Η προσωπική αναζήτηση σωτηρίας του Ερντογάν
του Σουνγκούρ Σαβράν
16 Σεπτεμβρίου, 2015
(δεύτερο μέρος)
Που βαδίζει η Τουρκία, που βαδίζει το κουρδικό ζήτημα;
Το τελευταίο σημείο για τη Ροζάβα δείχνει ότι το μέλλον του κουρδικού ζητήματος της Τουρκίας και, πράγματι της Τουρκίας της ίδιας, είναι άρρηκτα δεμένο με τις προοπτικές για τη Συρία. Όπως θα γνωρίζουν οι περισσότεροι αναγνώστες, ο Ερντογάν και το AKP του, είναι οι κύριοι ηθοποιοί στη δοκιμασία που περνάει η Συρία από το 2011. Ο Ερντογάν, μαζί με τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, υποδαύλισαν τις φλόγες του μίσους και του πολέμου στη Συρία, μεταξύ των Σουνιτών και των Αλεβιτών (οι Αλεβίτες είναι ένα μειονοτικό δόγμα στο Ισλάμ, εγγύτερα στους Σιίτες από τους Σουνίτες.) Αυτό είναι μέρος ενός μεγαλύτερου σχεδιασμού, σύμφωνα με τον οποίο, ο Ερντογάν προσπαθεί να αναλάβει την ηγεσία των σουνιτικών μαζών της Μέσης Ανατολής και να γυρίσει την Τουρκία στη δόξα του Οθωμανικού της παρελθόντος. Αυτός είναι ένας λόγος που η κυβέρνηση του AKP υποστήριξε το ΙΚΙΛ μέχρι πολύ πρόσφατα και συνεχίζει να υποστηρίζει άλλες ισλαμιστικές ομάδες που πολεμάνε εναντίον του καθεστώτος του Άσαντ.
Η κατάσταση όπως διαμορφώθηκε από τη συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας στα τέλη του Ιουλίου, με την οποία η Τουρκία άνοιξε τη βάση του Ιντσιρλίκ στις αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές προς το ΙΚΙΛ, σε αντάλλαγμα με την αμερικανική άδεια για τις επιθέσεις της στο PKK, φέρει μια διαλεκτική αντίφαση η οποία μπορεί τελικά να ρουφήξει την Τουρκία σε ένα χερσαίο πόλεμο στη Συρία. Στην πάλη τους ενάντια στο ΙΚΙΛ, οι ΗΠΑ βασίζονται, μεταξύ άλλων, στις οπλισμένες δυνάμεις της Ροζάβα ως δυνάμεις εδάφους. Οι προσπάθειες της Τουρκίας, από την άλλη πλευρά, σκοπεύουν να κρατήσουν αυτές τις ίδιες δυνάμεις της Ροζάβα εκτός συγκεκριμένων περιοχών, νότια των τουρκο-συριακών συνόρων, περιοχές τις οποίες η Τουρκία επιθυμεί να εγκαθιδρύσει ως αποκαλούμενες «ζώνες ασφαλείας». Εντούτοις, οι ΗΠΑ χρειάζονται τις δυνάμεις της Ροζάβα για να πολεμήσουν το ΙΚΙΛ στο έδαφος. Φαίνεται ότι ο μόνος τρόπος που η Τουρκία μπορεί να συνομιλήσει με τις ΗΠΑ, χωρίς να συνεργαστεί στρατιωτικά με τη Ροζάβα, είναι να στείλει μονάδες εδάφους η ίδια, για να εγκαθιδρύσει αυτό που θα ορίζει ως ζώνες ασφαλείας.
Αυτή η προοπτική που πηγάζει από τις αντιφάσεις της στρατιωτικής συμμαχίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας, συμπληρώνεται από την καταχθόνια λογική αναζήτησης σωτηρίας του Ερντογάν: εάν αποτύχει το AKP να αποκτήσει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο στο κοντινό μέλλον, ο Ερντογάν χρειάζεται να αναστείλει την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα καταφεύγοντας σε μια επέκταση του πολέμου προς τη Συρία, ή ακόμη προς τη Μέση Ανατολή εν γένει. Είναι μόνο το μισό των προβλέψεών μας που έχουν πάρει πραγματική μορφή μέχρι τώρα («ο Ερντογάν» λέμε στο απόσπασμα που παρατέθηκε παραπάνω, «μπορεί ακόμη και να καταφύγει σε πόλεμο εναντίον των Κούρδων είτε γενικότερα στη Μέση Ανατολή για το σκοπό αυτό»). Δε θα είναι έκπληξη το να δούμε και το δεύτερο μισό να βγαίνει επίσης αληθινό.
Υπάρχουν, βεβαίως, ορισμένες εξουδετερωτικές τάσεις που μπορεί να παίξουν το ρόλο τους. Μια είναι η πιθανότητα ένας απ’ τους βασικούς ηθοποιούς, ο Οτσαλάν, σιωπηλός ως τώρα από τις εκλογές και το ξέσπασμα του πολέμου, να εκφραστεί ελεύθερα για να προκαλέσει ένα είδος απόψυξης. Το επερχόμενο Κουρμπάν Μπαϊράμ, το μεγάλο θρησκευτικό φεστιβάλ του Ισλαμικού κόσμου, μπορεί να είναι μια στιγμιαία ευκαιρία γι’ αυτόν να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στη «διαδικασία επίλυσης». Δεν πρέπει να λησμονείται ότι παρά την αγριότητα του πολέμου, ούτε το AKP, ούτε ο Ερντογάν, ούτε καν η κουρδική πλευρά έχουν απορρίψει την πιθανότητα μιας νέας αρχής. Ο ίδιος Ερντογάν έχει ρητά πει ότι η «διαδικασία επίλυσης» είναι στην κατάψυξη (και όχι νεκρή, όπως μπορεί να οδηγήσει κάποιον να σκεφτεί ο εξελισσόμενος πόλεμος). Είναι προφανές ότι αμέσως μόλις βρεθεί σε ασφαλέστερο έδαφος, μπορεί να επιστρέψει πρόθυμα στο προηγούμενο status quo. Αυτή μπορεί να είναι η αντιδραστική έξοδος από το παρόν αδιέξοδο. Ο Ερντογάν είναι μια κατάρα για την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή και όσο περισσότερο παραμένει στο τιμόνι αυτής της χώρας, τόσα περισσότερα προβλήματα θα ζυμώνονται για τους λαούς της περιοχής.
Η προοδευτική έξοδος θα χρειαστεί βεβαίως την ήττα του Ερντογάν, που είναι ευκταίο να οδηγήσει σε ανατροπή του από το αξίωμα και την καταδίκη για τα εγκλήματά του. Οι συνθήκες γι’ αυτό συσσωρεύονται. Ήδη, η εναλλαγή μαζικών μαχών στην Τουρκία την πρόσφατη περίοδο, η λαϊκή εξέγερση του Γκεζί (2013), το serhildan του Κομπανί (2014) και η απεργία των μεταλλεργατών (2015), η μια διαδεχόμενη την άλλη μέσα σε μόλις δυο χρόνια, καταδεικνύει ότι αυτή είναι μια κοινωνία γεμάτη κοινωνικές ομάδες έτοιμες να εκτονώσουν το θυμό τους. Πάνω απ’ αυτό, ο Ερντογάν έχει χάσει αξιοπιστία, όπως δηλώνουμε με έμφαση από το 2013, στα μάτια των πρώην συμμάχων του, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως επίσης και στους φιλελεύθερους της Τουρκίας, της αδελφότητας Γκιουλέν, και πολλά τμήματα της αστικής τάξης. Τώρα χάνει όλο και περισσότερη στήριξη από μεγάλες μερίδες του κόμματός του. Ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιουλ, ένας ακόμη ιδρυτής του AKP, περιμένει στα παρασκήνια για να αναλάβει το κόμμα την κατάλληλη στιγμή. Το συνέδριο του κόμματος που τρέχει αυτές τις ημέρες, δε θα φέρει ακόμη στην επιφάνεια τις βαθιές ρωγμές που διατρέχουν το ΑΚΡ, αλλά οι αντιφάσεις ωριμάζουν επίσης κι εκεί.
Αν η θετική έκβαση ισχύσει, θα κάνει φυσικά μεγάλη διαφορά αν αυτός που θα απομακρύνει τον Ερντογάν θα είναι η αστική αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Γκιούλ και τα δύο αστικά κόμματα, σοσιαλδημοκρατικό και φασιστικό, ή ακόμη ο στρατός, ή αν θα είναι οι μάζες που θα κάνουν τη δουλειά, με επικεφαλής ευελπιστούμε την εργατική τάξη, η οποία φαίνεται τώρα να επιστρέφει στο παιχνίδι μετά από ένα λήθαργο.
Υπήρξε ένας αδιάλειπτος αγώνας, από τα γεγονότα του Γκεζί, μεταξύ δυο γραμμών στην αριστερά. Μια γραμμή είναι αυτή της ελάχιστης αντίστασης, ελπίζοντας σε μια ανακατάταξη των δυνάμεων εντός του αστικού στρατοπέδου, στοιχηματίζοντας στην επιτυχία ενός συνασπισμού δυνάμεων εντός αυτού του στρατοπέδου εναντίον του Ερντογάν. Αυτή η συμμαχία ηγούμενη από τον Αμπντουλάχ Γκιουλ και τους ακολούθους του εντός του AKP και το Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), το κύριο κόμμα της αντιπολίτευσης με σοσιαλδημοκρατικές αξιώσεις. Η Ισλαμική αδελφότητα του Γκιουλέν, πάλαι ποτέ σύμμαχος του Ερντογάν αλλά τώρα σημαντικός στόχος του, θα είναι οργανικά συνδεδεμένοι με αυτή τη συμμαχία. Το αν θα συμπεριλαμβάνει τους φασίστες, αυτό είναι ένα επίμαχο ερώτημα, αλλά άλλες, μικρότερες αστικές δυνάμεις θα εμπλακούν επίσης. Αυτή η συμμαχία πρωτοσχεδιάστηκε στα τέλη του 2013 από τον τότε πρέσβη των ΗΠΑ στην Τουρκία, Φρανκ Ριτσιαρντόνε. Αν κι αυτό μπορεί να ακουστεί ως υπερβολή, έτσι ακριβώς ξεδιπλώνονται τα πράγματα στην απτή πραγματικότητα: ακριβώς μετά την εξέγερση του Γκεζί, ο Ριτσιαρντόνε συναντήθηκε με τον ηγέτη του CHP σε μια κορυφαία μυστική συνάντηση, ο οποίος, στη συνέχεια, ταξίδεψε στις ΗΠΑ για να συναντήσει τους ανθρώπους του Γκιουλέν και επέστρεψε στην πατρίδα για να ακολουθήσει μια γραμμή συμμαχίας με όλα τα είδη των δεξιών αστικών δυνάμεων. Απομένει να δούμε αν αυτή η πολιτική θα έχει κάποια επιτυχία ενάντια στον Ερντογάν. Αυτό εξαρτάται απ’ την ισορροπία δυνάμεων εντός του AKP, την οποία είναι δύσκολο να διακρίνουμε.
Το HDP τείνει τελευταία προς αυτή την συμμαχία. Η απολύτως παθητική στάση που υιοθέτησε μετά τις εκλογές της 7ης Ιουνίου, ήταν στην πραγματικότητα αποτέλεσμα αυτού. Από τα τέλη Ιουλίου, όταν η κυβέρνηση του AKP ξανάρχισε τον πόλεμο ενάντια στους Κούρδους, πολεμάει βεβαίως αυτή την φρικτή πολιτική με αυτοθυσιαζόμενο τρόπο. Στον αντίθετο πόλο, το αποκαλούμενο Μπλοκ του Ιουνίου, μια ετερόκλητη δύναμη που κρατάει απόσταση απ’ το κουρδικό κίνημα, αγκαλιάζοντας διάφορα σοσιαλιστικά κόμματα αλλά κυριαρχούμενο από τις αλεβίτικες ενώσεις, παρέχει επίσης μια έμμεση υποστήριξη σ’ αυτού του είδους τις πολιτικές, μέσω της μετά βίας συγκεκαλυμμένης γραμμής υποστήριξης στο CHP. Μεταξύ των δυο, αυτά τα στρατόπεδα σχηματίζουν την συντριπτική πλειοψηφία της σοσιαλιστικής αριστεράς στην Τουρκία, ειδικότερα της αριστεράς που δεν περιορίζει τις πολιτικές της στο παρασκήνιο.
Το Κόμμα μας, το Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα (DİP), βρίσκεται αρκετά μοναχικό, εισηγούμενο μια άλλη γραμμή: σε πρακτική αλληλεγγύη στο κουρδικό κίνημα και λαό, εντούτοις προειδοποιώντας συνεχώς ενάντια στους κινδύνους που απορρέουν από μια συμμαχία που είναι έτοιμο να εγκαθιδρύσει το κουρδικό κίνημα με τον ιμπεριαλισμό και τον προσανατολισμό τόσο του HDP όσο και του Μπλοκ του Ιουνίου προς το CHP. Παλεύουμε να χτίσουμε το κόμμα εντός της εργατικής τάξης, κερδίζοντας εμφανή επιτυχία σ’ αυτό, κατά τη διάρκεια της ανεπίσημης απεργίας δεκάδων χιλιάδων μεταλλεργατών, τους μήνες Μάιο και Ιούνιο αυτού του χρόνου, ώστε να φέρουμε την εξουσία των εργατών να δράσει πάνω στην πολιτική κατάσταση. Η συμμαχία που χρειάζεται να οικοδομήσει η αριστερά, είναι αυτή της εργατικής τάξης με τον κουρδικό λαό σε μάχη και με τις πλατειές και ετερογενείς μάζες που πολιτικοποιήθηκαν από την εξέγερση του Γκεζί, με τους Αλεβίτες να είναι το πιο σημαντικό συστατικό αυτών. Αυτή η συμμαχία θα είναι μια τρομερή δύναμη, της οποίας η επιρροή όχι μόνο θα τραντάξει τους μηχανισμούς της εξουσίας εντός της Τουρκίας και του τουρκικού Κουρδιστάν, αλλά και ολόκληρης της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής (στην περιοχή του MENA).
Αυτός είναι ο σκοπός για τον οποίο παλεύουμε.