Εδώ και μία εβδομάδα έχει αρχίσει η τρίτη (ή τέταρτη αν μετρηθεί η συμμετοχή ιδιωτών ξεχωριστά) ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών συστημικών τραπεζών.
Τί σημαίνει αυτό και ποιές είναι οι συνέπειες αυτής της “πράξης”;
Η απάντηση έχει δύο “σκέλη” με εξαιρετικά μεγάλη σημασία για το πώς η κυβέρνηση Συριζα – Ανελ προχωρά σε άλλη μία τεράστια μεταφορά πόρων και οικονομικής εξουσίας στα χέρια του χρηματιστικού κεφαλαίου.
* Κατ’ αρχήν η λέξη “ανακεφαλαιοποίηση” σημαίνει ενίσχυση των τραπεζών με κεφάλαια ώστε να μπορούν να λειτουργούν και να μην υποχρεωθούν να κλείσουν λόγω έλλειψης κεφαλαίων με τα οποία θα πρέπει να μπορούν να ανταποκριθούν αφενός στους καταθέτες τους και αφετέρου στις δανειακές τους υποχρεώσεις.
Στις προηγούμενες “ανακεφαλαιοποιήσεις”, όλες μετά την κρίση του 2010, έχουν δοθεί στις ίδιες τράπεζες περί τα 60 δισ. ευρώ τα οποία ισόποσα έχουν αυξήσει το δημόσιο χρέος.
Η ανακεφαλαιοποίηση που “τρέχει” από την περασμένη Δευτέρα προβλέπει ότι οι διοικήσεις των τραπεζών πρέπει να βρούν 14,4 δισ. ευρώ για να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους. Το ποσό αυτό προέκυψε από τον έλεγχο που έκανε η ΕΚΤ στην κατάσταση που βρίσκεται η κάθε μία εξα αυτών.
Ο έλεγχος και η ΕΚΤ
Ο έλεγχος αυτός έγινε σε τρεις τομείς. Ο ένας αφορούσε στην “ποιότητα” των περιουσιακών τους στοιχείων, δηλαδή το αν τα -διαφόρων ειδών- δάνειά τους τόσο αυτά που τους χρωστάνε οι άλλοι όσο και αυτά που χρωστάνε οι ίδιες, απαιτούν να έχουν περισσότερα κεφάλαια για να είναι ασφαλείς οι τράπεζες, αν οι οφειλέτες σταματήσουν να πληρώνουν (όπως συμβαίνει με τα κόκκινα δάνεια).
Επίσης στο κομμάτι αυτού του ελέγχου έχει εξετασθεί το τι επιπλέον κεφάλαια θα χρειασθούν οι τράπεζες αν η οικονομία “τρέξει” κατά τα προβλεπόμενα. Το σύνολο αυτών των δύο αναγκών είναι 4,4 δισ. ευρώ.
Επιπλέον όμως ελέγχθηκε και το τι κεφάλαια θα χρειασθούν αν η οικονομία “τρέξει” με ένα ακραία άσχημο σενάριο. Και αυτό το ποσό βρέθηκε ότι είναι περίπου άλλα 10 δισ. ευρώ.
Έτσι οι τράπεζες πρόκειται να κάνουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου για τις δύο πρώτες κατηγορίες και θα ψάξουν να βρούν 4,4 δισ. ευρώ από τους μετόχους τους. Τα υπόλοιπα 10 δισ. ευρώ θα μπούν από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δηλαδή από το δάνειο που έχει πάρει το ελληνικό δημόσιο, αυξάνοντας ισόποσα το χρέος.
Επειδή όμως τα χρήματα από το ΤΧΣ είναι διπλάσια από εκείνα που θα βάλουν οι ιδιώτες και κανονικά θα έπρεπε το δημόσιο να πάρει στην ιδοκτησία του τις τράπεζες, το ποσό που θα μπεί από το ΤΧΣ θα μπεί στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών με ένα είδος “δανείου” που θα μπορεί να μετατραπεί στο μέλλον σε μετοχές, προκειμένου οι ιδιώτες μέτοχοι να έχουν τώρα την ιδιοκτησία των τραπεζών αυτών και όχι το δημόσιο. Ένα στοιχείο που πρέπει να ξεκαθαριστεί εδώ είναι ότι με τα χρήματα αυτά δεν σημαίνει πως οι τράπεζες θα μπορούν να δίνουν δάνεια. Για να μπορούν να δίνουν δάνεια θα πρέπει να ξαναγυρίσουν τα λεφτά των καταθέσεων που έχουν φύγει (γιατί από αυτά οι τράπεζες δανείζουν και όχι από δικά τους) και να αρχίσουν τα κόκκινα δάνεια να εξυπηρετούνται και πάλι ώστε οι τράπεζες να έχουν έσοδα από τόκους και κεφάλαιο. Οι καταθέσεις που έχουν φύγει είναι πάνω από 130 δισ. ευρώ και τα κόκκινα δάνεια που πρέπει να αρχίσουν να εξυπηρετούνται είναι πάνω από 107 δισ. ευρω. Με άλλα λόγια λείπουν πάνω από 220 δισ. ευρώ για να γίνουν οι τράπεζες και πάλι λειτουργικές…
Μια στρατηγικής σημασίας αποτυχία
* Το δεύτερο στοιχείο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι αυτή η ανακεφαλαιοποίηση σημαδεύει μια στρατηγικής σημασίας “στροφή” ή καλύτερα ανατροπή στην εξέλιξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι τράπεζες για να συγκεντρώσουν κεφάλαια και να καλύψουν τις κεφαλαικές τους ανάγκες πέραν των όσων προαναφέρθηκαν υποχρεώνονται να πουλήσουν περιουσιακά τους στοιχεία. Ένα τέτοιο ισχυρό περιουσιακό στοιχείο, για παράδειγμα, είναι η θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας στην Τουρκία, η Finansbank. Το ίδιο θα γίνει και με τα υπόλοιπα δίκτυα των τραπεζών στα Βαλκάνια.
Η “είδηση” αυτή όμως δρομολογεί/ισοδυναμεί με την μεγαλύτερη “αναδίπλωση” ή καλύτερα ανατροπή στην μεταπολεμική ιστορία του εγχώριου καπιταλισμού, καθώς σηματοδοτεί το τέλος ενός εγχειρήματος που για τρεις δεκαετίες αποτελούσε το “όνειρο” της εγχώριας αστικής τάξης, δηλαδή την είσοδο του ελληνικού καπιταλισμού στο Club των ισχυρών της Ευρωζώνης: την μεγάλη έξοδο στα Βαλκάνια με μια ισχυρή θέση και συμμετοχή στο ευρωπαϊκό χρηματιστικό κεφάλαιο.
Λίγο πολύ η “εκστρατεία” αυτή είχε αποτελέσει το οικονομικό εφαλτήριο της πτέρυγας του “εκσυγχρονισμού”, που ήρθε να αναζητήσει απαντήσεις και λύσεις στα οικονομικά αδιέξοδα της δεκαετίας του 80.
Το διέξοδο αναζητήθηκε στη μεγάλη τραπεζική “έξοδο” στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης με την απόκτηση “εθνικής” χρηματιστικής ταυτότητας και παρουσίας στις ευρωαγορές.
Η έξοδος στα Βαλκάνια
Η έξοδος στα Βαλκάνια στηρίχθηκε στη “συγκυρία” του ‘89 και την κατάρρευση του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ και την ανατολική Ευρώπη την δεκαετία που ακολούθησε.
Και φάνηκε αρχικά ότι η “εκστρατεία” είχε επιτυχία, καθώς:
Αφενός στηρίχθηκε στην ριψοκίνδυνη και γρήγορη επέκταση μέσω του τραπεζικού συστήματος, σχεδόν ταυτόχρονα με τις μικρομεσαίες επιχειρηματικές κινήσεις στις Βαλκανικές χώρες. Οι Έλληνες τραπεζίτες γρήγορα -και σε καθεστώς άγριας οικονομικής καπιταλιστικής ζούγκλας στην περιοχή της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων- κατάφεραν να εκμεταλλευτούν την δυστακτικότητα και την επιφυλακτική κινητικότητα των μεγάλων δυτικών επιχειρηματικών και τραπεζικών Ομίλων και κέρδισαν τεράστιο έδαφος μέχρι του σημείου να έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της τραπεζικής αγοράς σε χώρες όπως π.χ. η Βουλαρία.
Aφετέρου εκαμεταλλεύτηκε τις προσδοκίες που συνδέθηκαν με την μηδενικού κόστους χρηματοδότηση της “εξόδου” αυτής, μέσω της ένταξης και της προσωρικής τουλάχιστον -μέχρι το 2008- προστασίας από τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη και το ευρώ.
Η κρίση του 2008 και η επταετής μνημονιακή… διαδρομή της εγχώριας οικονομίας απέδειξαν ότι τελικά ούτε αυτή η ιστορικών διαστάσεων συγκυρία είναι επαρκής λόγος για να ικανοποιηθεί η προσδοκία του αστικού εκσυγχρονισμού να ξεπεράσει -μέσω της επέκτασης στα Βαλκάνια- ο ελληνικός καπιταλισμός τις δομικές του “καθυστερήσεις” και ιστορικά διαμορφωμένες ανεπάρκειες.
Η μεγάλη ανατροπή
Η κρίση ήρθε να σαρώσει τις “ευκαιρίες” της συγκυρίας της δεκαετίας του ‘90.
Και η απόδειξη γι’ αυτό έρχεται με την εκποίηση της τραπεζικής επέκτασης στα Βαλκάνια που θα συνοδευτεί βέβαια όπως είναι απολύτως αναμενόμενο και από την επιχειρηματική συρρίκνωση που δεν θα μπορεί πλέον να στηριχθεί στη σχέση επιχειρήσεων – τραπεζών που οικοδομήθηκε τις δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν.
Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι η ανακεφαλαιοποίηση αυτή, η τρίτη ή τέταρτη κατα σειρά, δεν είναι απλά η διαδικασία διάσωσης των συστημικών τραπεζών στην Ελλάδα, αλλά το οριστικό τέλος και η αποτυχία της μεγαλύτερης μεταπολεμικής οικονομικής “εκστρατείας” που επιχειρήθηκε από την αστική τάξη και, κατά συνέπεια, της γεωπολιτικής ισορροπίας στην περιοχή των Βαλκανίων από τον “εγχώριο” καπιταλισμό.
Και το μεγάλο ζήτημα πλέον δεν είναι το πόσο γρήγορα θα μπορέσουν να ξαναδώσουν δάνεια οι συστημικές τράπεζες, αλλά το ποια θα είναι η “επόμενη ημέρα” αφού η στρατηγική υπέρβασης της δομικής αδυναμίας του καπιταλισμού στην Ελλάδα που επιχειρήθηκε την δεκαετία του ‘80 και ‘90 “θάβεται” οριστικά πλέον με την εκποίηση των βαλκανικών τραπεζικών και επιχειρηματικών δικτύων.
Γ. Aγγ.