Οκτώ χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης και της χρεοκοπίας της ελληνικής οικονομίας, η εργατική τάξη βρίσκεται σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο της ταξικής πάλης. Πέντε χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, μετά από μια περίοδο ανάπτυξης μεγάλων κινημάτων και απεργιακών αγώνων, οι εργαζόμενοι και τα κατεστραμμένα από την διαρκή ύφεση λαϊκά στρώματα αποσύρονται -ως ένα βαθμό (η ταξική πάλη δεν σταματά ποτέ)- από τους κοινωνικούς αγώνες, εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε μια αριστερή διακυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην κυβέρνηση ενσωματώνοντας τις λαϊκές προσδοκίες και αυταπάτες χωρίς ωστόσο, να κόψει ποτέ τους ποικίλους δεσμούς του με το κεφάλαιο και τα συμφέροντά του. Προπάντων χωρίς ποτέ να ξεκόψει από την ρεφορμιστική αντίληψη του τρίτου δρόμου, της συνεργασίας των τάξεων, της ειρηνικής συνύπαρξης τραπεζιτών και βιομηχάνων με την εργατική τάξη και τον φτωχό λαό. Η πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υπονομευμένη από την αρχή από τις αντίθετες δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας στο εσωτερικό της, κατέρρευσε μέσα στην ντροπή αμέσως μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.
Λόγω κυρίως της έλλειψης μιας αξιόπιστης λύσης από τα αριστερά ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε ξανά την ψήφο των λαϊκών μαζών και αναδείχτηκε για δεύτερη φορά στην κυβέρνηση. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι κέρδισε και την εμπιστοσύνη τους. Η τελευταία γενική απεργία, με δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους και πάλι στους δρόμους, δείχνει ότι η σπείρα της εξέλιξης της ταξικής πάλης μετατοπίζεται ξανά σε εξωκοινοβουλευτικές λεωφόρους. Οι μετατοπίσεις όμως της ταξικής πάλης σημαίνουν μετατοπίσεις της ταξικής συνείδησης. Σημαίνουν ότι μέσα από διαφορετικές και διαδοχικές προσεγγίσεις η εργατική τάξη αναζητά μια ταξική διέξοδο ή ότι μέσα από διαφορετικές και διαδοχικές προσεγγίσεις αναζητά την πολιτική και ιδεολογική της ανεξαρτησία από την εξουσία και τους μηχανισμούς της. Όμως πολιτική και ιδεολογική ανεξαρτησία σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα από ένα διαφορετικό πρόγραμμα από εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ. Σημαίνει πρώτα από όλα την ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και πράξης που δεν μπορεί να γίνει χωρίς να κερδηθεί με το μέρος της τάξης το κοινωνικό στρώμα της διανόησης που θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη της επαναστατικής κουλτούρας της τάξης. Αυτό είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο η εργατική τάξη διεκδικεί την ηγεμονία του κινήματος ή με άλλα λόγια χτίζει το επαναστατικό της κόμμα.
Από αυτή την άποψη μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι εξελίξεις στο σωματείο μισθωτών τεχνικών. Το κλαδικό Σ.Μ.Τ. έχει 2,5 χιλιάδες μέλη, μηχανικούς και αρχιτέκτονες, που απασχολούνται στις κατασκευές, στις συγκοινωνίες, τις επικοινωνίες, στη βαριά βιομηχανία και την μεταποίηση. Είναι επίσης ένα σωματείο στο οποίο κυριαρχεί απόλυτα η αριστερά και μέχρι πρόσφατα η επαναστατική αριστερά τόσο στην ηγεσία όσο και στη βάση του. Όμως η ιστορία έχει δείξει ότι ένα παραπάτημα, ένα μικρό γλίστρημα προς τα δεξιά της ηγεσίας, μπορεί να μετατοπίσει δεξιά τη βάση σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση. Και οι εξελίξεις στο Σ.Μ.Τ. το φέρνουν όντως μπροστά στον κίνδυνο μιας δεξιάς μετατόπισης που θα έχει σαν συνέπεια να χάσει τον κρίσιμο ρόλο του στους αγώνες της τάξης αλλά και τον αποφασιστικό του χαρακτήρα στα συνδικάτα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ για πρώτη φορά στην κυβέρνηση αλλά κυρίως η επανεκλογή του τον Σεπτέμβρη, ερμηνεύτηκε από τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έχουν την ηγεσία του σωματείου, σαν πολιτική σταθεροποίηση του συστήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά μια από τις εφεδρείες του συστήματος, που υποστηριζόμενος από πολιτικά κόμματα του κεφαλαίου στην βουλή, θα καταφέρει να εξασφαλίσει την εφαρμογή του μνημονίου στο ακέραιο και να θωρακίσει το σύστημα από τα αριστερά για πολλά χρόνια. Έτσι το κεφάλαιο θα καταφέρει σε ένα βάθος χρόνου να ξεπεράσει την οικονομική χρεοκοπία και να βγει ενισχυμένο και μάλιστα απέναντι σε εργαζόμενους χωρίς εργατικά δικαιώματα. Αυτό που μένει να κάνουμε εμείς είναι μια πολιτική άμυνας απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου για να σώσουμε οτιδήποτε μπορεί να σωθεί. Είναι φανερό ότι από την ανάλυση αυτή λείπει η παράμετρος της ταξικής πάλης για να ξεπέσει τελικά σε μια κεντριστική τάση με όλες τις απότομες αριστερές και δεξιές αλλαγές κατεύθυνσης που αυτή συνεπάγεται.
Είναι σε αυτήν τη βάση, σε συνδυασμό με την υποχώρηση του κινήματος, που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αυταπάτες συμμετοχής στο αστικό κοινοβούλιο σε σημείο να προκαλέσουν διάσπαση των συνιστωσών της, που δεν αφήνει ασφαλώς ανέγγιχτο το συνδικαλιστικό κίνημα. Αντίθετα η πολιτική σύγχυση στις κορυφές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μεταφέρεται αυτούσια στους δραστήριους εργαζόμενους των συνδικάτων προκαλώντας σημάδια αποσυσπείρωσης και ως ένα σημείο μιας σχετικής αδρανοποίησης. Η πραγματική κατάσταση δεν εκτιμάται σωστά. Oι δυνατότητες ανάπτυξης ενός νικηφόρου εργατικού κινήματος υποβαθμίζονται. Η οικονομική και πολιτική χρεοκοπία ως καταλύτης αυτής της ανάπτυξης δεν υπάρχει στα μάτια των συνδικαλιστών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όμως χωρίς προετοιμασία, χωρίς σωστή ανάλυση, είναι αδύνατο να προβλέψεις γεγονότα. Και όταν αυτά συμβούν μοιραία βρίσκεσαι στην ουρά τους και αδύναμος να τα καθορίσεις. Η επιτυχία της γενικής απεργίας στους χώρους δουλειάς και οι δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που συμμετείχαν στα συλλαλητήρια ήταν απλά ευχάριστη έκπληξη όπως και η ακόμη μεγαλύτερη συμμετοχή στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Οι σύντροφοι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κατανοούν και δεν αποδέχονται την εσωτερική λογική της ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Δεν κατανοούν τους νόμους και την ανεξαρτησία της έξω από μέτρα και σταθμά κοινής λογικής.
Στις αρχές Δεκέμβρη θα γίνουν οι εκλογές για την ανάδειξη του νέου διοικητικού συμβουλίου του σωματείου. Σε αυτές τις εκλογές οι σύντροφοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ -και εμείς μαζί τους με ό,τι δυνάμεις έχουμε- κατεβαίνουν έχοντας ήδη χάσει από την ΕΣΑΚ την εκλογοαπολογιστική συνέλευση. Η ΕΣΑΚ δεν έχει να παρουσιάσει κάτι καινούργιο στο πρόγραμμα ή την δράση της. Η “σταθερότητά” της θυμίζει περισσότερο ένα βαλσαμωμένο οργανισμό παρά μια δραστήρια συνδικαλιστική παράταξη. Το πρόβλημα είναι στην πολιτική σύγχυση του δικού μας σχήματος. Σύγχυση που δείχνει αυτήν τη στιγμή να το εμποδίζει να ξεπεράσει ακόμη και τους βαλσαμωμένους της ΕΣΑΚ, με συνέπεια τον κίνδυνο να χάσει το σωματείο την ζωντάνια και τον αποφασιστικό και ιδιαίτερο ρόλο του για το εργατικό κίνημα.
Τ.Α.