Donatella Di Cesare

της Ντονατέλλα ντι Τσέζαρε1 Η Donatella Di Cesare (γεν. 1956) διδάσκει θεωρητική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης.

Καθώς ο δεύτερος χρόνος της πλανητικής πανδημίας πλησιάζει στο τέλος του, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε, ανάμεσα στις πολλές ολέθριες συνέπειες της τεράστιας καταστροφής, ένα τραγικό γεγονός που κατακλύζει τη φιλοσοφία. Θα ήθελα να το ονομάσω «υπόθεση Αγκάμπεν», όχι για να αντικειμενοποιήσω τον πρωταγωνιστή, στον οποίο αντιθέτως απευθύνομαι, σαν να του γράφω ένα γράμμα από μακριά2Ο πρωτότυπος τίτλος της δημοσίευσης στα ιταλικά CaroAgamben, oradobbiamosalvareteelafilosofiadaltuocomplottismo σημαίνει: «Αγαπητέ Αγκάμπεν, τώρα πρέπει να σώσουμε εσένα και τη φιλοσοφία από τη συνωμοσιολογία σου». Οι μεταφραστές προτίνησαν τον παραπάνω τίτλο ως πιο σύντομο., αλλά για να τονίσω τη σημασία του.

Ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν -είτε μας αρέσει είτε όχι- ήταν και είναι ο σημαντικότερος φιλόσοφος των τελευταίων δεκαετιών, όχι μόνο στην ευρωπαϊκή, αλλά και στην παγκόσμια σκηνή. Από τις αίθουσες διδασκαλίας των πανεπιστημίων των ΗΠΑ μέχρι τις πιο ακραίες ριζοσπαστικές ομάδες της Λατινικής Αμερικής, το όνομα Αγκάμπεν, κατά κάποιο τρόπο ακόμη και πέρα ​​από τον φιλόσοφο, έχει γίνει το έμβλημα μιας νέας κριτικής σκέψης. Για όλους εμάς από τη γενιά μου, που ζήσαμε τη δεκαετία του εβδομήντα, τα βιβλία του -ξεκινώντας ιδίως από το Homo sacer, Η κυρίαρχη εξουσία και η γυμνή ζωή του 1995- συγκρότησαν τη δυνατότητα όχι μόνο να διερευνήσουμε το ανησυχητικό και αυταρχικό υπόβαθρο του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και να ξεσκεπάσουμε τη νικήτρια και ξεθυμασμένη ψευδοαριστερά, η οποία σήμερα αυτοπροσδιορίζεται ως μετριοπαθής προοδευτισμός: καμία κριτική για την πρόοδο, μια φιλοσοφική αποσκευή που δεν είχε προχωρήσει πέρα από τη δεκαετία του 80, μια πρακτική της πολιτικής που την συρρικνώνει σε διαχειριστική διακυβέρνηση υπό τις επιταγές της οικονομίας. Στον απόηχο των καλύτερων παραδόσεων του εικοστού αιώνα -από τον Φουκώ μέχρι την Άρεντ, από τον Μπένγιαμιν μέχρι τον Χάιντεγκερ- ο Αγκάμπεν μάς πρόσφερε το λεξιλόγιο και το εννοιολογικό ρεπερτόριο για να προσπαθήσουμε να προσανατολιστούμε στο περίπλοκο σενάριο του εικοστού πρώτου αιώνα. Πώς να ξεχάσουμε τις σελίδες για το «στρατόπεδο» το οποίο, μετά το Άουσβιτς, αντί να εξαφανιστεί, εισέρχεται στο πολιτικό τοπίο και γίνεται μέρος του, ή πάλι εκείνες για τη γυμνή ζωή, ιδίως όσων βρίσκονται εκτεθειμένοι χωρίς δικαιώματα, ή για τη μετα-ολοκληρωτική δημοκρατία που διατηρεί ένα σύνδεσμο με το παρελθόν;

Τόσο περισσότερο τραυματικό είναι αυτό που συνέβη. Στο μπλογκ «Una voce» [Μία φωνή], που φιλοξενείται στον ιστότοπο του εκδοτικού οίκου Quodlibet, ο Αγκάμπεν άρχισε να σχολιάζει την έξαρση του κορονοϊού με οιονεί δημοσιογραφικούς όρους. Η πρώτη ανάρτηση στις 26 Φεβρουαρίου 2020 είχε τίτλο «Η εφεύρεση μιας πανδημίας». Σήμερα ακούγεται σαν μια δυσοίωνη προφητεία. Τότε όμως ο Αγκάμπεν δεν ήταν ο μόνος που έτρεφε την αυταπάτη ότι ο Covid-19 ήταν κάτι λιγότερο από μια γρίπη. Δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία και η έκταση του κακού δεν είχε ακόμη αποκαλυφθεί. Μέσα στην απαισιοδοξία μου, που με ωθούσε από τα πρώτα σημάδια να διακρίνω την έλευση μιας νέας εποχής, ένιωσα να περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους που προτιμούσαν να ελαχιστοποιούν ή να αρνούνται τη σημασία της.

Κατά τη διάρκεια του lockdown μάς έπληξαν όλους τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση του ιού, και που ήταν απαραίτητα αλλά ταυτόχρονα προξενούσαν σοκ. Η ζωή κλεισμένη στο σπίτι, παραδομένη στην οθόνη, στερημένη από την παρουσία των άλλων και της πόλεως φαινόταν σχεδόν αφόρητη – μέχρι που ήρθαν στο φως όσα υπέφεραν εκείνοι που, χωρίς ανάσα, πάλευαν για τη ζωή στις εντατικές. Η εικόνα των φορτηγών που μετέφεραν τα φέρετρα στο Μπέργκαμο σήμανε για όλο τον κόσμο το σημείο χωρίς επιστροφή. Ο κυρίαρχος ιός, τον οποίο τα κυριαρχικά [sovranisti] καθεστώτα, από τον Τραμπ μέχρι τον Μπολσονάρο, είτε παρίσταναν ότι αγνοούσαν με τραγικό τρόπο, είτε φαντάζονταν ότι θα τα στρέψουν προς δικούς τους σκοπούς, εκδηλώθηκε με όλη του την τρομερή ισχύ. Η καταστροφή ήταν ακυβέρνητη. Και αποκάλυψε τη μικροπρέπεια και την ακαταλληλότητα της πολιτικής των κλειστών συνόρων. Η Ευρώπη αντέδρασε.

Για τον Αγκάμπεν ήταν καιρός να βγει και να αναγνωρίσει ξεκάθαρα: «Έκανα ένα ερμηνευτικό λάθος, διότι η πανδημία δεν είναι εφεύρεση». Αλλά ο Αγκάμπεν δεν το διόρθωσε ποτέ. Οι αναρτήσεις του διαδέχονταν η μία την άλλη μέχρι τον Ιούλιο του 2020 με το ίδιο ρυθμό. Ενώ η είδηση ​​του αρχόμενου αρνητισμού του διαδιδόταν στο εξωτερικό, εγώ διάβαζα εκείνες τις προβληματικές γραμμές πεπεισμένη ότι ο εφιάλτης θα τελείωνε σύντομα. Αυτό δεν συνέβη. Οι αναρτήσεις έγιναν το υλικό δύο βιβλίων και η «φωνή» του μπλογκ συνέχισε να προφητεύει, φτάνοντας στο χαμηλότερο σημείο με δύο παρεμβάσεις τον Ιούλιο του 2021 -«Πολίτες δεύτερης κατηγορίας» και «Πράσινη κάρτα»- όπου το πράσινο πάσο παραλληλίζεται με το κίτρινο αστέριΈνας παραλληλισμός ανεπίτρεπτος, που αποχαλίνωσε τις χειρότερες εκδοχές αντιεμβολιασμού και τις νομιμοποίησε. Τα υπόλοιπα, μεταξύ αυτών και η «Επιτροπή Αμφιβολίας και Προφύλαξης», είναι πρόσφατη ιστορία.

Η ανησυχία για μια εκτροπή σε ζητήματα ασφάλειας είναι δικαιολογημένη. Η πολιτική του φόβου, η φοβοκρατία [fobocrazia] που κυβερνά και καθυποτάσσει το «εμείς» προκαλώντας αίσθηση απειλής για αυτό που είναι έξω, υποδαυλίζοντας το μίσος για τον άλλον, είναι το σημερινό πολιτικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει τις ανοσοποιημένες δημοκρατίες και προηγείται της πανδημίας. Αυτό το έχουν καταγγείλει με διάφορους τρόπους φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες. Άλλο τόσο σωστό είναι να υποστηρίξουμε ότι το ιταλικό πλαίσιο είναι από αυτή την άποψη ένα πολιτικό εργαστήριο χωρίς προηγούμενο. Ωστόσο, δεν μπορούμε να συγχέουμε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης με την κατάσταση εξαίρεσης. Ένας σεισμός, μια πλημμύρα, μια πανδημία είναι ένα απροσδόκητο γεγονός που πρέπει να αντιμετωπιστεί στην αναγκαιότητά του. Φυσικά, τα σύνορα μεταξύ τους είναι περατά και, γι’ αυτό, έχουμε επίγνωση τόσο για τον κίνδυνο μιας θεσμοθετημένης κατάστασης έκτακτης ανάγκης, όσο και για την απειλή που θέτουν εκείνα τα μέτρα ελέγχου και επιτήρησης που, μόλις καθιερωθούν, υπάρχει κίνδυνος να γίνουν αμετάκλητα. Είναι αλήθεια: δεν υπάρχει κυβέρνηση που να μην μπορεί να εργαλειοποιήσει την πανδημία. Διατηρούμε την καχυποψία, που είναι το άλας της δημοκρατίας.

Giorgio Agamben

Αλλά το παραπάνω βήμα, αυτό της συνωμοσιολογικής εκτροπής, δεν το κάνουμε. Άρα, δεν λέμε ότι η επιδημία του Covid-19 είναι εφεύρεση ή ότι χρησιμοποιείται σκοπίμως ως πρόσχημα, όπως κάνει ο Αγκάμπεν στην αναγγελία του βιβλίου του: «Εάν οι δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο αποφάσισαν να πάρουν ως πρόσχημα μια πανδημία – σε αυτό το σημείο δεν έχει σημασία αν είναι αληθής ή εικονική…». Το να προσωποποιείς την εξουσία, να την κάνεις υποκείμενο προικισμένο σε τέτοιο βαθμό με βούληση, να της αποδίδεις προθέσεις, σημαίνει να υιοθετείς μία θεώρηση συνωμοσιολογική. Και σημαίνει επίσης ότι δεν εξετάζεις το ρόλο της τεχνικής, εκείνου του αδυσώπητου μηχανισμού που, όπως διδάσκει ο Χάιντεγκερ, υποτάσσει όσους φαντάζονται ότι θα τον βάλουν να τους υπηρετήσει. Οι δημιουργοί του σχεδίου μετατρέπονται σε εκτελεστές του. Δεν μπορεί κανείς να μην δει σήμερα την εξουσία μέσα από το πρίσμα αυτής της μηχανής. Ακριβώς ο κυρίαρχος ιός είναι που έδειξε όλα τα όρια μιας εξουσίας που γυρίζει στο κενό, άδικη, βίαιη και όμως ανίσχυρη μπροστά στην καταστροφή, ανίκανη να αντιμετωπίσει την ασθένεια του κόσμου.

Όχι, δεν συντάσσομαι με την απλουστευτική αντισυνωμοτική εκστρατεία εκείνων που, βέβαιοι ότι κατέχουν τη λογική και την αλήθεια, ανάγουν ένα σύνθετο φαινόμενο σε ψυχική κατάρρευση ή σε απλό ψέμα. Με πολύ μεγαλύτερη απογοήτευση διαπιστώνω ότι οι σκοτεινοί υπαινιγμοί του Αγκάμπεν, οι αναφορές του σε «κατασκευή ενός πλασματικού σεναρίου» και για «ολοκληρωτική οργάνωση του σώματος των πολιτών», που παραπέμπουν σε ένα νέο πρότυπο βιοασφάλειας και ένα είδος υγειονομικού τρόμου, δυστυχώς τον εντάσσουν στον αστερισμό της τρέχουσας συνωμοσιολογίας.

Όπως είναι γνωστό ο Αγκάμπεν βρέθηκε να έχει οπαδούς στη δεξιά, αν όχι και στην άκρα δεξιά, αντίθετους στον εμβολιασμό και στα πιστοποιητικά. Κατά καιρούς εξαπέλυε επιθέσεις μέχρι και σε όσους, στην αριστερά, υπερασπίζονταν το σχέδιο εμβολιασμού. Δεν θυμάμαι, όμως, ούτε μία φορά αυτά τα δύο χρόνια να είπε μια λέξη για τις ταραχές στις φυλακές, για τους ηλικιωμένους που αποδεκατίστηκαν στους οίκους ευγηρίας, για τους άστεγους στις πόλεις που εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους, για όσους έμειναν ξαφνικά χωρίς δουλειά, για τους ντελιβεράδες, τους εργάτες γης και τους αόρατους. Θα περίμενα από τον φιλόσοφο που μας έκανε να αναλογιστούμε την «γυμνή ζωή» κάποια αναφορά στους μετανάστες που κακοποιούνται, επαναπροωθούνται, αφήνονται να πεθάνουν στα ευρωπαϊκά σύνορα. Ή ακόμα και κάποια πρωτοβουλία η οποία, με το δικό του κύρος, θα είχε κάποια βαρύτητα. Τίποτε τέτοιο δεν υπήρξε.

Ο στοχαστής αυτός μας έχει αναγκάσει συχνά σε παραπλανητικές εικασίες και κυρίως, υιοθετώντας παράδοξες θέσεις, μας έχει ωθήσει προς τον μέσο όρο και την κοινοτοπία. Σε ό,τι με αφορά, αυτό ίσως είναι μια από τις μεγαλύτερες ζημίες, διότι η φιλοσοφία απαιτεί ριζοσπαστικότητα. Αλλά υπάρχουν και άλλες ζημίες που είναι δύσκολο να εκτιμηθούν – αρχίζοντας από το γεγονός ότι έτσι η φιλοσοφία απαξιώνεται ακόμη περισσότερο. Σε μας τους αγκαμπενικούς, αν επιζήσουμε από αυτό το τραύμα, εναπόκειται να επανεξετάσουμε κατηγορίες, έννοιες, όρους, κάποιοι από τους οποίους –όπως η «κατάσταση εξαίρεσης»- έχουν γίνει πλέον σχεδόν καρικατούρες. Και θα χρειαστεί να σωθεί ο Αγκάμπεν από τον Αγκάμπεν, η κληρονομιά της σκέψης του από αυτό το ολίσθημα. Ούτε μπορούμε να παραβλέψουμε το πολιτικό ζήτημα, αφού εκλείπει κατά τον χειρότερο τρόπο ένα από τα καθοριστικά σημεία αναφοράς για μια αριστερά που δεν παραδίδεται ούτε στον νεοφιλελευθερισμό ούτε στην εκδοχή του μετριοπαθούς προοδευτισμού. Ο δρόμος θα είναι δύσβατος.

Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το NOMADIC UNIVERSALITY

Υποσημειώσεις[+]