της Βίκυς Κανατά

Ο Γιάννης Στεφανάκις γεννήθηκε στην Κρήτη, στο χωριό Γρηγοριά Ηρακλείου. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, χαρακτική, αγιογραφία καθώς και την τέχνη του βιβλίου και τυπογραφία. Το 1989 ξεκίνησε να εκδίδει το εικαστικό περιοδικό “Νέο Επίπεδο” και το 2003 το περιοδικό “Τεχνοπαίγνιο”. Έργα του βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στην Εθνική Πινακοθήκη και σε πολλές δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχει οργανώσει σεμινάρια χαρακτικής και έχει συνεργαστεί με εκδότες, με εκδοτικούς οίκους και λογοτεχνικά περιοδικά. Δίδαξε σχέδιο και χαρακτική στη σχολή ΑΚΤΟ. Είναι μέλος στο επιμελητήριο εικαστικών τεχνών Ελλάδας, στην ένωση Ελλήνων χαρακτών, στο δίκτυο εικαστικών Ηρακλείου, στην εταιρεία Ελλήνων συγγραφέων και ιδρυτικό μέλος στην ECUME (πολιτιστικές ανταλλαγές Mεσογείου) Θεσσαλονίκης.

Ποιος είναι ο ρόλος της τέχνης σήμερα και μάλιστα στην περίοδο βαθειάς κρίσης σε όλα τα επίπεδα που διανύουμε;

«Η τέχνη θα έπρεπε να είναι καθρέφτης της κοινωνίας του σήμερα. Χωρίς όμως να γίνεται διακοσμητική ούτε και σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Θα πρέπει να έχει ένα αντίκρυσμα. Όταν ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τη τέχνη θα πρέπει να μεταφέρεται στην εποχή που δημιουργήθηκε το έργο. Η τέχνη όπως έγραψε και ο Τίτος Πατρίκιος δεν μπορεί να κάνει επανάσταση, μπορεί όμως να συμβάλει σε αυτήν. Δεν ξέρω αν μπορώ να επηρεάσω τα παιδιά να φύγουν από τους υπολογιστές. Τα παιδιά πια, μέσω της τεχνολογίας παίρνουν μόνο την πληροφορία και όχι τη γνώση. Η τέχνη θα έπρεπε να παίζει αυτό το ρόλο αντίστροφα».

Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το περιοδικό “Νέο επίπεδο” που εκδίδεται;

«Θυμάμαι τον εαυτό μου 15χρονών σε ένα τυπογραφείο που δούλευα όταν είχα έρθει στην Αθήνα από το χωριό μου, να ονειρεύομαι να εκδώσω ένα δικό μου περιοδικό ή μια εφημερίδα. Όταν συζήτησα την ιδέα με τον ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο δεν ευδοκίμησε μέχρι που το 1978 συναντήθηκα με το μεγάλο ποιητή Μιχάλη Κατσαρό και μου πρότεινε να βγάλουμε μια εφημερίδα. Ούτε όμως και αυτή η ιδέα προχώρησε μέχρι που ξανασυναντηθήκαμε το 1980 όπου εκεί πια τον ρώτησα εγώ τι θα κάνουμε με το έντυπο και απάντησε θετικά, να το ξεκινήσουμε. Έτσι βρεθήκαμε στην πλατεία Ψυρρή να εκδίδουμε το πρώτο τεύχος. Ήταν μια εφημερίδα ποίησης νέου πνεύματος. Δυστυχώς δεν προχώρησε και σταματήσαμε στο δεύτερο τεύχος, για να συνεχίσουμε πια το 1989 με τη συμπαράσταση και τη βοήθεια της γυναίκας μου και ζωγράφου Μαργαρίτας Βασιλάκου το οποίο συνεχίζει να εκδίδεται μέχρι και σήμερα αλλάζοντας μορφές, σχήματα, χρόνο έκδοσης κ.τ.λ. Μάλιστα, πριν λίγα χρόνια και εν μέσω κρίσης αποφασίσαμε με έναν φίλο ποιητή τον Κώστα Ριζάκη να βγάλουμε το περιοδικό δωρεάν. Ήταν 7 τεύχη με δωρεάν διάθεση. Βέβαια στη συνέχεια το περιοδικό άλλαξε μορφή και έγινε αυτό το εξάπτυχο που κυκλοφορεί τώρα και πάλι δωρεάν, προσπαθώντας να συμβάλω στην αλλαγή νοοτροπίας του κόσμου».

Πώς επιβιώνει σήμερα ένας καλλιτέχνης αφού η τέχνη δεν αποτελεί απαραίτητα μέσω βιοπορισμού;

«Υπάρχουν καλλιτέχνες που κάνουν τέχνη και μάλιστα την τέχνη που τους επιβάλει το σύστημα ή η ίδια η γκαλερί και δημιουργούν μια ζωγραφική που πουλάει. Πρόκειται ουσιαστικά για μια αναπαραστατική ζωγραφική που είναι και το ζητούμενο του κόσμου. Για μένα το να απεικονίσεις αυτό που βλέπεις όπως είναι, δεν αποτελεί δημιουργία αλλά αντιγραφή. Πολλοί αναγκάζονται να το κάνουν για να πουλήσουν τα έργα τους για να ζήσουν. Άλλοι καλλιτέχνες αρνούνται να συμβιβαστούν γιατί κάνουν μια ζωγραφική έρευνας. Ακόμα και ο Van Gogh όταν ζωγράφιζε δεν ήταν κατανοητός στην εποχή του.»

Εσάς τι σας ενέπνευσε ώστε να γίνετε καλλιτέχνης;

«Από μικρός στο χωριό μου ό,τι έπιανα το έκανα παιχνίδι. Έπαιρνα μία κολοκύθα την έκοβα στη μέση και με χορδές από την ουρά του αλόγου την έκανα οργανάκι. Δεν είχα ερεθίσματα από εκθέσεις και βιβλιοθήκες. Αυτό που με είχε εμπνεύσει πολύ ήταν το αναγνωστικό βιβλίο του δημοτικού του Γραμματόπουλου. Τις περισσότερες φορές αντέγραφα και έτσι έμαθα να σχεδιάζω αφού τότε, αυτό ήταν που με ενδιέφερε. Όταν ήρθα στην Αθήνα και έπιασα δουλειά στο τυπογραφείο ενώ παράλληλα παρακολουθούσα και το νυκτερινό σχολείο, είδα σιγά σιγά ότι αυτό άρχισε να με απορροφά περισσότερο. Ξεκίνησα να γράφω στίχους και ποιήματα.»

Τότε ήταν που ξεκινήσατε τη ζωγραφική;

«Ναι. Ένας φίλος μου που ζωγράφιζε και ήταν μακετίστας στο τυπογραφείο με παρότρυνε να πάω στη σχολή Καλών Τεχνών στο τμήμα της τυπογραφίας. Το 1971 με 1973 έδωσα εξετάσεις και άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα γύρω από τη χαρακτική. Έπειτα, αφού γύρισα από φαντάρος, έδωσα εξετάσεις στην Καλών Τεχνών στη ζωγραφική. Σπούδασα χαρακτική, αγιογραφία, ζωγραφική και ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία.»

Πως οργανώνετε την καθημερινότητά σας σε σχέση με την τέχνη και την εργασία;

«Η ζωή ενός καλλιτέχνη, σήμερα ειδικά είναι πολύ δύσκολη. Πριν την κρίση πολλοί καλλιτέχνες πούλαγαν έργα τους σε υπέρογκες τιμές. Εγώ τελειώνοντας την Καλών Τεχνών έφυγα από το τυπογραφείο και βρέθηκα στη σχολή ΑΚΤΟ να διδάσκω για περισσότερα από 30 χρόνια. Αυτό μου έδινε κάποια οικονομική άνεση, όχι βέβαια σαν την άνεση που μου προσέφερε το δικό μου τυπογραφείο, είχα όμως πολύ χρόνο ελεύθερο να αφιερωθώ στη τέχνη μου.»

Θέλετε να μας μιλήσατε για τις τελευταίες σας δουλειές;

«Οι δύο τελευταίες εκθέσεις που έκανα ήταν το 2018. Ήταν μία έκθεση ζωγραφικής στην Ελληνοαμερικανική Ένωση και χαρακτικής στον Tεχνοχώρο στην Ακρόπολη. Είχαν τον κοινό τίτλο “Παλίμψηστο Εννοιών”. Από τον Ιανουάριο μέχρι το Μάιο του 2019 έκανα και μία μεγάλη έκθεση στην Πινακοθήκη Χανίων με το τίτλο “Ουτοπία” που αποτελούνταν από 4 ενότητες αλληλοσυνδεόμενες. Αυτή η έκθεση ξεκινάει από το παράθυρο της εικόνας για να πάει στην κιβωτό, για να συνεχίσει στις εικόνες περιπλάνησης και να καταλήξει στο “Παλίμψηστο Εννοιών”. Όσοι βέβαια γνωρίζουν τη δουλειά μου μπορούν να θυμηθούν αλλά και να δουν πώς αυτά εμπλέκονται αλλά και πώς συνομιλούν το ένα με το άλλο. Πριν την έκθεση “Ουτοπία” είχε ήδη αρχίσει να με προβληματίζει η ενότητα που τώρα ζωγραφίζω, γιατί δεν ζωγραφίζω για να κάνω μια έκθεση αλλά γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Γράφουμε ένα ποίημα και ζωγραφίζουμε τον ίδιο πίνακα σε όλη μας τη ζωή. Πάντα με ενδιέφερε ο άνθρωπος και το περιβάλλον στο οποίο ζει και αυτό με ενδιαφέρει και τώρα. Ο άνθρωπος, η γυμνή φιγούρα μέσα σε έναν αποδομημένο κόσμο και σε ένα όχι κατ’ ανάγκη αστικό τοπίο. Που άλλοτε κοιτά αμήχανος και άλλοτε ψάχνει, αναζητά, βρίσκει τρόπους ανατροπής αυτού του κόσμου. Τώρα κάνω σχέδια ασπρόμαυρα με διάφορα υλικά και κάπου ένα κόκκινο θα έρθει σαν πάθος, σαν έρωτας, αλλά και σαν θυμός. Ένα ελάχιστο κόκκινο που θα αλλάξει τη ροή του μαύρου ή που θα το συμπληρώσει. Αγαπώ τον Ρενουάρ για το πάθος του στο ωραίο, στη χαρά της ζωής. Αλλά προτιμώ τον Γκόγια, τον Πικάσο, τον Μαγιακόφσκι. Είναι αυτοί που αγαπούσαν το ωραίο και γι’ αυτό ήθελαν να γκρεμίσουν την ασκήμια. Επίσης γράφω ένα βιβλίο για την χαρακτική το οποίο θα εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο “Τύρφη” και παράλληλα τελείωσα και 4 δίπτυχα, “Τα Δίπτυχα Των Ποιητών”, πάνω σε ποίηση Ελλήνων ποιητών από τον Όμηρο μέχρι την Κατερίνα Αγγελάκη – Ρούκ τα οποία θα εκτεθούν στον εκθεσιακό χώρο του βιβλιοπωλείου ΜΙΕΤ, όταν με το καλό μας το επιτρέψουν οι συνθήκες. Παράλληλα είναι στο τυπογραφείο ένα βιβλίο μου με Χαϊκού και σχέδια από τις εκδόσεις “ΑΩ”.»

Κλείνοντας θα μας πείτε και δύο λόγια για το πώς βιώνετε την πανδημία του Covid-19 καθώς και τα μέτρα αντιμετώπισής της;

«Ο παγκόσμιος εγκλεισμός, συνέπεια του Covid -19, ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Πέρα από τα θύματα θα φέρει και ανυπολόγιστες ζημιές στις τσέπες κυρίως των φτωχών στρωμάτων του πληθυσμού κάθε χώρας, αλλά και αλλαγές στην εργασία. Η τύχη των καλλιτεχνών δεν ενδιέφερε ποτέ τους κρατούντες, πόσο μάλλον τώρα που θα ισχυριστούν ότι τα ταμεία είναι άδεια. Από την άλλη ο κόσμος δεν θα έχει να ζήσει, άρα ένα βιβλίο, ένα θέαμα, ένα έργο ζωγραφικής θα είναι γι’ αυτόν πολυτέλεια. Άμεσα θα πληγούν και οι ανθρώπινες σχέσεις μέσω της κοινωνικής αποστασιοποίησης, του φόβου και της αποξένωσης ανθρώπου από άνθρωπο.»

*Πηγή φωτογραφιών : Γιάννης Στεφανάκις