Ο Τρότσκι έγραψε το κείμενο που ακολουθεί σχεδόν 80 χρόνια πριν, στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν μια δράκα ανθρώπων, πηγαίνοντας ενάντια στο ρεύμα, πάλευαν με τα πενιχρά μέσα που είχαν στη διάθεσή τους να κρατήσουν ψηλά τη σημαία του Επαναστατικού Μαρξισμού, παρ’ όλο το μένος της αστικής, φασιστικής και σταλινικής αντίδρασης, που τους κυνηγούσαν, τους δολοφονούσαν και πάσχιζαν να τους εξοντώσουν. Τόσα χρόνια μετά πολλά έχουν αλλάξει, ωστόσο η ιστορική κρίση του καπιταλισμού, οι πολλαπλές απειλές πολέμου που αυτή γεννάει, η απειλή της ακροδεξιάς και του φασισμού, αλλά και το έλλειμα θεωρητικού και πολιτικού προσανατολισμού μέσα στην ίδια την Αριστερά, καθιστούν αυτό το κείμενο ιδιαιτέρως επίκαιρο. Η πρωτοβουλία για τη μετάφραση του κειμένου είναι μια μικρή συνεισφορά στους αγώνες που έχουμε μπροστά μας.
Σάββας Στρούμπος
ΛΕΟΝ ΤΡΟΤΣΚΙ
“Ο ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ Ο ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ”1
“Συμβαίνει πάντοτε στην ιστορία”, έγραφε ο Λένιν το 1916, “μετά τον θάνατο ηγετών της επανάστασης, που είναι δημοφιλείς στις μάζες των καταπιεσμένων, οι εχθροί τους να προσπαθούν να καπηλευτούν τα ονόματά τους για να εξαπατήσουν τις καταπιεσμένες τάξεις”. Με κανέναν η ιστορία δεν εκτέλεσε αυτή τη λειτουργία τόσο σκληρά όσο με τον ίδιο τον Λένιν. Το παρόν επίσημο δόγμα του Κρεμλίνου και οι πολιτικές της Κομιντέρν σχετικά με το ζήτημα του ιμπεριαλισμού και του πολέμου, καταπατούν όλα τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ο Λένιν και σύμφωνα με τα οποία οδήγησε το κόμμα από το 1914 ως το 1918.
Με το ξέσπασμα του πολέμου τον Αύγουστο του 1914, το πρώτο ερώτημα που προέκυψε ήταν το ακόλουθο: Πρέπει οι σοσιαλιστές των ιμπεριαλιστικών χωρών να υιοθετήσουν το σύνθημα της “υπεράσπισης της πατρίδας”; Δεν έμπαινε ζήτημα για το αν θα έπρεπε οι σοσιαλιστές ως άτομα να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις – σ’ αυτό δεν υπήρχε εναλλακτική· η λιποταξία δεν είναι επαναστατική πολιτική. Το ζήτημα ήταν: Έπρεπε τα σοσιαλιστικά κόμματα να υπερασπιστούν πολιτικά τον πόλεμο; Να ψηφίσουν υπέρ του προϋπολογισμού για πολεμικούς εξοπλισμούς; Να αποκηρύξουν την πάλη εναντίον των κυβερνήσεών τους και να ανακινήσουν το ζήτημα της “υπεράσπισης της πατρίδας”; Η απάντηση του Λένιν ήταν Όχι! Το κόμμα δεν πρέπει να κάνει κάτι τέτοιο, δεν έχει το δικαίωμα να το κάνει, όχι επειδή πρόκειται γενικά για πόλεμο, αλλά γιατί πρόκειται για αντιδραστικό πόλεμο, για ένα σκυλοκαυγά μεταξύ δουλοκτητών για το ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Η διαμόρφωση των εθνών κρατών στην Ευρωπαϊκή ήπειρο κατέλαβε μια ολόκληρη εποχή, η οποία ξεκίνησε περίπου με τη Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση και ολοκληρώθηκε με τον Γαλλο – Πρωσικό Πόλεμο του 1870-71. Κατά τη διάρκεια αυτών των δραματικών δεκαετιών, οι πόλεμοι είχαν κυρίως εθνικό χαρακτήρα. Ο πόλεμος που διεξάγονταν εκείνη την περίοδο για τη δημιουργία ή την υπεράσπιση των εθνών κρατών, των αναγκαίων για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και του ίδιου του πολιτισμού, ιστορικά είχε ένα βαθιά προοδευτικό χαρακτήρα. Οι επαναστάτες όχι μόνο μπορούσαν, αλλά ήταν υποχρεωμένοι να υποστηρίζουν πολιτικά τους εθνικούς πολέμους.
Από το 1871 ως το 1914 ο Ευρωπαϊκός καπιταλισμός, με την ίδρυση των εθνών κρατών, όχι μόνο άνθισε, αλλά ξεπέρασε και τον εαυτό του, καθώς μετασχηματίστηκε σε μονοπωλιακό ή ιμπεριαλιστικό καπιταλισμό. “Ιμπεριαλισμός είναι αυτό το στάδιο του καπιταλισμού, που έχοντας εκπληρώσει κάθε του προοδευτική λειτουργία, αρχίζει να παρακμάζει”. Η αιτία της παρακμής βρίσκεται στο ότι οι παραγωγικές δυνάμεις είναι δεμένες με τα δεσμά της ατομικής ιδιοκτησίας, όπως και με τα σύνορα του έθνους κράτους. Ο ιμπεριαλισμός ζητάει να μοιράσει και να ξαναμοιράσει τον κόσμο. Στη θέση των εθνικών έρχονται οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι. Είναι απολύτως αντιδραστικοί πόλεμοι, έκφραση του αδιεξόδου, της στασιμότητας και της αποσύνθεσης του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος παραμένει εξαιρετικά ετερογενής. Ο καταπιεστικός ιμπεριαλισμός των αναπτυγμένων εθνών μπορεί να υπάρχει μόνον επειδή παραμένουν στον πλανήτη καθυστερημένα έθνη, καταπιεσμένες εθνότητες, αποικιακές ή ημι-αποικιακές χώρες. Ο αγώνας των καταπιεσμένων λαών για εθνική ενότητα και εθνική ανεξαρτησία είναι διπλά προοδευτικός γιατί, από τη μία πλευρά, δημιουργεί πιο ιδανικές συνθήκες για τη δική τους ανάπτυξη και από την άλλη καταφέρνει χτυπήματα στον ιμπεριαλισμό. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που στη μάχη ανάμεσα σε μια πολιτισμένη, ιμπεριαλιστική, αστική δημοκρατία και σε μια καθυστερημένη, βαρβαρική μοναρχία μιας αποικιακής χώρας, οι σοσιαλιστές είναι πλήρως με το μέρος της καταπιεσμένης χώρας, παρά τη μοναρχία της και εναντίον της χώρας – καταπιεστή, παρά τη “δημοκρατία” της.
Ο ιμπεριαλισμός καμουφλάρει τους ιδιαίτερους σκοπούς του –κατάκτηση αποικιών, αγορών, πηγών πρώτων υλών, σφαιρών επιρροής– με ιδέες όπως “εξασφάλιση της ειρήνης εναντίον των εισβολέων”, “υπεράσπιση της πατρίδας”, “υπεράσπιση της δημοκρατίας” κ.λπ. Αυτές οι ιδέες είναι ψεύτικες από όλες τις απόψεις. Καθήκον κάθε σοσιαλιστή είναι να μην τις υποστηρίζει αλλά, αντίθετα, να τις αποκαλύπτει μπροστά στο λαό. “Το ζήτημα ποια ομάδα κατάφερε το πρώτο πολεμικό χτύπημα ή ποιός κήρυξε πρώτος τον πόλεμο”, έγραφε ο Λένιν τον Μάρτιο του 1915, “δεν παίζει κανένα ρόλο στο σχεδιασμό της τακτικής των σοσιαλιστών. Φράσεις σχετικές με την υπεράσπιση της πατρίδας, την απόκρουση μιας εχθρικής εισβολής, τη διεξαγωγή αμυντικού πολέμου κ.λπ., είναι κι από τις δύο πλευρές μια πλήρης εξαπάτηση των λαών”. “Για δεκαετίες”, εξηγούσε ο Λένιν, “τρεις ληστές (η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας) εξοπλίζονταν για να λεηλατήσουν τη Γερμανία. Αποτελεί έκπληξη ότι οι δύο ληστές (Γερμανία και Αυστρο – Ουγγαρία) εξαπέλυσαν επίθεση εναντίον των τριών ληστών, πριν αυτοί προλάβουν να προμηθευτούν τα νέα μαχαίρια που είχαν παραγγείλει;”.
Το αντικειμενικό ιστορικό νόημα του πολέμου είναι αποφασιστικής σημασίας για το προλεταριάτο: Ποιά τάξη διεξάγει τον πόλεμο; Και για ποιό λόγο; Αυτό είναι το αποφασιστικό ερώτημα και όχι τα διπλωματικά τεχνάσματα και μάλιστα, με τρόπους τέτοιους ώστε ο εχθρός να προβάλλεται στο λαό ως εισβολέας. Το ίδιο κάλπικες είναι και οι αναφορές των ιμπεριαλιστών στα συνθήματα περί δημοκρατίας και πολιτισμού. “…Η Γερμανική μπουρζουαζία… εξαπατά την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες, υποσχόμενη ότι ο πόλεμος διεξάγεται για την… ελευθερία και τον πολιτισμό, για την απελευθέρωση των λαών από τον τσαρισμό. Η Αγγλική και Γαλλική μπουρζουαζία… εξαπατούν την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες, υποσχόμενες ότι διεξάγουν πόλεμο… ενάντια στο Γερμανικό μιλιταρισμό και δεσποτισμό”. Ένα πολιτικό εποικοδόμημα του ενός ή του άλλου είδους δεν μπορεί να αλλάξει τα αντιδραστικά οικονομικά θεμέλια του ιμπεριαλισμού. Αντιθέτως, το εποικοδόμημα υποτάσσεται σε αυτά τα θεμέλια. “Στις μέρες μας… είναι γελοίο ακόμα και το να σκεφτόμαστε μια προοδευτική αστική τάξη, ένα προοδευτικό κίνημα της μπουρζουαζίας. Κάθε μορφή αστικής “δημοκρατίας”… είναι πλέον αντιδραστική”. Αυτή η εκτίμηση της ιμπεριαλιστικής “δημοκρατίας” αποτελεί το θεμέλιο λίθο ολόκληρου του Λενινιστικού σκεπτικού.
Εφόσον ο πόλεμος διεξάγεται και από τα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα όχι για τη υπεράσπιση της πατρίδας ή για τη δημοκρατία, αλλά για το ξαναμοίρασμα του κόσμου και την αποικιακή σκλαβιά, ένας σοσιαλιστής δεν έχει δικαίωμα να προτιμά το ένα ληστρικό στρατόπεδο έναντι του άλλου. Απολύτως μάταιη είναι κάθε προσπάθεια “να αποφασιστεί από τη σκοπιά του διεθνούς προλεταριάτου, αν η ήττα της μίας από τις δύο εμπόλεμες ομάδες εθνών θα είναι το μικρότερο κακό για το σοσιαλισμό”. Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου του 1914, ο Λένιν ήδη χαρακτήριζε το περιεχόμενο του πολέμου για καθένα από τα ιμπεριαλιστικά κράτη και για όλες τις ομαδοποιήσεις, με τον ακόλουθο τρόπο: “Η μάχη για τις αγορές και τη λεηλασία ξένης γης, η προθυμία να αποκεφαλιστεί το επαναστατικό κίνημα του προλεταριάτου και να συντριβεί η δημοκρατία σε κάθε χώρα, η ανάγκη να εξαπατηθεί, να διαχωριστεί και να συντριβεί το προλεταριάτο όλων των χωρών,να στραφούν οι μισθωτοί σκλάβοι του ενός έθνους απέναντι στους μισθωτούς σκλάβους του άλλου έθνους για τα κέρδη της αστικής τάξης – αυτό είναι το μόνο πραγματικό περιεχόμενο και νόημα του πολέμου”. Πόσο μακριά είναι όλα αυτά από το τρέχον δόγμα των Στάλιν, Δημητρόφ και Σια;
Η πολιτική της “εθνικής ενότητας” κατά τη διάρκεια του πολέμου σημαίνει, ακόμα περισσότερο κι από τις ειρηνικές περιόδους, στήριξη της αντίδρασης και διατήρηση της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας. Η άρνηση αυτής της στήριξης -θεμελιώδες καθήκον για ένα σοσιαλιστή- είναι ωστόσο η αρνητική ή η παθητική πλευρά του διεθνισμού. Από μόνη της δεν είναι αρκετή. Το ζήτημα για το κόμμα του προλεταριάτου είναι “η περιεκτική προπαγάνδα, τόσο στο στράτευμα όσο και στο θέατρο του πολέμου, για τη σοσιαλιστική επανάσταση και την ανάγκη να στρέψουμε τα όπλα όχι προς τους αδερφούς μας, τους μισθωτούς σκλάβους άλλων χωρών, αλλά ενάντια στις αντιδραστικές αστικές κυβερνήσεις και τα κόμματά τους σε όλες τις χώρες. Υπάρχει απόλυτη ανάγκη οργάνωσης παράνομων πυρήνων και ομάδων στα στρατεύματα όλων των χωρών, που θα φέρουν σε πέρας αυτή την προπαγάνδα σε όλες τις γλώσσες. Ο αγώνας ενάντια στο σωβινισμό και τον “πατριωτισμό” των φιλισταίων και των αστών σε όλες τις χώρες χωρίς εξαίρεση, πρέπει να είναι αμείλικτος”.
Αλλά ο επαναστατικός αγώνας σε περίοδο πολέμου μπορεί να οδηγήσει στην ήττα της δικιάς μας κυβέρνησης. Αυτό το συμπέρασμα δεν φόβιζε τον Λένιν. “Σε κάθε χώρα, η πάλη ενάντια στην εκάστοτε κυβέρνηση που διεξάγει ιμπεριαλιστικό πόλεμο πρέπει να συμπεριλαμβάνει την επαναστατική προπαγάνδα για την ήττα αυτής της χώρας”. Αυτή ακριβώς είναι η γραμμή της λεγόμενης θεωρίας του “ντεφετισμού”. Αδίστακτοι εχθροί έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν αυτή τη θεωρία με τέτοιο τρόπο ώστε να σημαίνει ότι ο Λένιν ενέκρινε τη συνεργασία με τον ξένο ιμπεριαλισμό με σκοπό την ήττα της εθνικής αντίδρασης. Στην πραγματικότητα, όμως, μιλούσε για ταυτόχρονο αγώνα των εργαζομένων κάθε χώρας ενάντια στο δικό τους ιμπεριαλισμό, ως τον πρωταρχικό και πιο άμεσο εχθρό τους. “Για μας τους Ρώσους, υπό το πρίσμα των εργαζόμενων μαζών και της εργατικής τάξης της Ρωσίας”, έγραφε ο Λένιν στον Σλιάπνικοφ τον Οκτώβριο του 19142, “δεν μπορεί να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία –δεν μπορεί να υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία σε κανένα επίπεδο– ότι το μικρότερο κακό θα ήταν η ήττα του τσαρισμού εδώ και τώρα, χωρίς καθυστέρηση, στον παρόντα πόλεμο”.
Είναι αδύνατον να παλέψεις ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αναστενάζοντας για ειρήνη με τον τρόπο των πασιφιστών. “Ένας από τους τρόπους εξαπάτησης της εργατικής τάξης είναι ο πασιφισμός και η αφηρημένη προπαγάνδα περί ειρήνης. Υπό συνθήκες καπιταλισμού και ειδικά στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, οι πόλεμοι είναι αναπόφευκτοι”. Μια ειρήνη διαμορφωμένη από τους ιμπεριαλιστές, θα μας έδινε μονάχα μια ανάσα πριν έναν επόμενο πόλεμο. Μόνο η επαναστατική μαζική πάλη ενάντια στον πόλεμο και ενάντια στον ιμπεριαλισμό που γεννά τον πόλεμο, μπορεί να εξασφαλίσει μια σίγουρη ειρήνη. “Χωρίς έναν αριθμό επαναστάσεων η επονομαζόμενη δημοκρατική ειρήνη είναι μια μικροαστική ουτοπία”.
Η πάλη ενάντια στις υπνωτικές και κατασταλτικές ψευδαισθήσεις των πασιφιστών είναι ένα από τα σημαντικότερα σημεία της διδασκαλίας του Λένιν, ο οποίος απέρριπτε με ιδιαίτερη εχθρότητα το αίτημα για “αφοπλισμό, ως ουτοπικό σε συνθήκες καπιταλισμού”.
“Η καταπιεσμένη τάξη που δεν προσπαθεί να μάθει πώς να χρησιμοποιεί τα όπλα και πώς να τα έχει στην κατοχή της – μια τέτοια καταπιεσμένη τάξη θα της άξιζε να τη μεταχειρίζονται ως σκλαβωμένη”. Και παρακάτω. “Το σύνθημά μας πρέπει να είναι: Ο εξοπλισμός του προλεταριάτου, με σκοπό να νικήσει, να απαλλοτριώσει και να αφοπλίσει την μπουρζουαζία… Μόνον εφόσον το προλεταριάτο έχει αφοπλίσει την μπουρζουαζία μπορεί να πετάξει τα όπλα του για παλιοσίδερα, χωρίς να προδίδει την παγκόσμια, ιστορική του αποστολή”. Το παραπάνω οδηγεί στο συμπέρασμα που βγάζει ο Λένιν σε πολλά από τα άρθρα του: “Το σύνθημα “ειρήνη” είναι λανθασμένο. Το σύνθημα πρέπει να είναι η μετατροπή του εθνικού πολέμου σε εμφύλιο”.
Τα περισσότερα εργατικά κόμματα στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού κατέληξαν στο πλευρό της αξιοσέβαστης αστικής τους τάξης κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ο Λένιν ονόμασε αυτή την τάση σοσιαλ-σωβινισμό: σοσιαλισμός στα λόγια, σωβινισμός στην πράξη. Η προδοσία του διεθνισμού δεν έπεσε από τους ουρανούς, αλλά ήρθε ως αναπόφευκτη συνέχεια και εξέλιξη των πολιτικών της ρεφορμιστικής προσαρμογής. “Το ιδεολογικο-πολιτικό περιεχόμενο του οπορτουνισμού και του σοσιαλ-σωβινισμού είναι ένα και το αυτό: ταξική συνεργασία αντί για ταξική πάλη, υποστήριξη της εκάστοτε κυβέρνησης όταν βρίσκεται σε δύσκολη θέση αντί για χρησιμοποίηση αυτών των δυσκολιών προς όφελος της επανάστασης”.
Η περίοδος της καπιταλιστικής ευημερίας που προηγήθηκε του τελευταίου πολέμου -από το 1909 ως το 1913- έδεσε τα ανώτερα στρώματα του προλεταριάτου πολύ στενά με τον ιμπεριαλισμό. Από τα υπερκέρδη που κέρδιζε η ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία από τις αποικίες και τις καθυστερημένες χώρες γενικά, πλούσιοι καρποί έπεφταν προς το μέρος της εργατικής αριστοκρατίας και γραφειοκρατίας. Κατά συνέπεια, ο πατριωτισμός τους προερχόταν από τα άμεσα συμφέροντά τους προς τις πολιτικές του ιμπεριαλισμού. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο οποίος απογύμνωσε όλες τις κοινωνικές σχέσεις, “οι οπορτουνιστές και οι σωβινιστές απέκτησαν τεράστια δύναμη λόγω της σύνδεσής τους με τη μπουρζουαζία, με την κυβέρνηση και το προσωπικό τους”.
Η διάμεση και ενδεχομένως η ευρύτερη τάση στο σοσιαλισμό είναι το λεγόμενο κέντρο (ο Κάουτσκυ και οι λοιποί). Κατά τη διάρκεια της ειρήνης οι εκπρόσωποί του ταλαντεύονταν μεταξύ ρεφορμισμού και Μαρξισμού, κι ενώ συνέχιζαν να καλύπτουν τους εαυτούς τους με ευρείες ειρηνευτικές φράσεις, μετατράπηκαν σχεδόν χωρίς εξαίρεση σε έγκλειστους του σοσιαλ-σωβινισμού. Σε ό,τι αφορά τις μάζες, βρέθηκαν απροετοίμαστες και εξαπατήθηκαν από τα όργανα που οι ίδιες είχαν δημιουργήσει εδώ και δεκαετίες. Δίνοντας μια κοινωνιολογική και πολιτική εκτίμηση της εργατικής αριστοκρατίας της 2ης Διεθνούς, ο Λένιν δεν σταμάτησε στα μισά του δρόμου. “Η ενότητα με τους οπορτουνιστές είναι συμμαχία των εργατών με τη “δική τους” ντόπια μπουρζουαζία, κάτι που δημιουργεί ένα σχίσμα στις τάξεις της διεθνούς επαναστατικής εργατικής τάξης”. Από εδώ εξάγεται και το συμπέρασμα ότι οι διεθνιστές πρέπει να σπάσουν κάθε δεσμό με τους σοσιαλ-σωβινιστές. “Είναι αδύνατον να εκπληρώσουμε τα καθήκοντα του σοσιαλισμού στο παρόν, είναι αδύνατον να δημιουργήσουμε μια γνήσια διεθνιστική ένωση των εργατών, χωρίς να σπάσουμε αποφασιστικά τους δεσμούς μας με τον οπορτουνισμό…”, όπως επίσης και με τον κεντρισμό, “αυτή την αστική τάση μέσα στο σοσιαλισμό”. Το ίδιο το όνομα του κόμματος πρέπει να αλλάξει. “Δεν είναι καλύτερα να αφήσουμε στην άκρη το όνομα “Σοσιαλδημοκράτες”, που έχει κηλιδωθεί κι εξευτελιστεί και να επιστρέψουμε στο παλιό Μαρξιστικό όνομα “Κομμουνιστές”; Είναι καιρός να σπάσουμε με τη 2η Διεθνή και να χτίσουμε την 3η”.
*****
Τι έχει αλλάξει στα είκοσι αλλόκοτα χρόνια που πέρασαν στο μεταξύ; Ο ιμπεριαλισμός έχει υιοθετήσει έναν ακόμα πιο βίαιο και καταπιεστικό χαρακτήρα. Η πιο συνεπής του έκφραση είναι ο φασισμός. Οι ιμπεριαλιστικές δημοκρατίες έχουν πέσει πολλά σκαλιά κάτω και εμπλέκονται με τον φασισμό φυσικά και οργανικά. Η αποικιακή καταπίεση γίνεται όλο και πιο πολύ αφόρητη, όσο πιο οξεία είναι η αφύπνιση, αλλά και η επιθυμία των καταπιεσμένων εθνοτήτων για εθνική ανεξαρτησία. Με άλλα λόγια, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που ενυπήρχαν στο θεμέλιο της θεωρίας του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό, έχουν πλέον αποκτήσει μια πολύ πιο έντονη και καθαρή μορφή.
Οι κομμουνιστο-σωβινιστές αναφέρονται στην ύπαρξη της ΕΣΣΔ, η οποία υποτίθεται ότι εισάγει μια πλήρη ανατροπή στις πολιτικές του διεθνούς προλεταριάτου. Απέναντι σε αυτό, κάποιος μπορεί συνοπτικά να απαντήσει: Πριν τη δημιουργία της ΕΣΣΔ, υπήρχαν καταπιεζόμενα έθνη, αποικίες κ.λπ., ο αγώνας των οποίων επίσης απαιτούσε υποστήριξη. Αν επαναστατικά και προοδευτικά κινήματα πέρα από τα σύνορα μιας χώρας μπορούσαν να υποστηριχθούν με τη στήριξη της ντόπιας μπουρζουαζίας αυτής της χώρας, τότε η πολιτική του σοσιαλ-πατριωτισμού θα ήταν σωστή από άποψη αρχών. Τότε δεν θα υπήρχε λόγος για την ίδρυση της 3ης Διεθνούς. Αυτή είναι η μία όψη του ζητήματος, υπάρχει κι άλλη μία. Η ΕΣΣΔ υπάρχει πλέον εδώ και εικοσιδύο χρόνια. Για δεκαεπτά χρόνια οι αρχές του Λένιν παρέμεναν ενεργές. Οι κομμουνιστο-σωβινιστικές πολιτικές σχηματίστηκαν εδώ και τέσσερα – πέντε χρόνια. Το επιχείρημα, λοιπόν, για την ύπαρξη της ΕΣΣΔ είναι ένα σαθρό επιχείρημα.
Αν πριν ένα τέταρτο του αιώνα, ο Λένιν χαρακτήρισε ως σοσιαλ-σωβινισμό και ως προδοσία του σοσιαλισμού τη φυγή σοσιαλιστών προς τη μεριά του εθνικιστικού τους ιμπεριαλισμού, με το πρόσχημα της υπεράσπισης του πολιτισμού και της δημοκρατίας, τότε, υπό την οπτική των αρχών του Λένιν, η ίδια πολιτική σήμερα είναι ακόμα πιο εγκληματική. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς πώς θα χαρακτήριζε ο Λένιν τους σημερινούς ηγέτες της Κομιντέρν, που έχουν αναβιώσει όλες τις σοφιστείες της 2ης Διεθνούς, υπό συνθήκες μιας ακόμα πιο βαθιάς αποσύνθεσης του καπιταλιστικού πολιτισμού.
Υπάρχει ένα ολέθριο παράδοξο σε όλο αυτό: Οι άθλιοι επίγονοι της Κομιντέρν, που έχουν μετατρέψει τη σημαία της σε ένα βρώμικο πανί για να σκουπίζουν τα ίχνη της ολιγαρχίας του Κρεμλίνου, αποκαλούν “αποστάτες” όσους έχουν παραμείνει πιστοί στη διδασκαλία του ιδρυτή της Κομμουνιστικής διεθνούς. Ο Λένιν είχε δίκιο: Οι άρχουσες τάξεις όχι μόνο εκτελούν τους μεγάλους επαναστάτες κατά τη διάρκεια της ζωής τους, αλλά και παίρνουν εκδίκηση μετά το θάνατό τους με μέτρα ακόμα πιο εκλεπτυσμένα, προσπαθώντας να τους μετατρέψουν σε είδωλα, σκοπός των οποίων είναι να διατηρούν τον “νόμο και την τάξη”. Κανένας, βέβαια, δεν υποχρεούται να πορεύεται με γνώμονα τη διδασκαλία του Λένιν. Αλλά εμείς, οι μαθητές του, δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να γελοιοποιήσει αυτή τη διδασκαλία και να τη μετατρέψει στο ακριβώς αντίθετο της!
Μετάφραση: Σάββας Στρούμπος
1Το κείμενο αυτό γράφτηκε από τον Λέον Τρότσκι στις 30 Δεκεμβρίου 1938, κατά τη διάρκεια της εξορίας του στο Κογιοακάν του Μεξικού. Βρίσκεται στην έκδοση των Γραπτών του Τρότσκι της περιόδου 1938-39: LeonTrotsky, Writings, 1938-39, pg 189-195, publ. Pathfinder, 2004.
2Αλεξάντερ Σλιάπνικοφ (1883 – 193?), παλιός Μπολσεβίκος, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής από το 1915. Υπήρξε ο πρώτος κομισσάριος εργασίας της Σοβιετικής κυβέρνησης. Ηγέτης της Εργατικής Αντιπολίτευσης, συνδικαλιστικής τάσης εντός του Μπολσεβίκικου Κόμματος, που αντιτάχθηκε στην Νέα Οικονομική Πολιτική και καλούσε να δοθεί κρατική εξουσία στα συνδικάτα. Διαγράφτηκε από το Κόμμα, επανήλθε και διαγράφτηκε οριστικά το 1927.