφέρεται στους Γενίτσαρους των Οθωμανών και ως εκ τούτου το όνομα της οργάνωσης αυτής μπορεί να μεταφραστεί καλύτερα ως Οθωμανικά Σώματα. Ο σχηματισμός αυτός ήταν ενεργός σε επιθέσεις στη μεγάλη κοσμική εφημερίδα Χουριέτ, λόγω της κριτικής κάλυψης ορισμένων πτυχών της πολιτικής του Ερντογάν. Έκανε, επίσης, αισθητή την παρουσία του στις επιδρομές από τον όχλο στα κτίρια του HDP, του κουρδικού κοινοβουλευτικού κόμματος, σε πάνω από 140 μέρη σε όλη την Τουρκία, τη νύχτα της 8ης Σεπτεμβρίου. Ο σχηματισμός αυτός, όπως φαίνεται, είναι ταχέως αναπτυσσόμενος, προσελκύοντας τα άνεργα στοιχεία και το λούμπεν προλεταριάτο με χρήματα του ΑΚΡ. Ισχυρίζεται ότι έχει ήδη οργανώσεις σε 73 από τις 91 επαρχίες της Τουρκίας.
Υπάρχει στη συνέχεια το IBDA-C, μια ριζοσπαστική ισλαμιστική οργάνωση που προηγείται του ΑΚΡ, του οποίου ο χαρισματικός ηγέτης κρατήθηκε στη φυλακή για πολλά χρόνια, για να απελευθερωθεί μόνο στον απόηχο της εξέγερσης του Γκεζί υπό την ελάχιστα συγκεκαλυμμένη προστασία του ίδιου του Ερντογάν. Η οργάνωση αυτή υποστηρίζει ξεκάθαρα και ανοιχτά τη χρήση βίαιων μεθόδων εναντίον των εχθρών του Ισλάμ. Aπό μια κριτική στάση απέναντι στην ισλαμιστική κοινοβουλευτική παράδοση στην Τουρκία στο παρελθόν, έχει πλέον μετακινηθεί σε μια απλή υπεράσπιση της ηγεσίας του Ερντογάν.
Ενώ το IBDA-C είναι ισχυρό στο δυτικό τμήμα της χώρας και έχει αρχίσει να επιτίθεται στο φοιτητικό κίνημα και, ειδικότερα, στους Κούρδους, η κουρδική Χεζμπολάχ, μια άλλη παραστρατιωτική οργάνωση την οποία έχει αναβιώσει πρόσφατα ο Ερντογάν, οφείλει τη δύναμή της στις αντιδραστικές δυνάμεις μέσα κουρδική κοινωνία. Αυτό το κίνημα ήταν πολύ δραστήριο στη δεκαετία του 1990 και διαβόητος δολοφόνος κουρδικών πολιτικών πολιτικών προσωπικοτήτων σε συμπαιγνία με τις δυνάμεις ασφαλείας. Αλλά από τη στιγμή που ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν, ο ηγέτης του ΡΚΚ συνελήφθη το 1999 και στάλθηκε στη φυλακή, έχασε την αίγλη του και κατεστάλη από το ίδιο το κράτος, το 2000. Ωστόσο, οι ηγέτες της [Χεζμπολάχ], όπως κι αυτοί της IBDA-C απελευθερώθηκαν από τη φυλακή το τελευταίο διάστημα, εξαφανίστηκαν μέσα στη νομιμότητα και εκπροσωπούνται σήμερα με τη διαμεσολάβηση ενός αθώου στην όψη νόμιμου κόμματος. Η κουρδική Χεζμπολάχ, χωρίς απολύτως καμία σχέση με τη λιβανέζικη συνονόματη της, είναι μια οργάνωση εμφυλίου πολέμου στο εσωτερικό της κουρδικής κοινωνίας. Ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στη μετατροπή του serhildan του Οκτώβρη του 2014 (το κουρδικό ανάλογο της intifada) από μια λαϊκή εξέγερση σε μια ένοπλη πάλη ανάμεσα σε δύο ομάδες, την πολιτοφυλακή του PKK και τα δικά της ένοπλα σώματα. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο υποστηρίχθηκε και προστατεύτηκε από το στρατόπεδο του Ερντογάν.
Υπάρχουν και άλλες δυνάμεις, κάποιες μέσα στην τουρκική μαφία, για παράδειγμα. Μία από αυτές, ο Σεντάτ Πεκέρ, ένας ανένδοτος οπαδός του Ερντογάν, διοργάνωσε συγκέντρωση «κατά της τρομοκρατίας», μέσω της οποίας εννοούσε τον κουρδικό αγώνα για εθνική απελευθέρωση, ακριβώς μία ημέρα πριν από τη διαδήλωση της 10ης Οκτώβρίου. Μιλώντας μπροστά από την αφίσα του Ερντογάν, ο Πεκέρ απείλησε τους υποστηρικτές τού κουρδικού κινήματος με «αίμα που θα ρέει σαν ποτάμι»! Υπάρχουν επίσης οι Τουρκομανικές Ταξιαρχίες, έλκοντας το όνομά τους από διάφορους Σουλτάνους της οθωμανικής ιστορίας, οι οποίες είχαν αναλάβει να αγωνίζονται ενάντια στις δυνάμεις της Ροζάβα.
Συνολικά, όλο αυτό το φάσμα των δυνάμεων που υποστηρίζονται και προστατεύονται από το στρατόπεδο του Ερντογάν, είναι ενδεικτικό του γεγονότος ότι η στρατηγική του εμφυλίου πολέμου, δεν είναι ξένη σε αυτό το στρατόπεδο. Τώρα που η στρατιωτική επέμβαση στη Συρία φαίνεται να αποκλείεται, αυτή η εναλλακτική λύση φαίνεται όλο και περισσότερο ως η πιο ρεαλιστική στην αναζήτηση του Ερντογάν για επιβίωση.
Αδελφοσύνη μεταξύ των λαών ή βαρβαρότητα
Η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική οδεύουν ολοταχώς προς μια κατάσταση εμφυλίου πολέμου στο εσωτερικό του ισλαμικού κόσμου μεταξύ των Σουνιτών και των Σιιτών (οι τελευταίοι σε συμμαχία με τους Αλεβίτες). Η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ είναι οι κύριοι υποκινητές του σουνιτικού στρατοπέδου, ενώ το Ιράν, φυσικά, είναι η ηγετική δύναμη του σιιτικού στρvis-a-visατοπέδου. Το όνειρο του Ερντογάν είναι (ή κάποιος θα μπορούσε ίσως να πει ότι «ήταν») να οδηγήσει τον σουνιτικό πληθυσμό σε αυτό το είδος του αγώνα για την κυριαρχία στον ισλαμικό κόσμο. Αυτό είναι ένα όνειρο το οποίο έχει τις ρίζες του στη δόξα του Οθωμανικού παρελθόντος. Αυτό συνεπάγεται αμέσως την ανασύσταση της Ούμα, της ισλαμικής κοινότητας στο σύνολό της, υπό την καθοδήγηση του Χαλιφάτου, η οποία καταργήθηκε από την νεαρή δημοκρατία το 1924. Αυτή η κατάργηση των ισλαμιστών στην Τουρκία δεν έγινε ποτέ δυνατό να αφομοιωθεί.
Αυτού του είδους θρησκευτικού πολέμου εντός του Ισλάμ θα είναι μια επανέκδοση των θρησκευτικών πολέμων της Δυτικής Ευρώπης με διπλασιασμένη τη βία. Πρέπει να αποφευχθεί με κάθε κόστος. Το στρατόπεδο του Ερντογάν, καθώς και η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και το Ιράν, παίζουν με την φωτιά. Αυτή η ακραία απειλή στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική πρέπει να αντιμετωπισθεί από τις δυνάμεις που δεν έχουν καμία συμμετοχή στα εισοδήματα που παράγονται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο και τη λεγόμενη συμμορφωμένη με τη Σαρία χρηματοδότηση του αραβικού κόσμου.
Παρατηρώντας το από την περιφερειακή οπτική γωνία, ο συριακός εμφύλιος πόλεμος είναι ακριβώς ένας πόλεμος μεσολάβησης μεταξύ αυτών των δύο στρατοπέδων. Ο Ερντογάν είναι ο πρώτης γραμμής ηγέτης του σουνιτικού στρατοπέδου. Για να αρχίσει και μόνο να απαιτεί υποταγή από τον υπόλοιπο σουνιτικό κόσμο, ο Ερντογάν πρέπει να κερδίσει τον πόλεμο επιβίωσής του μέσα στην Τουρκία. Για το σκοπό αυτό, συμμάχησε με τις takfiri, τις σουνιτικές σεκταριστικές δυνάμεις εντός και εκτός της χώρας. Αυτό οδηγεί την Τουρκία στο γκρεμό της συριοποίησης.
Η Τουρκία είναι, από την άλλη πλευρά, μια χώρα σε αναβρασμό. Eξεγέρσεις διαφόρων ειδών έχουν διαδεχθεί η μία την άλλη τα τελευταία δύο χρόνια. Ένα χρόνο μετά την εξασθένιση της λαϊκής εξέγερσης του Γκεζί, τόσο ισχυρή στις δυτικές πόλεις της χώρας, αλλά όχι στο τουρκικό Κουρδιστάν, μια serhildan, δηλαδή μια λαϊκή εξέγερση του κουρδικού πληθυσμού ξέσπασε για μια εβδομάδα σε υποστήριξη του Κομπανί που αγωνίζεται ενάντια στο ISIL. Σε κανένα από αυτά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα δεν υπήρχε η εργατική τάξη ως τέτοια. Ωστόσο, κατά το μήνα Μάιο του τρέχοντος έτους, ξέσπασε ένας αγώνας δεκάδων χιλιάδων μεταλλουργών, εξαπλωνόμενος από τη γενέτειρά του στην Προύσα, ένα βιομηχανικό κέντρο κοντά στην Κωνσταντινούπολη, σε πολλά άλλα βιομηχανικά κέντρα. Μετά από μια μακρά περίοδο λήθαργου, η εργατική τάξη επιστρέφει τώρα στη δράση. Έτσι, αυτό είναι μια κοινωνία που είναι επίσης γεμάτη υποσχέσεις. Μόνο με την υπέρβαση των διαιρέσεων μεταξύ των τριών δυνάμεων που εκπροσωπούνται από τα τρία αυτά κύματα του αγώνα, μπορούν να κερδίσουν οι προοδευτικές δυνάμεις. Και εδώ δύο πράγματα είναι ζωτικής σημασίας: η αδελφοσύνη μεταξύ Τούρκων και Κούρδων και η είσοδος της εργατικής τάξης στην πολιτική σκηνή. Σε περίπτωση που αυτές οι δύο προϋποθέσεις ενωθούν, η Τουρκία όχι μόνο θα δει την εγχώρια ισορροπία των δυνάμεων να μετατοπίζεται αποφασιστικά υπέρ μιας προοδευτικής λύσης στην πολιτική κρίση της, αλλά μπορεί επίσης να λειτουργήσει ως κινητήριος μοχλός για μια λύση για το μέλλον, σε μια διαδικασία διαρκούς επανάστασης στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ολόκληρη η Μέση Ανατολή.
Το ποια τάση τελικά θα κερδίσει, θα κριθεί από τις ζωντανές δυνάμεις της ιστορίας. Πρέπει να δούμε αν η σοσιαλιστική αριστερά θα ανταποκριθεί στις ιστορικές ευθύνες της.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ιστοσελίδα www.socialistproject.ca.
Μετάφραση Γ. Σιμ.