Η καρτέλα του Γκεόργκι Κωνσταντίνοβιτς Μπέντας στο “Μαρτυρολόγιο του Μπούτοβο”

του Κώστα Παλούκη

Την 1η Αυγούστου 1931, 90 χρόνια ακριβώς πριν, ο Μιχάλης Μπεζεντάκος σκότωσε τον αστυφύλακα Γεώργιο Γυφτοδημόπουλο. Η Αστυνομία Πόλεων μόλις είχε διαλύσει την απόπειρα αντιπολεμικής συγκέντρωσης κομμουνιστών για την επέτειο της κήρυξης του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και είχε συλλάβει τον Κώστα Σαρίκα. Ο Γυφτοδημόπουλος ανέλαβε να τον μεταφέρει μόνος του από την περιοχή πίσω από καπνεργοστάσιο Παπαστράτος στην Δραπετσώνα στο αστυνομικό τμήμα Ταμπουρίων. Ο Μπεζεντάκος μαζί με τον Αβραάμ Δερβίσογλου και τον Μόσχο Δουλγέρη τους ακολούθησαν. Σε ένα στενάκι, ανάμεσα στις δύο περιοχές, προσπάθησαν να απελευθερώσουν τον Σαρίκα, ο αστυφύλακας κινήθηκε να βγάλει το περίστροφό του και ο Μπεζεντάκος αντανακλαστικά πρόλαβε πρώτος. Οι τρεις πρωταγωνιστές ήταν μέλη της οργάνωσης των «φραξιονιστών», δηλαδή της διάσπασης της αρχειομαρξιστικής οργάνωσης που αναζητούσε την αναγνώριση από το ΚΚΕ ως αριστερή αντιπολίτευση. Έτσι, μια ασήμαντη σύλληψη που θα σήμανε μια μικρή καταδίκη για τον Σαρίκα εξελίχθηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα της μεσοπολεμικής περιόδου.

Οι εφημερίδες και ο αστικός τύπος κατηγορούσαν τους κομμουνιστές για οργανωμένες δολοφονίες και καλούσαν για το λιντσάρισμά τους. Η Δραπετσώνα καταλήφθηκε από αστυνομία και στρατό και κομμουνιστές οδηγούνταν στα κρατητήρια, ανακρίνονταν και βασανίζονταν. Ο Μπεζεντάκος διαφεύγοντας αρχικά την σύλληψη, ανακαλύφθηκε και συνελήφθη. Παρέμενε έγκλειστος στις φυλακές Συγγρού αναμένοντας τη δίκη με βέβαιη την καταδίκη, ενδεχομένως με την ποινή της εκτέλεσης. Προσχώρησε στο ΚΚΕ και αυτό οργάνωσε την απόδρασή του την περίοδο των αποκριών του 1932, μερικές ημέρες πριν έναρξη της δίκης. Στη συνέχεια διέφυγε με ρωσικό πλοίο στην ΕΣΣΔ. Το τραγούδι «Οι αστοί τρομάξανε…» ή αλλιώς «ο Μπεζεντάκος» γράφτηκε μάλλον τότε και υμνεί την απόδρασή του.

Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος ήταν ένα πρόσωπο οι πράξεις του οποίου ήταν πάντοτε επενδυμένες με θρύλους, υπερβολές και σκοτεινά σημεία. Ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου υπάρχει μια σημαντική έριδα για τη μετέπειτα ζωή του ανάμεσα σε δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, που υποστηρίζεται από την οικογένεια του και από το ΚΚΕ, ο Μπεζεντάκος μετά την εγκατάστασή του στη Μόσχα εργαζόταν μέχρι το 1936 σε εργοστάσιο αυτοκινήτων. Τότε έφυγε για την Ισπανία και πολέμησε με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Οι ελληνικές δυνάμεις που έλαβαν μέρος με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες κατατάσσονταν είτε στον λόχο Ρήγας Φεραίος – Νίκος Ζαχαριάδης που ανήκε στο τάγμα Δημητρώφ της 13ης Ταξιαρχίας, είτε στον ελληνοαμερικανικό λόχο της 15ης Ταξιαρχίας. Ο Μπεζεντάκος υποτίθεται ότι κατατάχθηκε στον πρώτο και σκοτώθηκε στον Ισπανικό Εμφύλιο. Ωστόσο, δεν έχει εντοπιστεί κανένα αξιόπιστο στοιχείο ή σοβαρή ένδειξη για την πορεία του αυτή, π.χ. κάποιο στοιχείο στα σοβιετικά αρχεία για τις Διεθνείς Ταξιαρχίες. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή υπήρξε θύμα των εκκαθαρίσεων την περίοδο 1936-38. Είναι η εποχή που ο τροτσκισμός ανάγεται στον μεγάλο εσωτερικό εχθρό και τα μέχρι πρότινος είδωλα μετατρέπονται σε τροτσκιστές, σαμποτέρ και εχθρούς.

Όταν ο Μπεζεντάκος έφτασε στην Ρωσία, έγραψε μια ειλικρινή έκθεση με την πολιτική δράση του στην Ελλάδα θεωρώντας ότι η συμμετοχή του στις τροτσκιστικές οργανώσεις ήταν ένα παρελθόν το οποίο έχει κριθεί και ότι συνεπώς δεν κινδυνεύει από αυτό. Ωστόσο, το 1936 τα πράγματα ήταν δύσκολα στην Σοβιετική Ένωση καθώς η τιμωρία δεν σχετιζόταν πλέον με συγκεκριμένες πράξεις αλλά με γενικές (πραγματικές ή κατασκευασμένες) επιλογές στο παρελθόν. Σύμφωνα με την αφήγηση του Σάββα Παλέ, εθελοντή στις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον Ισπανικό Εμφύλιο, λοχαγό Πολιτικό Επίτροπο στο ΔΣΕ και 2ο γραμματέα της Κ.Ε. της Κ.Ο. της 7ης πολιτείας Τασκένδης, ο Μπεζεντάκος εξαφανίστηκε όταν φοιτούσε στη Σχολή Αξιωματικών του Νοβοροσίκ. Μαζί με τον Μπεζεντάκο εξαφανίστηκε και ο συμφοιτητής του Μαρκοβίτης. Στην ίδια σχολή φοιτούσε και ο Κύπριος Ευάνθης Νικολαΐδης ο οποίος πράγματι έφυγε για να πολεμήσει στην Ισπανία και ενδεχομένως από εκεί να προέκυψε ο μύθος για τον Μπεζεντάκο. Ο Νικολαΐδης όμως δεν ανέφερε ποτέ τίποτε για τους άλλους δύο. Σύμφωνα με τον Λουκά Καρλιάφτη, ο Μπεζεντάκος μέσω ενός Πόντιου ενημέρωσε την οικογένειά του, δηλαδή τη σύζυγό του και τη μικρή του κόρη που ζούσαν μαζί του, ότι προορίζεται για την Σιβηρία και πως χάθηκε στις εκκαθαρίσεις. Την πληροφορία αυτή μετέφεραν για πρώτη φορά οι Κώστας Θέος,  Γιάννης Καλομοίρης και Δημήτρης Στρατής, όταν επισκέφθηκαν την ΕΣΣΔ και συνάντησαν την γυναίκα του Μπεζεντάκου. 1Καρλιάφτης Λουκάς, Ίδρυση της Κομμουνιστικής Οργάνωσης Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας (Αρχειομαρξιστές- τροτκσιστές), 1930, Δεύτερο Μέρος, σ. 75-77. Έκτοτε, οι αντι-σταλινικοί αναπαρήγαγαν αυτή την εκδοχή και οι σταλινικοί την πρώτη. Για χρόνια, οι νέοι και νέες των διαφόρων κομμουνιστικών νεολαιών διχάζονταν, αφού πρώτα όλοι μαζί είχαν τραγουδήσει τον Μπεζεντάκο.

Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε μια μαρτυρία που παρουσιάζει μια άλλη εκδοχή. Ο Κώστας Φυλακτόπουλος (Ψαράς) που βρέθηκε και αυτός για αρκετά χρόνια εξόριστος στη Σιβηρία μεταφέρει τη μαρτυρία Γρηγοριάδη, του «κόκκινου δεκανέα», δραπέτη μαζί με τους κρατούμενους κομμουνιστές από τις Φυλακές Συγγρού, τον οποίο συνάντησε στην εξορία. Ο Γρηγοριάδης εργαζόταν ως νοσοκόμος σε ένα νοσοκομείο της Σιβηρίας. Εκεί, εντόπισε σοβαρά άρρωστο τον Μιχάλη Μπεζεντάκο. Τον περιποιήθηκε και κατόρθωσε να τον διατηρήσει στη ζωή για όσο καιρό έμεινε εκεί. Σύντομα, ο Γρηγοριάδης μετατέθηκε σε άλλο μέρος και η κατάληξη του Μπεζεντάκου στάθηκε αναπόφευκτη.2Δημήτρης Παλαιολογόπουλος, “Ο πιο τραγουδισμένος Έλληνας κομμουνιστής που χάθηκε στις σταλινικές εκκαθαρίσεις”, Αυγή, 10/1/2010.  Ωστόσο, πρόκειται για μια προφορική μαρτυρία ενός τρίτου προσώπου. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να θεωρηθεί πολύ αξιόπιστη.

Το προηγούμενο διάστημα, ένας φίλος ανάρτησε στην ομάδα Αρχειομαρξιστικές Μνήμες στο Facebook μια πληροφορία η οποία λύνει μάλλον οριστικά αυτό το ζήτημα. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε στα σοβιετικά αρχεία μία αναφορά για τους εκτελεσμένους Έλληνες στο Μπούτοβο, το οποίο είχε εξελιχθεί σε μαζικό τάφο την εποχή των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων επί Στάλιν. Το Μπούτοβο ήταν ένα πρώην κτήμα νότια της Μόσχας το οποίο περιήλθε στη μυστική αστυνομία μετά την επανάσταση και χρησιμοποιήθηκε ως αγροτική αποικία, σκοπευτήριο, τόπος εκτέλεσης και μαζικών τάφων. Οι εκτελέσεις πραγματοποιήθηκαν εκεί από το 1935 έως το 1953, αλλά κυρίως στα χρόνια των μεγάλων εκκαθαρίσεων το 1937 και το 1938. Από τα αρχεία της KBG προκύπτει ότι τουλάχιστον 20.761 άνθρωποι σκοτώθηκαν και θάφτηκαν εκεί, ίσως πολύ περισσότεροι. Οι δίκες την περίοδο των εκκαθαρίσεων οργανώθηκαν από την NKVD (Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων), με επικεφαλής τον Επίτροπο Εσωτερικών, Νικολάι Ιβάνοβιτς Γιέζοφ. Οι εχθροί του λαού περιελάμβαναν ανεξάρτητους αγρότες (κουλάκους), πολιτικούς αντιπάλους, υποτιθέμενους οπαδούς του τσαρικού καθεστώτος, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν «παλιοί άνθρωποι» σε αντιδιαστολή με τους «νέους ανθρώπους» της σοβιετικής εποχής, κομμουνιστές με άλλες απόψεις οι οποίοι χαρακτηρίζονταν ως «αντίπαλοι», συζύγους και οικογένειες των «εχθρών του λαού », ιερείς και άλλους θρησκευόμενους, καθώς και αλλοδαπούς από τουλάχιστον 60 χώρες με την κατηγορία της κατασκοπείας. Οι οικογένειες των αλλοδαπών λάμβαναν ψεύτικα πιστοποιητικά θανάτου από τις σοβιετικές πρεσβείες με ψευδείς ημερομηνίες και αιτίες θανάτου, όπως «φυματίωση των πνευμόνων». Η πραγματικότητα του Μπούτοβο ως τόπου μαζικών τάφων ανακαλύφθηκε από ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 1997.3 Karl Schlögel, Moscow, 1937: the soviet metropolis at the zenith of Stalin’s dictatorship. A society utterly wrecked by a hurricane of violence, John Wiley & Sons, 2014, σ. 118. Επίσης, κείμενο των Garkavyi I. V. και Golovkova L. A. σε ιστοσελίδα για το Μπούτοβο: http://p8.inetstar.ru/poligon/ (τελευταία προσπέλαση 3/4/2021).

Η «Ομάδα για τη Διατήρηση της Μνήμης των Θυμάτων Πολιτικής Καταστολής» υπό την ηγεσία του M.B. Mindlin, με την συμμετοχή των Κρατικών Αρχείων της Ρωσικής Ομοσπονδίας, των Κεντρικών Αρχείων της Ρωσικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας, του Γραφείο FSB για τη Μόσχα και την Περιοχή της Μόσχας, μια ομάδα ιστορικών και ακτιβιστών, μπόρεσε να δημιουργήσει μια λίστα με ονόματα 20.761 θυμάτων δουλεύοντας πάνω στα αρχεία της πρώην NKVD. Το αποτέλεσμα ήταν το Μαρτυρολόγιο του Μπούτοβο, 7 τόμοι με σύντομα βιογραφικά θυμάτων, με βάση τα οποία δημιουργήθηκε η ηλεκτρονική βάση δεδομένων «Θύματα πολιτικής καταστολής, εκτελεσμένα και θαμμένα στη Μόσχα και την περιοχή της Μόσχας μεταξύ 1918 και 1953» 4Жертвы политических репрессий, расстрелянные и захороненные в Москве и Московской области в период с 1918 по 1953 год η οποία συντάχθηκε από το Κέντρο Ζαχάρωφ (Сахаровским центром). Προφανώς, το συγκεκριμένο πρότζεκτ εντάσσεται σε ένα ευρύτερο εγχείρημα διαμόρφωσης μιας συλλογικής μνήμης σε αντικομμουνιστική κατεύθυνση καθώς εμπλέκεται και η ρωσική εκκλησία, η οποία αναγνωρίζει ως μάρτυρες όχι μόνο όσους διώχθηκαν επί σοβιετικής εποχής για την πίστη τους, αλλά γενικά όλα τα θύματα, εντάσσοντας σε αυτήν την κατηγορία ακόμη και κομμουνιστές.

Τα θύματα λοιπόν προέρχονται από 73 εθνικότητες, όχι μόνο από διαφορετικές περιοχές της τότε ΕΣΣΔ, αλλά και από άλλες 24 χώρες του κόσμου. Ήταν συντριπτικά άνδρες, 19.903 από 20.761 (95.86%). Η μεγάλη πλειονότητα ήταν μεταξύ 25 και 50 ετών (δηλ. οι ημερομηνίες γέννησής τους είναι μεταξύ 1887 και 1912), αλλά υπήρχαν επίσης 18 άτομα ηλικίας άνω των 75 και 10 ήταν 15 ετών και νεότεροι. Τα περισσότερα από τα θύματα του Μπούτοβο ήταν στην πραγματικότητα απλοί σοβιετικοί πολίτες: περισσότερο από το 85% των θυμάτων δεν ήταν μέλη του κόμματος (13.043 από τους 15.101 για τους οποίους παρέχονται αυτές οι πληροφορίες). Το μεγαλύτερο μέρος αυτών που εκτελέστηκαν (15.269) ήταν εργαζόμενοι, υπάλληλοι και αγρότες (6.944 ή 45,4%). Μελετώντας τις βαθμίδες εκπαίδευσης επιβεβαιώνεται η εικόνα ότι πρόκειται για χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Τα περισσότερα από τα μισά θύματα αναφέρονται με «χαμηλή» βαθμίδα εκπαίδευσης (nishchee). Το μεγαλύτερο μέρος των μη Ρώσων θυμάτων ήταν Λετονοί (1.325 ή 6,38%), Πολωνοί (1.176, 5,6%), Ουκρανοί (755, 3,6%) και Γερμανοί (649, 3,1%). Οι Εβραίοι παραδοσιακά διακρίνονταν ως εθνικότητα στη Σοβιετική Ένωση και αντιπροσώπευαν 878 από τα θύματα (4,1%).5Nérard François-Xavier, «Τhe Butovo Shooting Range,» 27/2/2009, https://www.sciencespo.fr/mass-violence-war-massacre-resistance/en/document/butovo-shooting-range.html (τελευταία προσπέλαση 3/4/2021). Συνολικά υπολογίζονται ότι 37 Έλληνες εκτελέστηκαν, αλλά στη διάθεσή μας υπάρχουν 12 ονόματα από την Μόσχα. Πρόκειται κομμουνιστές, κάποιοι μέλη του ΚΚΕ και κάποιοι του ΚΚΣΕ, ενώ για κάποιους δεν έχουμε πληροφορίες. Γεννήθηκαν στην Ελλάδα ή ήταν πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, είχαν δράση στην Ελλάδα και διέφυγαν στην ΕΣΣΔ για να γλιτώσουν από τις διώξεις. Στην πλειονότητά τους εργάστηκαν στην ΕΣΣΔ, κάποιοι σε θέσεις ευθύνης.

Στο Μαρτυρολόγιο του Μπούτοβο, εμφανίζεται μια καρτέλα με το όνομα Γκεόργκι Κωνσταντίνοβιτς Μπέντας (Бендас Георгий Константинович) ή αλλιώς Πιζαντάκης (ПИЗАНДАКИС) ο οποίος ταυτίζεται με τον Μιχάλη Μπεζεντάκο. Ο Μπέντας-Πιζαντάκης φέρεται γεννημένος το 1908 στην Αθήνα, ηλικία που ταιριάζει με εκείνη του Μπεζεντάκου, αν και αυτός είχε γεννηθεί στο Γύθειο. Ωστόσο, ο τόπος γέννησης ενδεχομένως απλώς να σχετίζεται με την προέλευσή του από την Ελλάδα. Για παράδειγμα, σε καρτέλες άλλων αναφέρεται ως τόπος γέννησης Αθήνα, αν και χαρακτηρίζονται αγρότες. Ο Μπέντας-Μπεζεντάκος εργάστηκε ως εργοδηγός σε εργοστάσιο και, συγκεκριμένα, στην Αυτοκινητοβιομηχανία Νο. 2 Zavod Imeni Stalina. Το Εργοστάσιο είχε ιδρυθεί το 1916 ως Εταιρεία Αυτοκινήτου της Μόσχα ή AMO. Ήταν μία σύγχρονη βιομηχανία διαθέτοντας τον πιο πρόσφατο εξοπλισμό της Αμερικής απασχολώντας 6.000 εργαζόμενους. Ωστόσο, λειτούργησε μετά την επανάσταση το 1925 συναρμολογώντας και στη συνέχεια κατασκευάζοντας τρακτέρ. Το 1931 το εργοστάσιο επανεξοπλίστηκε, επεκτάθηκε με τη βοήθεια του Αμερικανού A.J. Brandt και μετονομάστηκε σε Αυτοκινητοβιομηχανία Νο. 2 Zavod Imeni Stalina (ZIS ή ZiS). Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες της Ρωσίας και είναι λογικό να εργάστηκε εκεί ο Μπεζεντάκος καθώς ήταν μηχανικός. Ο Μπέντας-Μπεζεντάκος καταδικάστηκε από την Επιτροπή του NKVD και της Εισαγγελίας της ΕΣΣΔ με την κατηγορία της κατασκοπείας και της προετοιμασίας πράξεων σαμποτάζ. Συνελήφθη στις 13 Ιανουαρίου 1938, η δίκη διεξήχθη στις 27 Φεβρουαρίου 1938, η ετυμηγορία και η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στις 11 Απριλίου 1938 στο πεδίο βολής Μπούτοβο.6http://p8.inetstar.ru/index.php?q=bio&id=79024

Βέβαια, ο Μπέντας ονομάζεται Γεώργιος και όχι Μιχάλης, αλλά μάλλον αυτή η μετονομασία ήταν συνήθης στην Σοβιετική Ρωσία καθώς όλοι οι φυγάδες κομμουνιστές και οι κούτβηδες απέκτησαν ρωσικά ονοματεπώνυμα, τις περισσότερες φορές παντελώς άσχετα με τα αληθινά τους. Συγκεκριμένα, όσοι απέκτησαν την σοβιετική υπηκοότητα άλλαξαν όνομα. Πράγματι, αυτό φαίνεται και σε άλλες περιπτώσεις. Το σημαντικότερο στοιχείο είναι όμως το σε παρένθεση όνομα Πιζεντάκης το οποίο είναι προφανώς η παραφθορά του Μπεζεντάκος. Γενικά, στις κρατικές υπηρεσίες συμβαίνουν πολλές φορές λάθος μεταγραφές στοιχείων ενός αλλοδαπού ή ενός αλλοεθνούς πολίτη, όπως λάθος ημερομηνίες και τόποι γέννησης, ακόμη και μικροδιαφορές στο επώνυμο. Συγκρίνοντας δύο φωτογραφίες, μία του Μπεζεντάκου το 1924 και μία του Μπέντας το 1938 συμπεραίνει κανείς τη σοβαρή ομοιότητα σε βασικά χαρακτηριστικά (μύτη, φρύδια, αυτιά) παρά τα γένια και την αραίωση μαλλιών του Μπέντας, ενώ διαφαίνεται πίσω από τα γένια το λακκάκι στο πηγούνι. Βέβαια, στη δεύτερη φωτογραφία το πρόσωπο φαίνεται πολύ πιο ταλαιπωρημένο κάτι το οποίο είναι λογικό. Μάλιστα, το αποτέλεσμα της αλγοριθμικής σύγκρισης των δυο φωτογραφιών επιβεβαιώνει τη μεταξύ τους σχέση κατά πολύ υψηλή πιθανότητα. Επιπλέον, στη ρωσικό βικιπέδια η συσχέτιση παρουσιάζεται ως αυτονόητη και χωρίς καμία αμφιβολία.  Τέλος, από έγγραφα του Αρχείου της KGB τα οποία η ομάδα Αρχειομαρξιστικές Μνήμες έχει αγοράσει και τα οποία βρίσκονται στα χέρια του μεταφραστή επιβεβαιώνεται πως πρόκειται για τον Μιχάλη Μπεζεντάκο λύνοντας οριστικά αυτό το θέμα. Τους επόμενους μήνες η ομάδα θα δημοσιεύσει στο έντυπό της τα μεταφρασμένα έγγραφα φωτίζοντας λεπτομέρειες από τη ζωή του Μπεζεντάκου στη Ρωσία, τις κατηγορίες σε βάρος του, τις καταθέσεις του και την καταδίκη του. Επίσης, η ίδια ομάδα θα «ανεβάσει» στο διαδίκτυο σε ελεύθερη πρόσβαση τα συγκεκριμένα έγγραφα στην πρωτότυπη ρωσική μορφή τους.

Με βάση λοιπόν τις πληροφορίες από τα δημοσιευθέντα στοιχεία στο διαδίκτυο, ο Μπεζεντάκος κατοικούσε στη Μόσχα, στην οδό Μεσάνσκαγια (Мещанская) 4, στο διαμέρισμα πέντε, ενώ έχει ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Το 1934 γεννήθηκε η κόρη του Λαρίσα Γεωργίγινα Μπέντας η οποία αργότερα, όπως προκύπτει, έγινε μοναχή υιοθετώντας το όνομα Ελισάβετ, μάλλον από τη Ρωσίδα πριγκίπισσα που εκτελέστηκε από τους μπολσεβίκους και θεωρείται αγία στην ρωσική εκκλησία. Η ίδια εμφανίζεται ένθερμη αντι-κομμουνίστρια και πρωταγωνιστεί για την αποκατάσταση της μνήμης των Ελλήνων θυμάτων του σταλινισμού. Το 2014, η μοναχή Ελισάβετ – Λ.Γ. Μπέντας (Монахиня Елисавета – Л.Г. Бендас) δημοσίευσε ένα άρθρο σε ρωσική χριστιανική σελίδα. Εκεί, υποστηρίζει ότι ο πατέρα της ήταν ο Γκεόργκι Κονσταντίνοβιτς Μπέντας, ο οποίος σύμφωνα με την ίδια μετανάστευσε από την Ελλάδα το 1932. 7 http://p8.inetstar.ru/index.php?q=bio&id=79024 Η κόρη του Μπεζεντάκου αναφέρει πως, μετά την αποσταλινοποίηση, το 1958 και σε ηλικία 23 ετών, έλαβε πιστοποιητικό αποκατάστασης του πατέρα της, ενώ ταυτόχρονα εκδόθηκε ένα «πιστοποιητικό θανάτου» με αίτιο θανάτου τη «δυσεντερία». Η ημερομηνία θανάτου ήταν η 30η Ιουνίου 1942 και στη στήλη «τόπος θανάτου» υπήρχε μια παύλα, δηλαδή άγνωστος. Τότε, ζήτησε από την KGB λεπτομέρειες για την εκτέλεσή του, όπως και για την εκτέλεση άλλων Ελλήνων φυγάδων από την Ελλάδα. Όπως αναφέρει, ρώτησε τον αξιωματικό της KGB «εάν δεν υπήρχε ενοχή, τότε γιατί καταδικάστηκε ο πατέρας μου» για να λάβει την απάντηση πως «ο ίδιος παραδέχθηκε την ενοχή του». Η ίδια αναρωτήθηκε «πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό» για να δεχθεί την αποστομωτική απάντηση: «Είστε ήδη ενήλικας και μπορείτε να καταλάβετε με ποιο τρόπο επιτυγχάνονταν τέτοιες ομολογίες». Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η Λαρίσα Γ. Μπέντας ζήτησε από τις αρχές την επίσημη ημερομηνία θανάτου του πατέρα της. Συγκεκριμένα, το 1992 έλαβε νέο πιστοποιητικό στο οποίο αναφερόταν η θανατική ποινή, αλλά είχε παραλειφθεί η ημερομηνία και ο τόπος θανάτου. Το 1995, επανέλαβε  αίτημα στα Κρατικά Αρχεία για να αναφερθεί η πραγματική ημερομηνία θανάτου του πατέρα της. Η επίσημη απάντηση ήταν ότι δεν διέθεταν αυτές τις πληροφορίες, και μόνο μέσω τηλεφώνου, ένας υπάλληλος του αρχείου αποκάλυψε την πραγματική ημερομηνία – 11 Απριλίου 1938. Η ίδια είχε επικαλεστεί θρησκευτικούς λόγους καθώς επιθυμούσε να πραγματοποιήσει επιμνημόσυνη δέηση και για αυτό εκτιμά πως το κίνητρο του υπαλλήλου ήταν θρησκευτικό καθώς τον χαρακτηρίζει «πιστό». Αργότερα έμαθε από την οργάνωση Memorial (Мемориал) ότι ο πατέρας της εκτελέστηκε και θάφτηκε στο χώρο εκπαίδευσης του Μπούτοβο.8http://p8.inetstar.ru/index.php?q=bio&id=79024 Η μοίρα του Αβραάμ Δερβίσογλου ήταν στενά δεμένη με τον Μπεζεντάκο ακόμη και στο τέλος της ζωής του. Εκτελέστηκε μαζί του την ίδια ημέρα στον ίδιο τόπο. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει ο Αμπράμ Βρετός ή Ντερβίσογκλου (Авраам Вретос-Дервисоглу) με το ρωσικό όνομα Nikolai Aristovich (Николай Аристович) εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 11 Απριλίου 1938 με την κατηγορία της κατασκοπείας. Όπως και ο Μπεζεντάκος, έλαβε νέο και εντελώς διαφορετικό όνομα, όταν πολιτογραφήθηκε σοβιετικός πολίτης. Ο Δερβίσογλου γεννήθηκε το 1910 στο Καϊσέρι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ήταν Έλληνας εργάτης με σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Στη Ρωσία δούλεψε ως εργάτης στο εργοστάσιο Kalibr. Το εργοστάσιο κατασκευής εργαλείων Kalibr της Μόσχας ιδρύθηκε το 1932 και παρήγαγε εργαλεία μέτρησης ακριβείας. Ο Δερβίσογλου διέμενε στη Μόσχα, οδό Μεσάνσκαγια 60. Με άλλα λόγια, ήταν γείτονας με τον Μπέντας-Μπεζεντάκο. Ο Δερβίσογλου αποκαταστάθηκε στις 10 Απριλίου 1958, όπως και ο Μπεζεντάκος. Όλα αυτά τα στοιχεία συγκλίνουν σε μια κοινή αντιμετώπιση Μπεζεντάκου και Δερβίσογλου υποδηλώνοντας συνεργασία των δύο στη Μόσχα.

Στον ίδιο τόπο εκτελέστηκε ο Αρμάν Ζαν Ζοζεφόβιτς (Арман Жан Жозефович) γεννημένος το 1903 στην Τήνο ο οποίος μάλλον ήταν συγκάτοικος του Μπεζεντάκου, καθώς διέμενε επίσης στη Μόσχα, στην οδό Meshchanskaya 4, στο διαμέρισμα πέντε. Αυτός είχε σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και εργάστηκε στην Κρατική Επιτροπή Σχεδιασμού της ΕΣΣΔ. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 8 Μαρτίου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1989. Μάλλον στο ίδιο εργοστάσιο με τον Μπεζεντάκο εργαζόταν ο Τόμοφ Νικολάι Ντμιτριέβιτς (Томов Николай Дмитриевич) γεννημένος το 1906 από αγρότες, με ανολοκλήρωτη τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτός ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, κάτι που δεν αναφέρεται για τους προηγούμενους. Στη Ρωσία εργάστηκε ως επιθεωρητής του τμήματος ελέγχου ποιότητας του εργοστασίου αυτοκινήτων. Κατοικούσε στη Μόσχα, στην οδό Ντουμπρόβσκαγια 7. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 17 Μαΐου 1938 και αποκαταστάθηκε στις 23 Μαΐου 1957 (3-188).9 «Греческие эмигранты в расстрельных списках Бутовского Мартиролога», https://martyr.ru/1000-2016-04-10-18-43-52 (τελευταία προσπέλαση 4/4/2021). Είναι φανερό ότι οι Έλληνες πολιτικοί φυγάδες και πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ διατηρούσαν επαφές μεταξύ τους έχοντας συγκροτήσει κοινότητα, ιδιαίτερα στη Μόσχα, καθορίζοντας ως κοινή την πολιτική τους πορεία.

Οι υπόλοιποι εκτελεσθέντες ήταν εξίσου κάτοικοι της Μόσχας. Ο Ζαχαριάντις Ίλια Ντμιτριέβιτς (Захариадис Илья Дмитриевич), ο οποίος γεννήθηκε το 1882 στον Άγιο Κήρυκα της Ικαρίας και ήταν υπάλληλος γραφείου με ολοκληρωμένη τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ήταν μέλος του ΚΚΣΕ (Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης) από το 1929. Στη Ρωσία εργάστηκε ως ξυλουργός στο εργοστάσιο παρκέ αρ. 42. Στη Μόσχα διέμενε στην οδό Krestyanskaya Zastava, στον οικισμό Ντουμπρόφσκι. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 31 Μαΐου 1938 και αποκαταστάθηκε στις 19 Ιουλίου 1957. Ο Καριοφίλι Ντμίτρι Ίλιιτς (Кариофили Дмитрий Ильич), ο οποίος γεννήθηκε το 1896 στο χωριό Σουφλί από αγρότες γονείς. Εργάστηκε ως οικονομολόγος στην Κράσνι Κοοπερατίβα και ήταν μέλος στο ΚΚΣΕ. Διέμενε στη Μόσχα, στην οδό B. Ορντίνκα 17, στο διαμέρισμα 4. Ο Οσμάνις Παβέλ Γιάνοβιτς (Османис Павел Янович), ο οποίος γεννήθηκε το 1906 στην Κωνσταντινούπολη. Αναφέρεται χωρίς επάγγελμα. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 8 Μαρτίου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1989. Ο Παβλίντι Ιβάν Ελεφθέριεβιτς (Павлиди Иван Елефтерьевич), ο οποίος γεννήθηκε το 1890 από αγρότες και είχε κατώτερη εκπαίδευση. Ήταν Έλληνας πολίτης και στη Ρωσία εργάστηκε στην παραγωγή κεριών εκκλησίας. Στη Μόσχα διέμενε στην περιοχή Λινίνσκι. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 31 Μαΐου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1989. Ο Πήτερς Γκεόργκι Γκεοργκίεβιτς (Питерс Георгий Георгиевич), ο οποίος γεννήθηκε το 1892 στην Πάτρα από αγρότες. Αναφέρεται χωρίς συγκεκριμένο επάγγελμα. Κατοικούσε στη Μόσχα, στην οδό Ομπούκα 3. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 16 Ιουνίου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1989. Ο Κατσαλός Γκεόργκι Κριστοφόροβιτς (Кацалос Георгий Христофорович), ο οποίος γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Νοβκόρ στην Ελλάδα από αγρότες γονείς και είχε κατώτερη εκπαίδευση. Διέμενε στη Μόσχα, στην οδό Τβέρσκαγια – Γιάμσκαγια. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 16 Ιουνίου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 11 Απριλίου 1963. Ο Γκριγκοριάντις Σάββα Στάβροβιτς (Григориадис Савва Ставрович), ο οποίος γεννήθηκε το 1894 ή το 1897. Ήταν εργάτης, μέλος του ΚΚΕ και του ΚΚΣΕ, με κατώτερη εκπαίδευση. Στη Ρωσία εργάστηκε ως οδηγός του 1ου στόλου τρόλεϊ. Κατοικούσε στη Μόσχα, στην οδό 19ης Δεκεμβρίου 5. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 13 Αυγούστου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 22 Αυγούστου 1958. Ο Αντρέι Ιβάνοβιτς Ιβανόβ ή Βαΐτης Αναστάσιος Νικολάου (Иванов Андрей Иванович – Вайтис Анастас Николау), ο οποίος γεννήθηκε το 1908 Μυτιλήνη. Ήταν εργάτης μέλος του ΚΚΕ. Είχε ανώτατη εκπαίδευση, αλλά αναφέρεται ως άνεργος και εκτός ιθαγένειας. Κατοικούσε στην Μόσχα στην οδό Ομούκα 3. Εκτελέστηκε στο Μπούτοβο στις 16 Αυγούστου 1938. Αποκαταστάθηκε στις 22 Μαρτίου 1965.10«Греческие эмигранты в расстрельных списках Бутовского Мартиролога», https://martyr.ru/1000-2016-04-10-18-43-52 (τελευταία προσπέλαση 4/4/2021).

Η μνήμη του Μπεζεντάκου έλαβε επίσης και μια περίεργη διαδρομή καθώς η κόρη του διαχειρίστηκε την υπόθεση με βάση τις δικές τις ιδεολογικές κατευθύνσεις με αποτέλεσμα ο πιο διάσημος κομμουνιστής να θεωρείται περίπου μάρτυρας του χριστιανισμού. Συγκεκριμένα, η μοναχή Ελισάβετ γράφει ότι όλα όσα συνέβησαν στον πατέρα της θα μπορούσαν να είχαν συμβεί σε καθέναν από τους άλλους δώδεκα Έλληνες πρόσφυγες που είχαν εκτελεστεί μαζί του. Αναφέρεται στο δράμα της λήθης που ακολουθεί τη μεταθανάτια μοίρα αυτών των μεταναστών, το οποίο οφείλεται, αφενός, στη διακοπή των οικογενειακών δεσμών με την πατρίδα τους και, αφετέρου, στην απουσία τέτοιων δεσμών στη νέα τους πατρίδα, λόγω των μάλλον μικρών περιόδων διαμονής στη Ρωσία. Ωστόσο, η βαθύτερη τραγωδία ήταν η κατάρρευση εκείνων των ηθικών και ιδεολογικών αρχών, εξαιτίας των οποίων εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, επιλέγοντας για μετανάστευση μια χώρα της οποίας τα ιδανικά συμμερίζονταν. Χαρακτηρίζει το Μπούτοβο ως τον Γολγοθά των εκτελεσθέντων που πέθαναν μακριά από την πατρίδα τους και υποθέτει ότι η αποκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα των «σατανικών ιδεωδών του μπολσεβικισμού» οδήγησε σε μετάνοια τους μέχρι τότε πιστούς κομμουνιστές. Τέλος, μνημονεύει τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ο οποίος σε επίσκεψή του στο Μπούτοβο είχε δηλώσει χαρούμενος που στο πεδίο βολής είχαν ενωθεί με το αίμα τους Ρώσοι και Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι. Μάλιστα καταλήγει πως «Οι Άγιοι Μάρτυρες του Μπούτοβο προσεύχονται στον Θεό για μας» εμφανίζοντας δηλαδή τους Έλληνες κομμουνιστές θύματα των εκκαθαρίσεων σαν χριστιανούς μάρτυρες. Πρόκειται ωστόσο για ένα ευρύτερο εγχείρημα διάσωσης της μνήμης των Ελλήνων θυμάτων από τις μεγάλες εκκαθαρίσεις. Οι λίστες αυτές αφορούν βέβαια στο μεγαλύτερο ποσοστό Έλληνες από την Κριμαία και είναι λίγα τα πρόσωπα που προέρχονται από την Ελλάδα.

Η ιστορία ζωής και το ιστορικό της μνήμης του κομμουνιστή Μιχάλη Μπεζεντάκου, οι πράξεις του οποίου σημάδεψαν την εποχή του και έντυσαν μουσικά μια άλλη, δείχνει όλη την τραγικότητα της κομμουνιστικής περιπέτειας του 20ου αιώνα, την οποία ο ίδιος βίωσε με ακραίο τρόπο. Ο Μανιάτης από την Δραπετσώνα, ο «πιστολέρο» των αρχειομαρξιστών, έζησε και συμμετείχε ενεργά στο μεγάλο κοινωνικό εμφύλιο του ελληνικού μεσοπολέμου. Στρατεύτηκε στους αρχειομαρξιστές και κατόπιν στους φραξιονιστές, γενικά στην Αριστερή Αντιπολίτευση και όχι στο ΚΚΕ, το επίσημο τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ενεπλάκη ενεργά στις βιαιότητες ανάμεσα στις δύο οργανώσεις στήνοντας ενέδρες σε μέλη του ΚΚΕ ή συμμετέχοντες σε ανοιχτές συγκρούσεις. Στο πλαίσιο της μεγάλης κρατικής καταστολής πρωταγωνίστησε σε μια απλή αντιπολεμική επέτειο, στην οποία συνελήφθη ένα μέλος του ΚΚΕ. Σκότωσε έναν αστυφύλακα για να ελευθερώσει τον αντίπαλο μέχρι τότε κομμουνιστή από μια μικρής συνέπειας σύλληψη, με σκοπό να αποδείξει την συμπάθειά του στο ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί ένας μικρός «Μεγάλος Φόβος» στους αστούς το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου το 1931, ενισχύοντας τον αντικομμουνισμό και την τρομοκρατία του καθεστώτος. Χαρακτηρίστηκε αδίστακτος, στυγερός δολοφόνος και όργανο της Γκεπεού. Κυνηγήθηκε, κρύφτηκε, προδόθηκε από τους συντρόφους του και συνελήφθη. Στην αρχή όλες οι κομμουνιστικές οργανώσεις τον αποκήρυξαν, όπως και τις πράξεις του, αλλά ο κίνδυνος να εκτελεστεί ενεργοποίησε αντανακλαστικά υπέρ της διάσωσής του. Προσχώρησε στο ΚΚΕ. Απέδρασε και διέφυγε με κινηματογραφικό τρόπο, μετατρέποντας την απόδρασή του μέσα στο Καρναβάλι του 1932 σε ένα κοροϊδευτικό πάθημα για τον ελληνικό αστικό κόσμο. Φεύγοντας με σοβιετικό πλοίο στην Σοβιετική Ένωση, προσπάθησε να καρπωθεί τα κέρδη από τον Σοσιαλιστικό Παράδεισο και να ξεκινήσει μια νέα ζωή ως εργάτης στη Μόσχα. Ωστόσο, ήρθε αντιμέτωπος με το πρόσωπο της αντεπανάστασης και οδηγήθηκε ως σαμποτέρ και εχθρός του σοβιετικού λαού στο άδοξο πεδίο της εκτέλεσης από κομμουνιστικά πυρά. Στην Ελλάδα τα αδέρφια του συνέχισαν την αγωνιστική τους δράση και μαζί με το ΚΚΕ ήταν σίγουροι ότι σκοτώθηκε ένδοξα στον ισπανικό εμφύλιο ενισχύοντας το ηρωικό προφίλ του.

Ο Μιχάλης Μπεζεντάκος ήταν ο αγωνιστής που υμνήθηκε όσο λίγοι κομμουνιστές στην Ελλάδα και η μνήμη του διασώθηκε μέσα από ένα τραγούδι γραμμένο από έναν ελληνορώσο συγκρατούμενό του από την Γεωργία. Το ξεχασμένο τραγούδι και η ιστορία του ανασύρθηκε στη μεταπολίτευση από τον Πάνο Τζαβέλα, έναν μουσικό-τραγουδιστή αγωνιστή της αντίστασης και του εμφυλίου, ο οποίος το ενέταξε οργανικά στη λαϊκοδημοκρατική ιδεολογία της εποχής της αγωνιστικής ανάτασης και του πολιτικού νεολαιίστικου κινήματος.11https://www.youtube.com/watch?v=AqA7AJt3Gro Όμως η μνήμη του στη Ρωσία, αν και αποκαταστάθηκε σχετικά νωρίς, ταυτίζεται με εκείνη του Έλληνα μάρτυρα, θύματος των σταλινικών διώξεων. Η κόρη του έγινε καλόγρια και ήλπιζε ο πατέρας της να κατάλαβε τον εγκληματικό χαρακτήρα του κομμουνισμού μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως ακόμα και σήμερα οι νέοι κομμουνιστές στα διάφορα κουτούκια και συναντήσεις συνεχίζουν να τραγουδούν για την εποχή εκείνη που οι αστοί τρομάξανε.

Τον ερχόμενο Μάρτιο του 1932, στην επέτειο των 90 χρόνων από την απόδραση του Μπεζεντάκου, σχεδιάζεται η έκδοση βιβλίου με συγγραφέα τον υπογράφοντα με θέμα το ιστορικό του φόνου, των συλλήψεων, των αποδράσεων και της πορείας των πρωταγωνιστών στα σκηνικά του Αυγούστου 1931 από τις εκδόσεις Νεφέλη. Τέλος, όπως έχει ήδη αναφερθεί, το περιοδικό και η ομάδα Αρχειομαρξιστικές Μνήμες έχουν αναλάβει ένα συλλογικό εγχείρημα αγοράς, μετάφρασης και δημοσίευσης ντοκουμέντων σχετικά με την υπόθεση Μπεζεντάκου.

*Το κείμενο επιμελήθηκε ο Στέλιος Χρονόπουλος.

Κώστας Παλούκης

Ο Κώστας Παλούκης είναι διδάκτορας νεότερης ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Από το 2003 μέχρι σήμερα έχει συμμετάσχει με δικά του κείμενα σε συλλογικούς τόμους και βιβλία, επιστημονικά και πολιτικά περιοδικά, εφημερίδες και διαδικτυακές σελίδες. Τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αφορούν την ιστορία του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, την ιστορία των λιμένων, κ.ά.

Πηγή: marginalia.gr

Υποσημειώσεις[+]