Όλο και περισσότερες φωνές συγκλίνουν στο ότι ένα ειδικό ψυχιατρικό κατάστημα για τους ψυχικά πάσχοντες του άρθρου 69 του Π.Κ., θα βάλει τέρμα σε τραγικά γεγονότα σαν αυτά που οδήγησαν στον θάνατο 4 ασθενείς του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (Δαφνί) μέσα στους τελευταίους μήνες. Σε αυτό συγκλίνουν διάφορες φωνές: η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρεία, η Ένωση Νοσηλευτών Ελλάδας, σχεδόν όλη η επιστημονική ψυχιατρική κοινότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στο ΨΝΑ, διάφοροι φορείς, όλο το φάσμα των συντηρητικών πολιτικών και ένα μεγάλο μέρος των λεγόμενων αριστερών.
Να διευκρινίσουμε ότι ο λόγος γίνεται για τους ψυχικά πάσχοντες που έχουν τελέσει σοβαρό αδίκημα και σύμφωνα με το άρθρο 69 του Ποινικού Κώδικα έχουν το ακαταλόγιστο των πράξεών τους, άρα δεν φυλακίζονται αλλά οδηγούνται σε ψυχιατρική κλινική (όχι για θεραπεία αλλά για φύλαξη….). Αυτό ισχύει μέχρι τώρα σε διάφορα τμήματα των ψυχιατρείων. Το καινούριο, που δεν είναι και τόσο καινούριο, ως ”αίτημα” ή ως ανάγκη μπροστά στην ανεπάρκεια του συστήματος, είναι ένα ειδικό ψυχιατρείο γι’ αυτούς ακριβώς τους ασθενείς. Δηλαδή, ένα “ψυχιατρείο φυλακή”, ή μια “φυλακή ψυχιατρείο”, όπου θα μπορούν να φυλάσσονται αυτοί που κρίνονται “επικίνδυνοι”. Αναρωτιέται κανείς τί είναι περισσότερο επικίνδυνο: ένας “δύσκολος” ασθενής ή ένα σύστημα ψυχικής υγείας που στην πιο δύσκολη φάση της ζωής ενός ανθρώπου που νοσεί, απαντά με βία και καταστολή. Αν κρατάς δεμένο έναν άνθρωπο που πάσχει ψυχικά για να μην γίνει επικίνδυνος για τον εαυτό του και τους άλλους τότε τί μπορεί να περιμένεις από αυτόν; Μήπως να σου χαϊδέψει το μάγουλο;
Πέρα από τον προβληματισμό για την δημιουργία του “επικίνδυνου”, τελικά η ίδια η έννοια του ακαταλόγιστου είναι αμφίσημη. Αν κάποιος δεν έχει καταλογισμό των πράξεών του, τότε γιατί να μην έχει την ίδια μεταχείριση με όλους τους άλλους ασθενείς; Κάποιοι έχουν την αυταπάτη ότι η περισσότερη καταστολή και φύλαξη θα σπάσει τον κύκλο της βίας στα ψυχιατρεία. Μήπως υπάρχουν και άλλες σκέψεις για την “αναγκαιότητα” ενός τέτοιου ειδικού μηχανισμού σε καιρούς κρίσης και ακραίας αυταρχικοποίησης της κοινωνίας;
Να θυμίσουμε ότι ένα τέτοιο τμήμα λειτουργούσε στο ΨΝΑ (Δαφνί) παλαιότερα και έκλεισε πριν από χρόνια γιατί θεωρήθηκε απάνθρωπο και αναχρονιστικό. Να ενημερώσουμε επίσης ότι ήδη 90 ασθενείς του άρθρου 69 (οι λεγόμενοι εξηνταεννιάρηδες) νοσηλεύονται στο Δαφνί και 40 περίπου στο Δρομοκαΐτειο σε διάφορες κλινικές και τμήματα μαζί με τους υπόλοιπους ασθενείς. Οι 20 μάλιστα από αυτούς που νοσηλεύονται στο Δαφνί βρίσκονται σε εξωτερικές ψυχιατρικές δομές που βρίσκονται στην κοινότητα. Πρόκειται για τις δομές που άνοιξαν τα τελευταία χρόνια στα πλαίσια της όποιας “ψυχιατρικής μεταρρύθμισης”. Μήπως θα πρέπει και αυτοί να γυρίσουν σε δομές φύλαξης…; Να θυμίσουμε ότι η λειτουργία ειδικών ψυχιατρικών καταστημάτων φύλαξης βασίζεται στη θέση ότι οι διαφορετικοί και εν δυνάμει επικίνδυνοι κλείνονται πίσω από ψηλά τείχη, μακριά από την υγιή κοινωνία. Πάνω σε αυτήν τη θέση λειτούργησαν και άλλα τείχη στο παρελθόν: η Λέρος για τους βαριά ψυχικά πάσχοντες, η Σπιναλόγκα για τους Χανσενικούς (λεπρούς), τα ξερονήσια για τους κομμουνιστές αντιφρονούντες, η Αμυγδαλέζα για μετανάστες, τοξικομανείς, άστεγους και άλλους παρίες. Μήπως για τον ίδιο λόγο δεν φτιάχτηκαν τα Ψυχιατρεία πριν από 100 και κάτι χρόνια; Αργότερα ήρθαν οι όποιες θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Μήπως επίσης έχουμε την αίσθηση ότι ένα τέτοιου τύπου ειδικό ψυχιατρικό κατάστημα θα φτιαχτεί μόνο για τους 90 και 40 (σύνολο 130) εξηνταεννιάρηδες που νοσηλεύονται στο Δαφνί και στο Δρομοκαΐτειο αντίστοιχα; Μήπως θα αποτελέσει τον χώρο όπου θα κλείνονται ενίοτε και άλλοι διαφορετικοί, εν δυνάμει επικίνδυνοι, άστεγοι, αλήτες, τοξικομανείς κ.λπ.; Μήπως τελικά, σε καιρούς κρίσης, αυτή είναι η μόνη απάντηση μιας ψυχιατρικής, που γίνεται όλο και περισσότερο βάρβαρη και απαξιωτική για τον άνθρωπο με ψυχιατρική εμπειρία;
Τα τελευταία χρόνια, οι δομές ψυχικής υγείας, που ήταν έτσι κι αλλιώς ελάχιστες, υπολειτουργούν και τα ψυχιατρικά νοσοκομεία λειτουργούν με ελάχιστο προσωπικό που είναι κουρασμένο και εντατικοποιημένο. Οι τραγικές ελλείψεις σε προσωπικό και η διάψευση του οράματος για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση οδηγούν σε ολοένα και περισσότερο κατασταλτικές πρακτικές στην αντιμετώπιση της ψυχικής νόσου. Η καταστολή, χημική ή μηχανική, φαίνεται σαν η μόνη, φτηνή και βολική λύση για όλα τα “δύσκολα” περιστατικά.
Το κείμενο αυτό δεν επιχειρεί να “κουνήσει το δάχτυλο” στους κακοπληρωμένους και κουρασμένους νοσηλευτές και εργαζόμενους γιατί και οι ίδιοι απαξιώνονται από το ίδιο σύστημα που απαξιώνει τους ασθενείς. Πολλοί από αυτούς δυσκολεύονται να αποδεχθούν ότι ο ρόλος τους δεν είναι θεραπευτικός αλλά φυλακτικός. Έχουμε όλοι ένα μερίδιο ευθύνης στο βαθμό που δεν αμφισβητούμε αυτήν την ψυχιατρική πρακτική, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο και οι γιατροί ίσως περισσότερο αλλά ο στόχος δεν είναι να καταλογιστούν ευθύνες σε κάθε έναν εργαζόμενο αλλά να δούμε αν αυτό μπορεί να αλλάξει από μέσα και σε συμμαχία με την κοινωνία έξω (από τα τείχη του ασύλου).
Δεν είναι μόνο η έλλειψη προσωπικού που έτσι κι αλλιώς είναι δεδομένη, είναι και η έλλειψη του οράματος μιας άλλης κουλτούρας, μιας άλλης πρότασης για την ψυχική υγεία. Σε όσους διατείνονται ότι αυτά είναι ωραία λόγια χωρίς καμιά πρακτική, να θυμίσουμε ότι στο παρελθόν αυτή η άλλη ψυχιατρική έχει δοκιμαστεί και έχει λειτουργήσει. Είναι το παράδειγμα της Τεργέστης στην Ιταλία, της Λέρου, του 9ου ψυχιατρικού τμήματος του ΨΝΑ και διάφορα άλλα παραδείγματα μεμονωμένα (λίγα είναι αλήθεια) εφαρμογής ενός άλλου μοντέλου για την ψυχική υγεία. Για την Λέρο, στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, κινητοποιήθηκε πολύς κόσμος από Ελλάδα και εξωτερικό. Ο κόσμος αυτός πίστεψε και ήθελε και τα κατάφερε να ανοίξει το κολαστήριο και να δουλέψει με τους ανθρώπους που είχαν καταδικαστεί να ζουν στη βαρβαρότητα και το σκοτάδι. Το επαρκές προσωπικό ήταν η αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για να τεθεί εφαρμογή το όλο εγχείρημα. Χωρίς το όραμα μιας άλλης θεραπευτικής απάντησης στην ψυχική υγεία αυτά τα εγχειρήματα δεν θα είχαν συμβεί. Σήμερα στο Δαφνί και σε όλες της υπηρεσίες ψυχικής υγείας της χώρας λείπουν και τα δύο. Τόσο το προσωπικό μα κυρίως το όραμα.
Ωστόσο, το κλειδί για μια αλλαγή βρίσκεται σε αυτούς ακριβώς τους απαξιωμένους λειτουργούς της ψυχικής υγείας που νιώθουν και οι ίδιοι ότι κακοποιούνται από την κυρίαρχη ψυχιατρική πρακτική. Που νιώθουν ότι έχουν μετατραπεί από θεραπευτές σε φύλακες και διαχειριστές του ψυχικού πόνου. Στον βαθμό που αυτή η απαξίωση τους βρίσκει αντίθετους τότε θα συνειδητοποιήσουν ότι δεν βρίσκονται απέναντι αλλά δίπλα στον ασθενή και αυτή θα μπορούσε να είναι η κινητήρια δύναμη για μια αλλαγή στον χώρο της ψυχικής υγείας. Για να ξαναβρούμε το όραμα που χάθηκε στον δρόμο. Για ένα κίνημα των εργαζομένων, των ασθενών και των οικογενειών τους που θα βάλει τέλος σε αυτή τη βαρβαρότητα και θα κλείσει τον κύκλο της βίας.
Μαρία Χλωρού