ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ;

 

 

 

Μια απόπειρα επαναστατικής απάντησης

Στις 12 Ιούνη, βρέθηκε στην Αθήνα, ο Ευκλείδης Αντρέ Μανσέ, φιλόσοφος και θεωρητικός της αλληλέγγυας οικονομίας και της φιλοσοφίας της απελευθέρωσης. Σκοπός της επίσκεψής του ήταν η παρουσίαση των δικτυώσεων στην Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία. Διοργανωτές, ήταν η «Αλληλεγγύη για όλους», η Εφημερίδα των Συντακτών, η «Πρωτοβουλία για ένα χώρο διαλόγου για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία», το «Συν άλλοις» και άλλες συνεταιριστικές προσπάθειες. Το ζήτημα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, μια που σε όλο τον κόσμο, και στην Ελλάδα, αναπτύσσονται δίκτυα αλληλοβοήθειας και αλληλέγγυας οικονομίας, για την ανακούφιση από τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης. Γύρω από αυτές τις προσπάθειες αναπτύσσεται μια ευρύτατη πολιτική και θεωρητική συζήτηση, που παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Ο Μανσέ επιχειρεί να δώσει στις προσπάθειες αυτές φυσιογνωμία μοντέλου κοινωνικής λειτουργίας, ως βάση για το «πέρασμα σε μια μετακαπιταλιστική κοινωνία».

Σκοπός της αλληλέγγυας οικονομίας λοιπόν, είναι να «οικοδομηθεί μια νέα κοινωνία, οικολογικά βιώσιμη, οικονομικά δίκαιη, πολιτικά δημοκρατική, που ανασχηματίζεται βήμα βήμα βασισμένη στον διαπολιτισμικό διάλογο.». Η αλληλέγγυα οικονομία ταυτόχρονα, «προχωρεί στο μετασχηματισμό του κράτους, καταργώντας τους μηχανισμούς ταξικής κυριαρχίας του και οικοδομώντας έναν κοινωνικό οργανισμό ο οποίος εγγυάται τη δημοκρατία και εξασφαλίζει ατομικές και συλλογικές ελευθερίες που ασκούνται ηθικά». Η βασική ηθική αρχή είναι ότι η υλοποίηση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, «διασφαλίζεται για όλους με ισότιμο τρόπο για την προώθηση του ευ ζην».

Η αλληλέγγυα οικονομία έχει τους τόπους της στο παρόν. «Στην περίπτωση του Εκουαδόρ, η λαϊκή και αλληλέγγυα οικονομία έχει αναγνωριστεί ως ένας οικονομικός τομέας πλάι στην κρατική και ιδιωτική οικονομία στο Σύνταγμα της χώρας, το οποίο περιέλαβε και την έννοια του ευ ζην». Παρόλο που, όπως βεβαιώνει ο Μανσέ, το κράτος παραμένει ένας μηχανισμός ταξικής κυριαρχίας στην υπηρεσία του καπιταλισμού.

Είναι φανερό, πως το κεντρικό πρόβλημα στην ανάλυση της θεωρίας της αλληλέγγυας οικονομίας, είναι το ότι δεν υπάρχει πουθενά, το ότι η τάση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, στην κατεύθυνση της ανάπτυξης δομών και δικτύων αλληλεγγύης, γίνεται υπό το βάρος της αντιμετώπισης μιας ιστορικού χαρακτήρα κρίσης του καπιταλισμού, ως άμυνα σε μια ανείπωτη κοινωνική καταστροφή που διευρύνεται καθημερινά. Για τον Μανσέ, ο καπιταλισμός δε γνωρίζει κρίση. Αποτελεί ένα σύστημα αδιατάρακτης ταξικής κυριαρχίας, που μπορεί να ανασχηματιστεί βήμα βήμα με διαπολιτισμικό διάλογο. Συνέπεια της ανάλυσης, λοιπόν, είναι να απουσιάζει το άλμα της επανάστασης, της ιστορικής τομής που μπορεί να μετασχηματίσει την ποσότητα των καθημερινών αντιστάσεων, σε μια νέα ποιότητα όπου η εργατική τάξη, και ευρύτερα οι εκμεταλλευόμενοι μπορούν να σχεδιάσουν την οικονομία τους και τη ζωή τους. Υπάρχει εδώ μια γραμμικότητα στην ανάλυση και τις απαντήσεις. Από αυτή τη σκοπιά είναι σα να έχει γραφτεί σήμερα, η κριτική που έκανε ο Τρότσκι στο γερμανό οικονομολόγο Ζόμπαρτ, όταν ο τελευταίος εκτιμούσε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να συνεχίσει να μεταμορφώνεται εσωτερικά «καθώς θα γερνάει, θα γίνεται όλο και πιο ήρεμος, πιο σοβαρός, πιο λογικός».

Ταυτόχρονα, θέτοντας ως στόχο το μετασχηματισμό του κράτους, οδηγεί όλα τα εγχειρήματα στην ενσωμάτωση και τελικά στην ακύρωσή τους ως εν δυνάμει ασπίδες ενάντια στην καπιταλιστική κρατική πολιτική. Η αλληλέγγυα οικονομία κατά το Μανσέ, μπορεί να αναπτύσσεται πίσω από την πλάτη του κράτους, μέσα στο κράτος, ή και παράλληλα, μαζί με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Έτσι, πολιτικά, προγραμματικά, λειτουργεί ως ένα πασπαρτού κίνησης ανθρώπων, όπου η ανάπτυξη αλληλέγγυων δομών γίνεται αυτοσκοπός, περιγράφοντας γενικά μια μετακαπιταλιστική κοινωνία, που έχει ως όρο της, όπως στην περίπτωση του Εκουαδόρ, την παραμονή στον ομφάλιο λώρο του κράτους, επιδιώκοντας μάλιστα να παίξει και ένα βελτιωτικό ρόλο στην κίνηση συνολικά μιας εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας.

Εκεί όμως που η θεωρία της αλληλέγγυας οικονομίας συναντά τα περισσότερα προβλήματα, είναι ακριβώς στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας.

Η οργάνωση των προμηθειών, γίνεται στη βάση της δημιουργίας «συμβόλων αξίας, τα οποία αναπαριστούν την οικονομική αξία μιας κουλτούρας ανάλογα με τα οικονομικά μέσα. Σύμβολα αξίας μπορούν να είναι κρατικά ή κοινωνικά νομίσματα, επιδόματα, πιστώσεις, εγγραφές σε έντυπα, ηλεκτρονικά αρχεία ή νομικά έγγραφα. Αυτά εκδίδονται στη βάση των πραγματικών παραγωγικών δυνάμεων των δικτύων και ανταλλάσσονται με προϊόντα, ή ακόμα και με χρήμα για συναλλαγές εκτός των δικτύων». Η θεωρία του Μανσέ, δε μας διαφωτίζει, πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει μια αλληλέγγυα οικονομία στο πεδίο της παραγωγής και της διανομής των μέσων παραγωγής, με ποια σύμβολα αξίας θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η ανταλλαγή στην εποχή του γερασμένου και παρακμασμένου καπιταλισμού, που έχει αγκαλιάσει όλο τον κόσμο. Παρόλα αυτά, δε μπορεί να μη δούμε πως στη θεωρία του, σύμβολα αξίας και συναλλαγής, μπορούν να αποτελούν οι πιο διαφορετικές εκφράσεις της παραγωγής του υπερπροϊόντος, της υπεραξίας σε όλο τον κόσμο, με βάση τις υφιστάμενες παραγωγικές δυνάμεις. Όπως έγραφε και ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, «Δεν κάνει το χρήμα (το όποιο στοιχείο παίζει αυτό το ρόλο θα λέγαμε) σύμμετρα τα εμπορεύματα στην ανταλλαγή. Αντίστροφα. Επειδή όλα τα εμπορεύματα σαν αξίες, είναι αντικειμενοποιημένη ανθρώπινη εργασία και επομένως αυτά καθεαυτά είναι σύμμετρα, μπορούν να μετρούν τις αξίες τους από κοινού με το ίδιο ειδικό εμπόρευμα». Ταυτόχρονα, από τη στιγμή που το ίδιο το χρήμα είναι εμπόρευμα, ένα εξωτερικό πράγμα, μπορεί να γίνεται ατομική ιδιοκτησία του καθενός. Ο Μανσέ, επιχειρεί να πετάξει από την πόρτα το χρήμα, και το ξαναμπάζει από το παράθυρο αποδεχόμενος όλες τις προϋποθέσεις της ύπαρξής του. Αποδέχεται την εμπορευματική ανταλλαγή, άρα κατά συνέπεια και την δημιουργία ενός γενικού ισοδύναμου, όπως το χρήμα, με τη μορφή των γενικών συμβόλων αξίας. Όπως όμως γράφει και ο Μαρξ ξανά στο Κεφάλαιο, το χρήμα, στην πορεία ανάπτυξης της εμπορευματικής κυκλοφορίας, είναι η πρώτη μορφή εμφάνισης του κεφαλαίου. Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο όμως, η γέννηση του κεφαλαίου, συμβαίνει από τη στιγμή που η ίδια η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα, και παράγει υπερπροϊόν.  

Μόνο που η πάλη γα το υπερπροϊόν είναι η πάλη των τάξεων.

Στην ίδια την πάλη των τάξεων, ο Μανσέ απαντά με τον αγώνα «για το δικαίωμα των εργαζομένων να είναι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, και των καταναλωτών να μη στερούνται τα απαραίτητα για το ευ ζην τους.» Μπροστά στις ιστορικές δυνατότητες της εργατικής τάξης να διαχειριστεί μια κοινωνικοποιημένη διεθνή οικονομία, ο Μανσέ απαντά με την ιδιοκτησία και τον τεμαχισμό της εργατικής τάξης στο δικό της «χωράφι» παραγωγής. Ό,τι κάνει η εργατική τάξη σε όλο τον κόσμο, λειτουργώντας εργοστάσια με σκοπό την υπεράσπιση της αξιοπρέπειάς της και της επιβίωσής της, ο Μανσέ το ανάγει σε αρχή, προβάλλοντας την τοπική οργάνωση, και επιχειρώντας να γυρίσει το ρολόι της ιστορίας πριν το έθνος κράτος, περιγράφοντας τοπικά δίκτυα, που θα έχουν κατευθείαν ένταξη σε οικουμενικά δίκτυα αλληλέγγυας οικονομίας. Ενώ αντίθετα το ζήτημα είναι πώς μετά την ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς είναι αναγκαίο το ξεπέρασμα του έθνους-κράτους με διατήρηση της τοπικότητας και του πλούτου του τοπικού και όχι την ισοπέδωση και σύνθλιψή του από την παγκοσμιοποίηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Η θεωρία της αλληλέγγυας οικονομίας, είναι ένας συνδυασμός ενσωμάτωσης και ουτοπικής επιστροφής σε έναν καπιταλισμό που μπορεί να έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Πολιτικά ο κοινός παρονομαστής και των δύο, είναι η ώθηση εκατομμυρίων ανθρώπων να προσαρμόσουν τα καθημερινά προβλήματά τους, που μπορούν να λυθούν επαναστατικά, διεθνιστικά και ανατρέποντας τον καπιταλισμό, στα όρια  ενός συστήματος που σαπίζει. Οι επαναστάτες μαρξιστές αναγνωρίζουν και υποστηρίζουν τις δομές αλληλεγγύης, και μπορούν να στηρίξουν εγχειρήματα κοινωνικής αλληλεγγύης ως αντίσταση στην κρίση, αλλά χωρίς να ξεχνάνε το καθήκον να νικήσουν το σύστημα που γεννάει την κρίση και την εκμετάλλευση. Ταυτόχρονα όμως δεν κρύβουν αυτό που αναγνωρίζουν οι ίδιοι οι εργάτες και οι εκμεταλλευόμενοι. Ότι δηλαδή μόνο με κεντρικό σχεδιασμό και πανεθνικού τύπου ανατροπές μπορούν να γίνουν κύριοι της ζωής τους, με στόχο, μια παγκόσμια σοσιαλιστική κοινωνία, χωρίς ταξικούς, κοινωνικούς ή εθνικούς διαχωρισμούς, όπου όμως το διεθνές και το παγκόσμιο δεν θα συνθλίβει το μερικό και το τοπικό – μια ενότητα του καθολικού και του μερικού, ο παναθρώπινος σοσιαλισμός που ξεπερνάει τους ταξικούς και εθνικούς διαχωρισμούς διατηρώντας όλο τον πλούτο του τοπικού.

Νίκος Πελεκούδας