του Άλεξ Στάϊνερ
Το να πούμε ότι η Αμερική το 2020 βρίσκεται σε υπαρξιακή κρίση ισοδυναμεί με υποτίμηση της κατάστασης. Το Μανχάταν, όπου μένω, μόλις είχε την πρώτη απαγόρευση κυκλοφορίας από τον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο. Έπρεπε να μην βρίσκεσαι στο δρόμο από τις 8 το βράδυ, αλλιώς, ειδικά αν είσαι έγχρωμος, σε συλλαμβάνουν, σε μια από τις φτωχότερες γειτονιές της πόλης. Αντιμετωπίζουμε ταυτόχρονα μια διπλή πανδημία – ιατρική και κοινωνική.
Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ ενεργοποίησε το μεγαλύτερο κίνημα διαμαρτυρίας στη χώρα εδώ και δεκαετίες. Τα πανό αυτού του κινήματος διαμαρτυρίας συνήθως γράφουν «Black Lives Matter (Οι Μαύρες Ζωές Αξίζουν)», ή το ακρωνύμιο «BLM (ΜΖΑ)». Αλλά το κίνημα “Black Lives Matter” δεν είναι τόσο μια οργάνωση για αυτούς τους διαδηλωτές, όσο ένα σύμβολο του τι τους παρακινεί. Το κίνημα είναι εντελώς αυθόρμητο και, τουλάχιστον στην αρχή του, εντελώς χωρίς ηγεσία. Είναι μια έκφραση οργής και θυμού σε πολύ αρχέγονο επίπεδο. Από αυτήν την άποψη μοιάζει κάπως με το κίνημα Occupy Wall Street (Καταλάβετε την Γουώλ Στρητ) που συγκλόνισε πρώτα τη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια ολόκληρο τον κόσμο το 2011. Αλλά η ένταση του θυμού καθώς και το επίπεδο λαϊκής υποστήριξης ξεπερνούν κατά πολύ το κίνημα OWS. Όχι μόνο έχουμε δει διαδηλώσεις που αριθμούν δεκάδες χιλιάδες σε κάθε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ (καθώς και σε ορισμένες πόλεις σε άλλες χώρες), αλλά έχουν υπάρξει ακόμη και σημαντικές διαδηλώσεις σε μικρές πόλεις και αγροτικές περιοχές σε ολόκληρη τη χώρα. Μια άλλη αξιοσημείωτη πτυχή αυτού του κινήματος διαμαρτυρίας είναι ο πολυφυλετικός χαρακτήρας του. Ενώ οι Αφροαμερικανοί βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτού του κινήματος, ενώνονται με άλλες φυλετικές και εθνοτικές ομάδες που συναινούν ότι το κατασταλτικό θεσμικό οικοδόμημα που επιτρέπει στην αστυνομία να σκοτώνει μαύρους ατιμώρητα πρέπει να τερματιστεί. Αυτό που ήταν πολιτικά αδιανόητο μόλις πριν από τρεις εβδομάδες έχει μετατραπεί πια σε κοινοτοπία. Η στρατιωτικοποιημένη αστυνομία που έχει καταβροχθίσει ένα τεράστιο ποσοστό από τους προϋπολογισμούς κάθε μεγάλης πόλης, ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, γίνεται τώρα αντιληπτή ακόμη και από τους ανθρώπους της μεσαίας τάξης που δεν θεωρούν τους εαυτούς τους «ριζοσπάστες», ως δυνάμεις κατοχής, όπως η Ισραηλινή Δύναμη Άμυνας γίνεται αντιληπτή από τους Παλαιστινίους στη Δυτική Όχθη. Ενώ οι περισσότεροι Αφροαμερικανοί πάντα αντιλαμβάνονταν την αστυνομία με αυτόν τον τρόπο, αυτή η κατανόηση είναι πολύ νέα για τους περισσότερους λευκούς αδελφούς και αδελφές τους. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ανάπτυξη της ταξικής αλληλεγγύης.
Τις τελευταίες δύο εβδομάδες ο θυμός των διαδηλωτών έχει μερικές φορές εξαπλωθεί σε λεηλασίες και καταστροφές περιουσιών. Έχει χυθεί πολύ μελάνι στον αστικό Τύπο και στο Διαδίκτυο σχετικά με τις «λεηλασίες και ταραχές» και «επιθέσεις κατά της αστυνομίας» που υποκινούνται από «εξωτερικούς ταραξίες». Η πραγματική ιστορία πίσω από τη λεηλασία είναι πολύ απλή – πολλοί νέοι άνθρωποι που ωθήθηκαν σε οικονομική απόγνωση ως αποτέλεσμα δεκαετιών ρατσισμού, της αυξανόμενης κοινωνικής ανισότητας και της οικονομικής κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία, βλέπουν τη λεηλασία ως μια ευκαιρία να πάρουν κάτι πίσω από ένα καταπιεστικό σύστημα. Βλέπουν αυτό που κάνουν περισσότερο ως πράξη απελευθέρωσης παρά λεηλασίας. Η σύντροφος μου κι εγώ βγήκαμε έξω μετά τα μεσάνυχτα ένα βράδυ και είδαμε από πρώτο χέρι μερικές από τις λεηλασίες και μιλήσαμε με μερικούς συμμετέχοντες. Υπήρχαν τόσοι πολλοί άνθρωποι που ενεπλάκησαν σε αυτές τις ενέργειες που η αστυνομία δεν παρενέβη όταν ένα πλήθος έσπασε ένα παράθυρο και έπεσε πάνω σε ένα κατάστημα. Παρ’ όλα αυτά, έπιασαν μεμονωμένα άτομα στο δρόμο, εδώ κι εκεί.
Η λεηλασία και οι τυχαίες πράξεις βίας είναι αντιπαραγωγικές και εμποδίζουν αντί να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης, αλλά είναι κάτι που θα περίμενε κανείς δεδομένης της πυριτιδαποθήκης που έχει τελικά ξεσπάσει μετά από χρόνια κατάχρησης και δεδομένης της έλλειψης ηγεσίας και μιας συνεκτικής οργάνωσης για να δώσει στο κίνημα διαμαρτυρίας μια σαφή κατεύθυνση. Εάν υπήρχε μια τέτοια ηγεσία, ο συσσωρευμένος θυμός θα μπορούσε να διοχετευθεί προς μια πολιτική κατεύθυνση για να αμφισβητήσει την ίδια τη δύναμη του καπιταλισμού. Πρέπει επίσης να προσθέσω ότι η συντριπτική πλειοψηφία των διαδηλωτών διαδήλωναν ειρηνικά.
Στο Μανχάταν, στη γειτονιά του Σόχο, σχεδόν όλα τα καταστήματα έχουν πλέον σφραγιστεί με κόντρα πλακέ. Ακόμα και πριν ξεσπάσουν οι διαδηλώσεις, το Μανχάταν έμοιαζε με πόλη-φάντασμα κατά τη διάρκεια του αποκλεισμού που προκλήθηκε από την πανδημία. Τώρα με την πρόσθετη κάλυψη των κλειστών καταστημάτων έχεις την αίσθηση ενός έρημου τοπίου. Το κέντρο του Μανχάταν είναι σχεδόν το ίδιο. Πέρασα από την είσοδο του Empire State Building, ένα από τα μεγαλύτερα τουριστικά αξιοθέατα της Νέας Υόρκης. Δεν υπήρχε κανείς μπροστά από το κτίριο και όλα τα παράθυρα στο ισόγειο ήταν καλυμμένα.
Το Σόχο ήταν το επίκεντρο των λεηλασιών και των σπασμένων παραθύρων λόγω του αριθμού των καταστημάτων με εμπορικές επωνυμίες που συμβολίζουν την ελίτ – Chanel, Gucci, Prada, Versace, κ.λπ. Αφού έσπασαν τα παράθυρά του, το κατάστημα της Chanel όχι μόνο κάλυψε τα παράθυρα με κόντρα πλακέ, αλλά κατέβασε και την πινακίδα του ώστε κανείς να μην μπορεί να το αναγνωρίσει.
Αρκετές γειτονιές του Μανχάταν, συμπεριλαμβανομένης της δικής μου, έχουν αποτελέσει αντικείμενο συνεχούς παρακολούθησης από τον ουρανό από ελικόπτερα της αστυνομίας. Ακόμα και τώρα που γράφω το κείμενο αυτό, υπάρχει το βουητό από ένα ελικόπτερο της αστυνομίας ακριβώς πάνω από το κτίριό μου. Τα drones έχουν συνεχή παρουσία σχεδόν 24 ώρες το 24ωρο, μια υπενθύμιση ότι ζούμε σε μια ζώνη κατοχής.
Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι μέρος της βίας υποκινήθηκε σκόπιμα από μυστικούς αστυνομικούς και από νεοφασίστες προβοκάτορες που προσπαθούν να υποκινήσουν εμφύλιο πόλεμο. Μια νεοφασιστική ομάδα, γνωστή ως «Μπουγκαλού Μπουά», φέρει αυτόματα όπλα και ενθαρρύνει ανοιχτά για ένα νέο Εμφύλιο Πόλεμο.
Η αντίδραση της κυβέρνησης Τραμπ στις διαδηλώσεις ήταν απολύτως προβλέψιμη. Ο Τραμπ χρησιμοποίησε το κίνημα διαμαρτυρίας για να προκαλέσει φόβο στη παλιά λευκή μεσαία τάξη και τα ρατσιστικά στοιχεία στην εργατική τάξη για να εδραιώσει τη βάση του. Έχει παροτρύνει τα αστυνομικά τμήματα να «πυροβολήσουν» τους πλιατσικολόγους και έχει αυτοαποκαλεστεί ο Πρόεδρος «Νόμος και Τάξη».
Κατηγόρησε την Αριστερά και τους αντιπάλους του στο Δημοκρατικό Κόμμα για τη βία, όταν η αστυνομία ευθύνεται για το 99% της βίας. Έχει χαρακτηρίσει την «Αντίφα» «τρομοκρατική οργάνωση» σε μια κατάφωρη προσπάθεια ποινικοποίησης της Αριστεράς. Η Αντίφα δεν είναι καν τρομοκρατική οργάνωση. Σύμφωνα με έναν αμερόληπτο ερευνητή:
«Η Αντίφα δεν είναι… τρομοκρατική οργάνωση. Στο πιο βασικό επίπεδο, δεν είναι καν μια οργανωμένη ομάδα αλλά μάλλον ένα σύνολο ιδεών και συμπεριφορών που συνασπίζονται σε ένα κοινωνικό κίνημα. Εκτός από την έλλειψη καταλόγου μελών, δεν έχουν οργανωτική δομή ή καθορισμένο ηγέτη…» (Homeland Security Today, 2/7/2020)
Στην πιο κραυγαλέα επίθεση στο Σύνταγμα και σε ό,τι έχει απομείνει από τη δημοκρατία, ο Τραμπ κάλεσε τους κυβερνήτες των ΗΠΑ να ζητήσουν την ανάπτυξη Ομοσπονδιακών στρατευμάτων για την καταστολή των διαδηλώσεων. Στη συνέχεια, προσπάθησε να αναπτύξει ενεργά Ομοσπονδιακά στρατεύματα κατά των διαδηλωτών στους δρόμους της Ουάσιγκτον. Αναγκάστηκε να υποχωρήσει την τελευταία στιγμή λόγω της υποχώρησης του ίδιου του στρατού. Αντ’ αυτού, τα ενεργά στρατεύματα τέθηκαν σε επιφυλακή έξω από την Ουάσιγκτον, ενώ Ομοσπονδιακές αστυνομικές υπηρεσίες υπό τον έλεγχο του Γενικού Εισαγγελέα Γουίλιαμ Μπαρ στάλθηκαν για να απομακρύνουν βίαια ένα πλήθος ειρηνικών διαδηλωτών, χρησιμοποιώντας λαστιχένιες σφαίρες και σπρέι πιπεριού, έτσι ώστε ο Τραμπ και η συνοδεία του να μπορούν να διασχίσουν τον δρόμο από τον Λευκό Οίκο για να ποζάρουν μπροστά από μια εκκλησία. Οι ενέργειες του Τραμπ υπογραμμίζουν την κίνηση προς τον αυταρχισμό που ο ίδιος και ένα τμήμα της άρχουσας τάξης τώρα επιθυμούν. Το Αμερικανικό Σύνταγμα απαγορεύει αυστηρά την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων εναντίον πολιτών εντός των συνόρων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η επίσημη «αντιπολίτευση» ενάντια στον Τραμπ, το Δημοκρατικό Κόμμα, και οι υποστηρικτές του στον Τύπο, όπως οι New York Times, έχουν προσφέρει μόνο την πιο χλιαρή αντιπολίτευση.
Οι πολιτικές επιπτώσεις του κινήματος διαμαρτυρίας διερευνώνται σε βάθος στο ακόλουθο δοκίμιο του Φρανκ Μπρένερ. Θα ήθελα απλώς να προσθέσω ότι από τότε που έγραψε την έκθεσή του, ένα αίτημα έχει προκύψει από το κίνημα διαμαρτυρίας που έχει αποκτήσει μεγάλη έλξη, και επισκίασε το σύνθημα «Χωρίς δικαιοσύνη, δεν υπάρχει ειρήνη», το αίτημα «αποχρηματοδότησης της αστυνομίας».
Πρόκειται για ένα δυνητικά πολύ ριζοσπαστικό αίτημα. Αλλά έχει ήδη «ερμηνευτεί» από τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης με τρόπο ώστε να αφαιρεθούν οι αιχμές από αυτό το αίτημα. Ένα πρόσφατο άρθρο στην Washington Post έλεγε τα εξής:
«Μη φοβάστε. Η «αποχρηματοδότηση της αστυνομίας» δεν είναι τόσο τρομακτική (ή ακόμα και τόσο ριζοσπαστική) όσο ακούγεται…»
και προσθέτει:
«Για τους περισσότερους υποστηρικτές, «η αποχρηματοδότηση της αστυνομίας» δεν σημαίνει μηδενισμό των προϋπολογισμών για τη δημόσια ασφάλεια και κατάργηση της αστυνομίας δεν σημαίνει ότι η αστυνομία θα εξαφανιστεί εν μία νυκτί – ή ίσως κάποια στιγμή. Αποχρηματοδότηση της αστυνομίας σημαίνει συρρίκνωση του εύρους των ευθυνών της αστυνομίας και μετατόπιση του μεγαλύτερου μέρους όσων κάνει η κυβέρνηση για να μας κρατήσει ασφαλείς σε οντότητες που είναι καλύτερα εξοπλισμένες για να ανταποκριθούν σε αυτή την ανάγκη». (Washington Post, 6/7/2020)
Όλα αυτά ενισχύουν το επιχείρημα που διατυπώνει ο Μπρένερ στο κείμενο του, ότι οι καλύτερες προθέσεις και οι καλύτερα σχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις δεν θα αλλάξουν τίποτα θεμελιωδώς εάν δεν αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ενδημικής φτώχειας – και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την αντιμετώπιση του καπιταλισμού.
(Σημειώστε ότι στο δοκίμιο του Μπρένερ, ο όρος «ερυθροποίηση» αναφέρεται σε μια πρακτική στις ΗΠΑ όπου ορισμένες γειτονιές ή δρόμοι είναι δεσμευμένοι, κυρίως μέσω παρασκηνιακών συμφωνιών αλλά μερικές φορές αποτελούν και νόμο, για ορισμένες φυλετικές ή εθνοτικές ομάδες και απαγορεύονται σε άλλες φυλετικές εθνοτικές ομάδες. Οι τράπεζες και οι μεσίτες ακινήτων καθώς και οι ιδιοκτήτες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ερυθροποίηση. Το αποτέλεσμα της ερυθροποίησης είναι μια μορφή de facto διαχωρισμού και εξηγεί γιατί υπάρχουν τόσα πολλά γκέτο μαύρων στο Βορρά).
Σημείωση της Νέας Προοπτικής: To κείμενο του Φρανκ Μπρένερ σύντομα θα είναι έτοιμο προς δημοσίευση.
Photo Credits: Νίνα Αντύπα, από τη Νέα Υόρκη