του Δ.Κ.
Mε μια πρωτοφανή κατάσταση στα μεταπολεμικά χρονικά βρίσκεται αντιμέτωπη η εργατική τάξη της χώρας λόγω της σταδιακής παράλυσης της οικονομικής ζωής που έχουν φέρει τα κυβερνητικά μέτρα για την μη εξάπλωση του κοροναϊού.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, η κυβέρνηση προς τέλος του α’ δεκαήμερου του Μαρτίου αποφάσισε καταρχάς να κλείσει τα σχολεία και έπειτα τα φροντιστήρια.
Το κλείσιμο των φροντιστηρίων αποτέλεσε το «λάκτισμα» για το κλείσιμο με κυβερνητική απόφαση και άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων, όπως τα καφέ, τα εστιατόρια και λίγο μετά των εμπορικών καταστημάτων αλλά και των τουριστικών καταλυμάτων. Από το κλείσιμο των προαναφερθεισών επιχειρήσεων προκλήθηκε ζημιά σε άλλες επιχειρήσεις της οικονομίας οι οποίες είναι δεμένες άμεσα ή έμμεσα μαζί τους.
Πλέον, σύμφωνα με τις τρέχουσες κυβερνητικές εκτιμήσεις πάνω από το 80% του εργατικού δυναμικού του «ιδιωτικού τομέα» της ελληνικής οικονομίας «απασχολείται» σε επιχειρήσεις οι οποίες είτε έκλεισαν με κυβερνητική απόφαση, είτε λειτουργούν αλλά με πολύ μειωμένο τζίρο. Προκειμένου να στηρίξει τις πληττόμενες ιδιωτικές επιχειρήσεις και (υποτίθεται) τους εργαζομένούς τους, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε διαδοχικά μέτρα. Συγκεκριμένα προωθεί :
· Αναστολή όλων των φορολογικών, ασφαλιστικών και τραπεζικών υποχρεώσεών τους έως τουλάχιστον τον ερχόμενο Ιούνιο.
· Αναστολή ισχύος συμβάσεων εργαζομένων και αποζημίωση τους (όπως και των επαγγελματιών με επιχειρήσεις με έως 5 άτομα) με 800 ευρώ από το κράτος και πλήρη κάλυψη των εισφορών των εργαζομένων αυτών καταρχάς για τον Απρίλιο.
Με άλλα λόγια, το ίδιο το κράτος, με κονδύλια που αγγίζουν τα 7 δις ευρώ (χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν άλλες δράσεις π.χ. μέσω ΕΣΠΑ κ.λπ.) έχει αναλάβει να χρηματοδοτήσει άμεσα και πλήρως πάνω από το μισό του «ιδιωτικού τομέα» και έμμεσα ολόκληρο τον «ιδιωτικό τομέα». Και αυτό γιατί «στηρίζοντας» τις επιχειρήσεις που πλήττονται, στηρίζει έμμεσα και εκείνες τις επιχειρήσεις οι οποίες, για την ώρα τουλάχιστον, «δεν πλήττονται».
Για παράδειγμα, δίνοντας το κράτος σε έναν επιχειρηματία δυνατότητα αναστολής πληρωμών των υποχρεώσεών του προς το δημόσιο και σε έναν εργαζόμενο τον «έκτακτο μισθό» των 800 ευρώ, διατηρεί τη δυνατότητά τους να συνεχίσουν να καταναλώνουν τα προϊόντα των επιχειρήσεων οι οποίες δεν έκλεισαν, κατά βάση των σούπερ μάρκετς, των e-shops και των φαρμακείων και πίσω από αυτές των βιομηχανιών τροφίμων, ηλεκτρικών ειδών και φαρμάκων. Εξάλλου, για την ώρα τουλάχιστον, το κράτος συνεχίζει να καταβάλλει μισθούς και συντάξεις.
Με άλλα λόγια, μέσα σε δεκαπέντε μέρες, δηλαδή από τότε που «έσκασαν» τα πρώτα κρούσματα του κορονοϊού, μαζί και τα πρώτα κυβερνητικά μέτρα ανάσχεσης της εξάπλωσης της επιδημίας, το κράτος έχει γίνει ο κατεξοχήν χρηματοδότης της οικονομικής ζωής της χώρας.
Την ίδια ώρα, το κράτος δεν έχει αναλάβει, με «όχημα» τα μέτρα για την ανάσχεση του κορονοϊού, μόνο τη χρηματοδότηση του «ιδιωτικού τομέα», αλλά για τον ίδιο λόγο, έχει δώσει «εκτάκτως» και «προσωρινά» στους καπιταλιστές νέα εργαλεία παραπέρα απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Έτσι, για να λάβει ένας εργαζόμενος μιας πληττόμενης πλην λειτουργούσας επιχείρησης (δηλ. μιας επιχείρησης την οποία δεν έκλεισε το κράτος), την αποζημίωση των 800 ευρώ θα πρέπει να δεχθεί αναστολή ισχύος της σύμβασής του. Η μόνη υποχρέωση την οποία θα έχει ένας εργοδότης σ’ αυτήν την περίπτωση θα είναι να μην απολύσει τον εργαζόμενο αυτόν για το επόμενο 45ημερο, μετά τη λήξη αυτής της «έκτακτης» και «προσωρινής» αναστολής. Ταυτόχρονα, για όσους εργαζομένους δεν ανασταλεί η σύμβαση εργασίας τους, μπορεί ένας εργοδότης να επιβάλλει τη λειτουργία της επιχείρησης του με τουλάχιστον το 50% του προσωπικού της να δουλεύει τουλάχιστον 2 εβδομάδες ανά μήνα, ανοίγοντας το δρόμο για περικοπές έως 50% στις αμοιβές των εργαζομένων αυτών. Επίσης, μπορεί μία επιχείρηση να επιβάλλει διεύρυνση των υπερωριών των εργαζομένων της.
Με άλλα λόγια, την ίδια ώρα που το κράτος χρηματοδοτεί άμεσα (πληρώνοντας το προσωπικό) και έμμεσα (αναστέλλοντας τις πληρωμές προς το δημόσιο κ.λπ.) τις πληττόμενες (βάσει προσδιορισμένης λίστας με τους πληττόμενους κλάδους) επιχειρήσεις, τους δίνει σχεδόν το ελεύθερο να κάνου ό,τι θέλουν με το προσωπικό τους, με μόνη «υποχρέωση» να μην απολύσουν κανέναν εργαζόμενο, για 45 ημέρες μόνο μετά τη λήξη της εφαρμογής των «έκτακτων» μέτρων. Αυτοί οι όροι αφορούν, όμως, μόνο όσες επιχειρήσεις ενταχθούν στο «μηχανισμό στήριξης» που θέσπισε η κυβέρνηση. Δεν αφορούν όσες επιχειρήσεις αν και ανήκουν στη λίστα των πληττόμενων κλάδων δεν επιλέξουν να ενταχθούν στο «μηχανισμό στήριξης». Δεν αφορούν, επίσης, τις επιχειρήσεις οι οποίες δεν εντάσσονται στη εν λόγω λίστα.
Δηλαδή, η κυβέρνηση δεν «απαγόρευσε», έστω και «προσωρινά», να γίνονται απολύσεις σε επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν ενταχθεί στη λίστα των πληττόμενων από την κρίση κλάδων ή στις επιχειρήσεις οι οποίες έχουν μεν ενταχθεί στη λίστα των πληττόμενων κλάδων, αλλά δεν αιτούνται να ενταχθούν στον κυβερνητικό μηχανισμό στήριξης (αναστολή συμβάσεων εργασίας, πληρωμών προς το δημόσιο κ.λπ.). Επίσης, δεν απαγορεύει στις επιχειρήσεις που ενταχθούν στο «μηχανισμό στήριξης» να μετατρέπουν συμβάσεις εργασίας, δηλαδή να μετατρέπουν μία σύμβαση πλήρους απασχόλησης σε σύμβαση μερικής απασχόλησης.
Παράλληλα,η κυβέρνηση επανέφερε «εκτάκτως», δηλαδή για όσο διαρκεί η «καραντίνα» στην οικονομία, τη δυνατότητα επιστράτευσης και της επίταξης σε περίπτωση απεργίας διαρκείας, την οποία είχε καταργήσει η προηγούμενη κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ). Με άλλα λόγια, σε περίπτωση που κηρυχθεί μια απεργία, εν μέσω ισχύος των «έκτακτων» και «προσωρινών» μέτρων τα οποία έχει λάβει η κυβέρνηση, κινδυνεύει να κηρυχθεί παράνομη και καταχρηστική και έτσι να επιστρατευθούν – επιταχθούν οι εργαζόμενοι που συμμετέχουν σ’ αυτήν.
Αξίζει να σημειωθεί επίσης πως όλα τα παραπάνω μέτρα έχουν ληφθεί μέσω Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και όχι μέσω κάποιας, έστω και κατεπείγουσας, κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Είναι, ουσιαστικά η πρώτη φορά μετά την κρίση του 2015 που μία κυβέρνηση στην Ελλάδα λαμβάνει μέτρα μέσω έκδοσης Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ). Τότε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με ΠΝΠ, είχε περάσει τη υποχρεωτική μεταφορά των ρευστών διαθεσίμων κάθε δημόσιου φορέα στην Τράπεζα της Ελλάδας, προκειμένου να μπορεί να δανειστεί βραχυπρόθεσμα το δημόσιο και, έτσι, να πληρώσει μισθούς και συντάξεις, λόγω του στραγγαλισμού που είχε επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εκβιάζοντας για την επιβολή νέου Μνημονίου. Προηγούμενα και συγκεκριμένα, το 2012, στα πλαίσια του 2ου Μνημονίου, η κυβέρνηση Παπαδήμου με τη στήριξη των ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ, είχε εκδώσει Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία μειωνόταν εν μία νυχτί ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα κατά 22%.
Πρώτα συμπεράσματα
Συνοπτικά, η κυβέρνηση με ένα εντελώς βοναπαρτιστικό τρόπο (δηλαδή μέσω της έκδοσης Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου) έχει επιβάλλει ένα «μηχανισμό στήριξης» των περισσοτέρων ιδιωτικών επιχειρήσεων του ελληνικού καπιταλισμού (οι οποίες πλήττονται άμεσα από την τρέχουσα κρίση) ο οποίος για όσες ενταχθούν προβλέπει από τη μία μεριά την αναστολή των πληρωμών τους προς εφορία – ταμεία – τράπεζες και από την άλλη την πληρωμή των μισθών και των εισφορών των εργαζομένων τους από τον κρατικό προϋπολογισμό με αντίτιμο την αναστολή των συμβάσεων εργασίας τους και «καρότο» την διατήρηση του υπάρχοντος προσωπικού στις επιχειρήσεις αυτές για 45 μέρες μετά τη λήξη των μέτρων αυτών. Όποια επιχείρηση δεν ανήκει στην κρατική λίστα των πληττόμενων κλάδων ή ανήκει αλλά δεν επιλέξει να ενταχθεί στον κρατικό «μηχανισμό στήριξης» είναι ελεύθερη να απολύσει όποιον θέλει. Παράλληλα, η κυβέρνηση έχει απαγορεύσει, ουσιαστικά, τις απεργίες για το διάστημα που η οικονομία βρίσκεται στην «καραντίνα».
Πρόκειται για μια πρωτοφανή, μεταπολεμικά, κατάσταση εκτάκτου ανάγκης την οποία έχει κηρύξει στην οικονομία το κράτος καθώς αυτό όχι μόνο αναλαμβάνει να «στηρίξει» ευθέως (δηλ. με δημόσιο χρήμα) τις ντόπιες ελληνικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αλλά και να θέσει σε «προσωρινή» αναστολή κάθε εργασιακό δικαίωμα. Η ανάγκη αναχαίτισης της εξάπλωσης του κορονοϊού αποτελεί την αφορμή για την εκδήλωση αυτής της κατάστασης, καθώς μπορεί επί Μνημονίων να μπήκε «τάξη» στα δημόσια οικονομικά της χώρας, επιτυγχάνοντας oι κυβερνήσεις διαχρονικά (χάρη στη λεηλασία των λαϊκών εισοδημάτων) υψηλά πλεονάσματα, ουδέποτε, όμως, συνολικά ο ελληνικός καπιταλισμός δεν συνήλθε πραγματικά από τη χρεοκοπία του 2010. Το δημόσιο χρέος παρέμεινε στα ύψη, το ιδιωτικό χρέος προς δημόσιο και τράπεζες δεν μειώθηκε, η εγχώρια εργατική δύναμη ουδόλως έγινε πιο «ανταγωνιστική» (σύμφωνα με τα αστικά κριτήρια) σε περιφερειακό επίπεδο, ενώ κανένα απολύτως νέο «παραγωγικό μοντέλο» δεν εγκαθιδρύθηκε…
Από αυτήν την άποψη ζούμε τη δεύτερη φάση της ελληνικής καπιταλιστικής χρεοκοπίας, βασικά χαρακτηριστικά της οποίας θα είναι το μαζικό χρεοστάσιο επιχειρήσεων και η πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Μαζί με αυτά τα στοιχεία, θα υπάρξουν ξανά και τα στοιχεία της μνημονιακής περιόδου, όπως οι μαζικές απολύσεις.
Έτσι, αν στην πρώτη φάση (2010-2018) το ελληνικό κράτος εντάχθηκε στον διεθνή «μηχανισμό στήριξης» της τρόικας προκειμένου να καταστεί βιώσιμο το εξωτερικό χρέος του τσακίζοντας τις δημόσιες δαπάνες για μισθούς και συντάξεις, στην τρέχουσα δεύτερη φάση χρεοκοπίας το ελληνικό κράτος (παραμένοντας δέσμιο της ευρωζώνης) επιχειρεί να εντάξει σε «μηχανισμό στήριξης» τις εθνικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις (με κονδύλια από πλεονάσματα που πέτυχε με την «αφαίμαξη» του λαού την προηγούμενη δεκαετία), επιχειρώντας παράλληλα να τσακίσει ό,τι είχε απομείνει «όρθιο» από τις αμοιβές και τις κατακτήσεις των εργαζομένων του «ιδιωτικού τομέα».
Η απόπειρα αυτή, από την άλλη μεριά, καθώς γίνεται με πακτωλό δημοσίου χρήματος, θα επαναφέρει πολύ σύντομα το ζήτημα της νέας μείωσης των δημοσίων δαπανών σε μισθούς και συντάξεις προκειμένου να αντισταθμισθούν οι δημοσιονομικές απώλειες από τα «πακέτα» χρηματοδοτικής στήριξης των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Εξάλλου, τα διαθέσιμα κονδύλια τα οποία μπορεί να κινητοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση, στα πλαίσια του «μηχανισμού» που έχει στήσει για να «στηρίξει» τις πληττόμενες επιχειρήσεις αλλά και συνολικά τον «ιδιωτικό τομέα», αναμένεται να εξανεμισθούν γρήγορα, ανοίγοντας ορθάνοιχτα την πόρτα για μαζικές απολύσεις και υποβάθμιση των συμβάσεων εργασίας, σε όλο το φάσμα των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Αν και μόνο επαληθευθούν οι άτυπες, για την ώρα προβλέψεις για ύφεση φέτος 5%, η Ελλάδα θα έχει έλλειμμα τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ έναντι προβλέψεων για ανάπτυξη γύρω στο 2% και πλεόνασμα 3,5%. Συνεπώς οι πόροι του φετινού κρατικού προϋπολογισμού, αν επαληθευτούν αυτές οι προβλέψεις, δεν φτάνουν για την κάλυψη των τακτικών αναγκών για καταβολή μισθών δημοσίου και συντάξεων. Εξάλλου αναμένεται εκτίναξη των δαπανών για επιδόματα ανεργίας φέτος και για κοινωνικά επιδόματα το 2021. Ακόμα και φέτος είναι πολύ πιθανόν η κυβέρνηση θα βρεθεί στο δίλημμα μεταξύ της περικοπής μισθών ή συντάξεων (ή και των δύο) ή του σπασίματος των «κουμπαράδων», χωρίς να αποκλείεται ένας συνδυασμός και των δύο παρεμβάσεων. Ο ένας «κουμπαράς» είναι το «μαξιλάρι» των 37 δις ευρώ που άφησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ολοκληρώνοντας το Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018. Ο άλλος «κουμπαράς» είναι των ασφαλιστικών ταμείων, ο οποίος έχει μέσα 17 δις ευρώ.
Έτσι το σύνολο των μισθωτών και των συνταξιούχων, πριν καν συνέλθουν από τη 10ετή μνημονιακή λεηλασία, θα βρεθεί, όπως όλα δείχνουν, μπροστά σε μια νέα επίθεση του κεφαλαίου, την οποία -μάλιστα- θα πρέπει να φέρει σε πέρας η ελληνική αστική τάξη και το κράτος της πιο «αυτόνομα» σε σχέση με το τι συνέβη την περίοδο 2010-2018, όπου είχε τη χρηματοδοτική «στήριξη» αλλά και καθοδήγηση των τροϊκανών. Δεδομένου ότι όλος ο καπιταλιστικός κόσμος, μαζί ιδίως η ΕΕ, βυθίζεται στην ύφεση και στην παραπέρα πολιτική διάλυση ταυτόχρονα με την Ελλάδα, ουδείς θα θέλει ή θα μπορεί να ασχοληθεί «ιδιαίτερα» με τη χώρα «μας». ΄Ετσι, η ελληνική άρχουσα τάξη θα «κληθεί» να βγάλει, κυρίως, «μόνη» της το «φίδι από την τρύπα» χρησιμοποιώντας κάθε μέσο ωμής βίας ή και «ταξικής συνεργασίας», σε κάθε περίπτωση σε βάρος του λαού. Από αυτήν την άποψη η «κοινωνική αλληλεγγύη» την οποία προτείνει σήμερα η «φιλελεύθερη» κυβέρνηση στο λαό προς αναχαίτιση του κορονοϊού πολύ γρήγορα θα αντικατασταθεί από τον ωμό «κοινωνικό» κανιβαλισμό…
Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα πρέπει να ανατρέψουν τον επιχειρούμενο 2ο γύρο «αφαίμαξής» τους. Η τρέχουσα οικονομική (και υγειονομική) κρίση, πολύ περισσότερο από την προηγούμενη, αναδεικνύει την αναγκαιότητα της παρέμβασης του «κράτους» για την αντιμετώπισης της. Αν, όμως, το «κράτος» παραμείνει στα χέρια των καπιταλιστών, την κρίση θα πληρώσει όσο ποτέ πριν η εργατική τάξη, όχι μόνο με την υγεία της γενικά, αλλά με την ίδια της τη ζωή. Με απολύσεις, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, κρατική τρομοκρατία, εθνικισμό, φασισμό και πόλεμο.
Για να μη συμβεί αυτό και παλεύοντας ενάντια σε όλα τα νέα βάρβαρα μέτρα και για την ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη (η οποία έχει άτυπα μπει μετά το ξέσπασμα της «κρίσης της κορόνα» στον προθάλαμο και της δικής της πολιτικής κρίσης) η εργατική τάξη πρέπει να πάρει στα χέρια της τα ηνία της εξουσίας, τσακίζοντας την αστική εξουσία, κρατικοποιώντας χωρίς καμία αποζημίωση και κάτω από το δικό της έλεγχο και διαχείριση όλους τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας, σχεδιάζοντας δημοκρατικά την οικονομία, αναδιοργανώνοντας σε σοσιαλιστική βάση την οικονομία και την κοινωνία. «Ενδιάμεσος» δρόμος για μία τάχα «δίκαιη» κατανομή των βαρών και αυτής της κρίσης δεν υπάρχει. Αν δεν κατάφερε να τον διαβεί ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 -2019 σε συνθήκες σχετικής «νηνεμίας» στο παγκόσμιο οικονομικό τοπίο την επαύριον του κραχ του 2008, δεν θα το καταφέρει κανένας «ΣΥΡΙΖΑ» σε συνθήκες μιας χειρότερης από το 2008 παγκόσμιας οικονομικής θύελλας από φέτος και έπειτα…